Στις 19 Απρίλη συμπληρώνονται 6 χρόνια από το θάνατο του αξέχαστου συντρόφου μας Ισαάκ Ιορδανίδη, πρωτεργάτη της ίδρυσης του Μαρξιστικού Λενινιστικού κινήματος της Ελλάδας. Ο Ισαάκ στάθηκε στην προφυλακή της αντιρεβιζιονιστικής πάλης και, με απαρασάλευτη προσήλωση στις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, πρωτοστάτησε ως το τέλος της ζωής του στους αγώνες για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, που διάβρωσε, εκφύλισε και διέλυσε ο ρεβιζιονισμός από τα μέσα τις δεκαετίας του ʼ50.

Εντάχθηκε στο ΚΚΕ σε πολύ νεαρή ηλικία και πήρε ενεργητικά μέρος στους αγώνες του λαού, τόσο στην περίοδο της κατοχής όσο και σε όλα τα κατοπινά χρόνια, γνωρίζοντας γιʼ αυτό τις διώξεις και τους κατατρεγμούς στους οποίους υπέβαλε χιλιάδες αγωνιστές το μεταβαρκιζιανό και μετεμφυλιακό καθεστώς του μοναρχοφασισμού και της αντίδρασης. Θα περάσει αλύγιστος από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Θα βρεθεί επίσης εξόριστος στην Ικαρία και τον Αη Στράτη, και στον καιρό της χούντας στη Λέρο και τα Κύθηρα. 20 συνολικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις εξορίες.

Μέσα στις εξορίες θα βρεθεί στη θέση, μαζί με τη θαρραλέα μάχη για την υπεράσπιση των κομμουνιστικών ιδεών απέναντι στο μαύρο μετεμφυλιακό κράτος, να ξεκινήσει, από το στρατόπεδο του Αη Στράτη, και τη μάχη για την υπεράσπιση των μαρξιστικών-λενινιστικών αρχών του κομμουνιστικού κινήματος από την επίθεση που δέχτηκαν από τις δυνάμεις του ρεβιζιονισμού μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ και την 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1956. Την πάλη αυτή θα συνεχίσει μαζί με άλλους λιγοστούς συντρόφους του κομμουνιστές μέσα και έξω από τις εξορίες.

Η μεγάλη συμβολή του σ. Ισαάκ σε αυτή τη σύνθετη πάλη μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες παραμένει και θα παραμείνει ανεξίτηλη.
Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την δημιουργία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα που έθεσε σαν στόχο την ανασύσταση του κομμουνιστικού κόμματος. Η προσπάθεια αυτή θα αποκρυσταλλωθεί με τον ολοκληρωμένο πολιτικό και οργανωτικό διαχωρισμό από την «ανανεωτική» ΕΔΑ, την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», τη συγ­κρότηση της Συνεπούς Πολιτικής Αριστερής Κίνησης (ΣΠΑΚ) και συνδικαλιστικών παρατάξεων στο εργατικό και φοιτητικό κίνημα, την κυκλοφορία του «Λαϊκού Δρόμου», τη δημιουργία των «Ιστορικών Εκδόσεων».

Ο σ. Ισαάκ Ιορδανίδης ηγήθηκε αυτής της προσπάθειας, η οποία θα έχει συνέχεια στα χρόνια της δικτατορίας και στη μεταπολίτευση. Στα χρόνια που ακολούθησαν τις διασπάσεις των δυνάμεων του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, ο σ. Ισαάκ Ιορδανίδης εξακολούθησε να δίνει το ενεργητικό αγωνιστικό παρόν στην πάλη του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος και να συνεισφέρει στην εξαγωγή συμπερασμάτων από την πορεία του και στη χάραξη της προοπτικής του.

Ο σ. Ισαάκ υπήρξε υπόδειγμα επαναστάτη κομμουνιστή που το αγωνιστικό ήθος του, η σεμνή και λιτή στάση ζωής του, το συγγραφικό του έργο, η ζωτικότητά του, η καθοδήγησή του διαμόρφωσε νέες γενιές κομμουνιστών μαρξιστών-λενινιστών για να συνεχίσουν το έργο της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος. Για όλους τους νεότερους κομμουνιστές μαρξιστές-λενινιστές είναι μια πολύτιμη πηγή έμπνευσης και στήριξης, που παραμένει αξέχαστη και πάντα ζωντανή.


Τιμώντας τη μνήμη του, έξι χρόνια μετά την απώλειά του, δημοσιεύουμε στη συνέχεια και με αφορμή τη συμπλήρωση αυτές τις μέρες 54 χρόνων από το φασιστικό πραξικόπημα της 21.4.1967, ένα απόσπασμα από το κείμενο του με τίτλο «Χρήσιμα διδάγματα. Εφτά χρόνια φασιστικής διχτατορίας και ασίγαστης λαϊκής αντίστασης», που γράφτηκε σε συνέχειες, στην εφημερίδα «Λαϊκός Δρόμος» αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας:

Οι σκοποί του πραξικοπήματος της 21 Απρίλη 1967

Στις 21 Απρίλη του 1967 πραγματοποιήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα, που επέβαλε στην Ελλάδα ανοιχτή φασιστική διχτατορία.
Το στρατιωτικό – φασιστικό πραξικόπημα της 21 Απρίλη του 1967 οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό με όργανο μια χούφτα στρατιωτικούς, πράκτορες της αμερικάνικης C.I.A., που κρατούσαν θέσεις κλειδιά στον ελληνικό στρατό και σύμφωνα με το, με την κωδική ονομασία, «Σχέδιο Προμηθεύς». Το πραξικόπημα αυτό προετοιμαζόταν από καιρό και προωθήθηκε στις συγκεκριμένες αυτές στιγμές για να εξυπηρετήσει καθορισμένες ανάγκες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, τόσο από την άποψη της παγκόσμιας πολιτικής του όσο και ειδικά, από την άποψη της πολιτικής του στην Ελλάδα.

Οι εσωτερικοί λόγοι που καθόρισαν την προώθηση της διχτατορίας

Την άνοιξη του 1967, δυο ήταν τα χαρακτηριστικά της κατάστασης στην Ελλάδα.

Πρώτο, μέσα στις πλατιές λαϊκές μάζες, σαν αποτέλεσμα της άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσής τους από τις κυβερνήσεις των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων, συντελούνταν βαθιές αλλαγές και ανακατατάξεις με κύριο γνώρισμα μια όλο και πιο γοργή αριστεροποίησή τους. Σημαντικές δυνάμεις εργαζομένων και νεολαίας, κύρια φοιτητικής, αποσπούνταν από την επιρροή των παλαιών πολιτικών σχημάτων, αστικών και ρεβιζιονιστικών και αναζητούσαν νέες, αγωνιστικές κατευθύνσεις. Αυτές οι δυνάμεις, παρ’ όλο που δεν είχαν ακόμα προσανατολιστεί ολοκληρωμένα στην πολιτική κατάσταση, ωστόσο αντιπροσώπευαν κιόλας μια άμεση απειλή για την αμερικανοκρατία και την υποτέλεια, που στην πορεία θα έπαιρνε σίγουρα τεράστιες διαστάσεις. Γενικά, «από τα κάτω», μέσα στις λαϊκές μάζες, ωρίμαζαν μεγάλα αγωνιστικά ξεσπάσματα, που δε θα ήταν δυνατό να τεθούν κάτω από έλεγχο με τα συνήθη μέσα της ψευτοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Δεύτερο, είχαν οξυνθεί στο έπακρο οι αντιθέσεις μέσα στις κυρίαρχες τάξεις, στους κόλπους της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης και ανάμεσα στις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βασικά ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Αγγλία (σε συνδυασμό και με την παράλληλη όξυνση της διαμάχης τους για την κυριαρχία στην Κύπρο), πράγμα που εκφράστηκε με την απότομη όξυνση των αντιθέσεων και του πολιτικού αγώνα στο εσωτερικό πεδίο αντίστοιχα ανάμεσα στα κόμματα της Ε.Ρ.Ε. και της Ε.Κ. και ανάμεσα σε διάφορες ομάδες στις γραμμές αυτών των κομμάτων.

Ύστερα ιδιαίτερα από την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία της Ε.Κ. (1963—64), σημειώθηκε μια έντονη δραστηριοποίηση της αγγλικής πολιτικής για την ανάκτηση των παλαιών θέσεων κυριαρχίας της στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, ο Ντε Γκολ, ύστερα από την «ανταρσία» του ενάντια στο ΝΑΤΟ, ανέπτυσσε πυρετώδικα τις γενικότερες εξορμήσεις του και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή αυτή, ενώ το γερμανικό κεφάλαιο επίσης προωθούσε σταθερά τις εδώ θέσεις του. Κρίση στο ΝΑΤΟ, κρίση στην Κοινή Αγορά -όξυνση της πάλης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις- όλα αυτά δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα για τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, απειλούσαν να υπονομεύσουν την κυριαρχική τους θέση στην περιοχή αυτή του κόσμου και στην Ελλάδα και τους υποχρέωναν να αντιδράσουν. Όλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν οι αμερικάνοι, -ιδιαίτερα με την άμεση χρησιμοποίηση του Παλατιού μετά τον Ιούλη του 1965- για να υπονομεύσουν αποφασιστικά την αγγλική, κύρια, διείσδυση στην ελληνική πολιτική ζωή ή για να επιβάλουν στους Άγγλους έναν «συμβιβασμό» που θα κατοχύρωνε τα δικά τους κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στην Ελλάδα, είχαν αποτύχει και στις αρχές του 1967 αντιμετώπιζαν άμεσα τον κίνδυνο μιας σοβαρής υπονόμευσης των θέσεών τους. Η Ελλάδα μετατρεπόταν, ολοένα και περισσότερο, σε κόμβο ενός οξύτατου, οικονομικού και πολιτικού, ανταγωνισμού ανάμεσα στα ξένα μονοπώλια και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις.

Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συνθέτουν μια εικόνα γενικής αστάθειας, σήψης και αποσύνθεσης του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της υποτέλειας και προκαθόριζαν το γρήγορο ωρίμασμα μιας κρίσης. Για την αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, για τη συντριβή της λαϊκής αντίστασης και την εξασφάλιση της πιο πέρα, ακόμα πιο άγριας, εκμετάλλευσης των εργαζομένων και της καταλήστευσης του εθνικού πλούτου της χώρας, για την απόκρουση της απειλής των άλλων συνεταίρων ιμπεριαλιστών και την κατοχύρωση της ολοκληρωτικής αμερικάνικης κυριαρχίας στην Ελλάδα, υπήρχε ένας μόνο άμεσος και δραστικός τρόπος: η κήρυξη ανοιχτής στρατιωτικοφασιστικής διχτατορίας με την καθοδήγηση και τον έλεγχο των Αμερικάνων. Γι’ αυτό ακριβώς ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προχωρούσε στην πραγματοποίηση του πραξικοπήματος της 21 Απρίλη του 1967.

Οι διεθνείς ανάγκες της αμερικάνικης πολιτικής

Με την επιβολή της στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας και τη σχετική σταθεροποίηση των θέσεων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα, διευκολύνονταν οι γενικότεροι σκοποί της παγκόσμιας πολιτικής του και ιδιαίτερα οι άμεσες επιδιώξεις του στο χώρο της Μέσης Ανατολής.

Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, με όργανο το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, προετοίμαζαν κιόλας δραστήρια την εξαπόλυση ενός επιθετικού πολέμου ενάντια στις αραβικές χώρες και έπρεπε γι’ αυτό να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ανενόχλητα και απρόσκοπτα την Ελλάδα σαν επιθετικό ορμητήριο. Και πραγματικά η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε τον Ιούνη του 1967, σαν η κυριότερη βάση ανεφοδιασμού των επιθετιστών και παντοειδούς ενίσχυσης των πολεμικών επιχειρήσεων των ισραηλινών επιδρομέων σε βάρος των αραβικών χωρών. Η επιβολή της στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας στην Ελλάδα βρισκόταν, εξάλλου, σε αρμονία με τη γενικότερη τάση που χαρακτήριζε την πολιτική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η τάση για όλο και μεγαλύτερη αύξηση της επιθετικότητας, για ένταση της πολιτικής τής επέμβασης, της υποδούλωσης και του ελέγχου, για στήριξη της κυριαρχίας του στις διάφορες χώρες με όλο και πιο ωμές μορφές και με την προσφυγή στην ανοιχτή φασιστική διχτατορία, ιδιαίτερα στα πιο «νευραλγικά σημεία», όπως το έδειχναν τα, πρόσφατα τότε, παραδείγματα της Ινδονησίας και της Βραζιλίας, έτσι ώστε από πιο «σίγουρες» θέσεις να προωθεί το παιχνίδι του για την παγκόσμια ηγεμονία. Στη σειρά των χωρών αυτών ερχόταν τώρα να προστεθεί και η Ελλάδα.

Πώς προετοιμάστηκε και γιατί πέρασε το πραξικόπημα

Το στρατιωτικό-φασιστικό πραξικόπημα της 21 Απρίλη του ’67 ήταν προϊόν μιας απότομης εξέλιξης αλλά ήρθε σαν καρπός μακρόχρονης και ολόπλευρης προετοιμασίας του από την πλευρά των αντιδραστικών δυνάμεων.

Η δυνατότητα για την επιτυχή ολοκλήρωση αυτής της προετοιμασίας καθορίστηκε σε σημαντικό βαθμό από τις αδυναμίες και τα λάθη των δυνάμεων εκείνων που, σύμφωνα τουλάχιστο με τους επίσημα διακηρυγμένους σκοπούς τους, θα όφειλαν ν’ αντιδράσουν ενεργητικά για τη ματαίωση των φασιστικών σχεδίων.

Η αντιδραστική Δεξιά
Κύρια δύναμη προετοιμασίας του πραξικοπήματος

Η αντιδραστική Δεξιά στάθηκε η κύρια πολιτική δύναμη προετοιμασίας του φασιστικού πραξικοπήματος. Το κόμμα της Δεξιάς, η ΕΡΕ, ήταν το κυριότερο όργανο έκφρασης της αμερικάνικης πολιτικής στην Ελλάδα και ενεργούσε σύμφωνα με τις απαιτήσεις αυτής της πολιτικής.

Η Δεξιά, αφού, ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες της το 1963-1964, ανατράπηκε από την κυβερνητική εξουσία, άρχισε βαθμιαία να ανασυντάσσει τις δυνάμεις της και πέρασε στην αντεπίθεση. Στόχος της: να επανέλθει στην εξουσία, είτε με «κοινοβουλευτική» μορφή είτε με τη μορφή του στρατιωτικό – φασιστικού πραξικοπήματος.

Όταν η αμερικάνικη ιμπεριαλιστική κλιμάκωση -σύμφωνα με το «δόγμα Τζόνσον»- προώθησε σε πρώτο πλάνο την επιδίωξη για την επιβολή απροσχημάτιστης στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας, η Δεξιά προσανατόλισε όλη τη όραστηριότητά της στην κατεύθυνση αυτή.

Αυτό εκφράστηκε με δυο, βασικά, τρόπους.

Πρώτο, με μια αχαλίνωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα, με μια γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες ξέφρενη εκστρατεία προβολής του «κομμουνιστικού κινδύνου» και της «απειλής κατά του Έθνους» και ανοιχτές διακηρύξεις του Τύπου και των ίδιων των ηγετών της Δεξιάς πως θα κατέφευγαν σε «επανάσταση» για τη «σωτηρία του έθνους».

Δεύτερο, με μια συστηματική προσπάθεια εξασφάλισης ολοκληρωτικού και αποτελεσματικού ελέγχου της Δεξιάς πάνω στον Κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στο Στρατό και στα Σώματα Ασφαλείας, και με την παντοειδή ενίσχυση των παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων.
Πίσω απ’ όλα αυτά δρούσαν συνωμοτικά οι άνθρωποι του «ΙΔΕΑ» και του «ΠΕΡΙΚΛΗ», τα ελληνόφωνα όργανα της αμερικάνικης CIA που προορίζονταν να παίξουν το ρόλο των άμεσων εκτελεστών του σχεδίου επιβολής στρατιωτικό – φασιστικής διχτατορίας.