Ένα τυπικό αστικό Σαββατοκύριακο μιας τριμελούς οικογένειας στο εξοχικό τους, μ’ όλες τις προδιαγραφές μιας ευχάριστης ανάπαυλας, παίρνει αναπάντεχη τροπή με την αιφνίδια εμφάνιση δυο λευκοντυμένων νέων, οι οποίοι φιλοξενούνται φαινομενικά σε μια γειτονική έπαυλη.
Η συνέχεια επιφυλάσσει εξαιρετικά δυσάρεστες εκπλήξεις για την οικογένεια, που κεραυνοβολείται από τα “αστεία παιχνίδια” των νεαρών.
Δέκα χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του “Funny Games” στη μητρική του γλώσσα, ο Χάνεκε παρουσιάζει την αγγλόφωνη εκδοχή
της, που παραμένει ανησυχητικά επίκαιρη μέχρι σήμερα.

Η αρχή γίνεται τη 10ετία του ’90 με μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τριλογία για τη σχέση βίας και Μ.Μ.Ε. Ακολουθεί η γερμανόφωνη εκδοχή του “Funny Games”, κι ο αντίκτυπός της, όπως κι οι γενικότερες εξελίξεις στο χώρο των μίντια και δη στις Η.Π.Α., πείθουν τον σκηνοθέτη να προχωρήσει στην αγγλόφωνη διασκευή του 2007.

Από τις πρωτόλειες ακόμα δημιουργίες του, γίνεται σαφές ότι ο Χάνεκε ουδόλως ενδιαφέρεται να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από την αίθουσα. Ως καθαρόαιμη πολιτική οντότητα, εξαντλεί τις δυνατότητες του μέσου για να ενσπείρει ενοχλητικά ζιζάνια, που και θεμιτό αλλά και δόκιμο είναι στην τέχνη. Κι όπως αποτυπώνεται στο εκτενές φάσμα των κινηματογραφικών του εγχειρημάτων, επιχειρεί αδιάκοπα και με τρόπο άκρως διεισδυτικό, συχνά δε δανειζόμενος τους κώδικες του κλασικού ψυχολογικού θρίλερ, να συνομιλήσει ευθέως και να ενοχλήσει – όσο είναι αυτό δυνατό – το εφησυχασμένο κοινό.

Για τον Χάνεκε μεγαλύτερη σημασία δεν έχει ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα στην ταινία, αλλά πόσο συγγενικά της πραγματικότητάς μας είναι τα δρώμενα, πόσο οικεία μπορούμε να τα αισθανθούμε.
Εξαναγκάζοντας τον θεατή σε εναλλάξ ταύτιση με υποκείμενα και ρόλους, παράγοντας συχνά μιαν αίσθηση καθαυτό σωματική, τον υποχρεώνει να αναρωτηθεί για το μέγεθος της προσωπικής του ευθύνης, αυτής ακριβώς που του αναλογεί στην εξάπλωση μιας απτής παθογένειας. Της παθογένειας μιας κοινωνίας υπό παραίτηση, που νοσεί γιατί δεν αντιστάθηκε αρκετά. Ακτινογραφεί μ’ άλλα λόγια έναν υπαρκτό σύγχρονο κόσμο που επωμίζεται ρόλους θύτη και θύματος με όρους κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας.

Τα “αστεία παιχνίδια” του δεν είναι ούτε αστεία ούτε σε καμία περίπτωση παιχνίδια. Είναι μια αμείλικτη αλληγορία για το κυρίαρχο σύστημα, που οπλίζει μικρούς και μεγάλους με την ένταση και στην έκταση της βαρβαρότητας που το συντηρεί.

Παραθέτουμε εδώ αποσπάσματα από παλιότερη συνέντευξή του σε σχέση με το “Funny Games”: «[…] Δεν χρειαζόταν να προσθέσω τίποτα (στη γερμανική εκδοχή), και το να το αλλάξω λίγο μόνο, φαινόταν ανέντιμο. Αν μη τι άλλο, το αν θα μπορούσα να κάνω την ίδια ακριβώς ταινία αναφορικά με πολύ διαφορετικές συνθήκες, έγινε ένα σχεδόν προσωπικό στοίχημα. […] Φυσικά και η ταινία είναι προβοκατόρικη. Αυτή ήταν η πρόθεσή μου, και βεβαίως, όλοι οι κανόνες που συνήθως οδηγούν τον θεατή να γυρίσει σπίτι του ευτυχής και ικανοποιημένος, έχουν ανατραπεί στην ταινία μου. Υπάρχει αυτός ο ανομολόγητος κανόνας ότι δεν επιτρέπεται να βλάπτεις τα ζώα. Τι κάνω; Σκοτώνω πρώτα τον σκύλο. Το ίδιο πράγμα και με το αγόρι. Υποτίθεται ότι δεν πρέπει να χαλάσεις την αυταπάτη. Τι κάνω; Χαλάω την αυταπάτη. Είναι η αρχή που διέπει όλη την ταινία. […] Ήθελα να δείξω στο κοινό σε ποιο βαθμό μπορεί να χειραγωγηθεί. Αρχικά νομίζουν ότι πρόκειται γι αυταπάτη, απλά και μόνο για μια ταινία, και τότε γυρίζω πίσω αναγκάζοντας και το κοινό να γυρίσει πίσω. Αντιμετωπίζω διαφορετικά τον θεατή. Τον αντικρίζω κατάματα, του μιλάω, του γνέφω. Το κάνω αυτό ξανά και ξανά, για να δείξω σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να χειραγωγήσει. Όταν έχεις κατά νου την αυταπάτη του σινεμά, είναι καλή ιδέα να δημιουργείς μια κάποια δυσπιστία προς την αλήθεια των κινούμενων εικόνων. […] Κι ελπίζω το χαστούκι που επιχείρησα να δώσω, να βρει την έκφρασή του κι εδώ (στην Αμερική). […]».

Σπουδαίες ερμηνείες, έξοχη κλιμάκωση, ασθματικός ρυθμός κι ένταση μεγατόνων. Το αποκαλυπτικό πείραμα – πραγματεία του σπουδαίου Αυστριακού απαιτεί οξυμμένα αντανακλαστικά και γερό στομάχι.