Σημειώναμε σε πρόσφατη κριτική μας από τις σελίδες του ΛΔ πως οι θέσεις του ΚΚΕ για το 21ο συνέδριο αποπνέουν σύγχυση, ανασφάλεια και φόβο για το μέλλον. Διαπίστωση που επιβεβαιώθηκε και στις εργασίες του συνεδρίου και στις ομιλίες του Δ. Κουτσούμπα στο συνέδριο, που πάσχισαν να εκπέμψουν μια αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία, ωστόσο, εμφανώς αγχώδη και αμφίβολη που αποτυπώθηκε και με την ακροτελεύτια φράση του κλεισίματος του στο συνέδριο ότι το ΚΚΕ «θα τα καταφέρει» και κυρίως μέσα από την έμμεση ή άμεση ομολογία σωρείας προβλημάτων σε πολλά επίπεδα που κατατρύχουν την κομματική λειτουργία και την ιδεολογικοπολιτική πορεία του.

Μπορεί η εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ να προβάλλει τη θέση πως το ΚΚΕ «βρίσκεται σήμερα σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει την πολιτική πίεση και τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων», όμως, η θέση του αλληλογρονθοκοπείται με περιγραφές σε άλλες γραμμές της εισήγησης και των θέσεων για το συνέδριο. Αλληλογρονθοκοπείται με τις δικές του διαπιστώσεις ότι «ως ένα μεγάλο βαθμό, η καθοδηγητική δουλειά από πάνω μέχρι κάτω δεν βελτιώθηκε και δεν αντιστοιχήθηκε με τις στρατηγικές μας επεξεργασίες, ιδιαίτερα στον κρίκο των τομεακών οργάνων, όπως είχε εντοπίσει το 20ό Συνέδριο». Ότι «μετά το 20ό Συνέδριο δεν έχουμε θεαματική βελτίωση στη διακίνηση του καθημερινού Ριζοσπάστη». Και κυρίως με τη μαρτυρία του πως από το 20ό συνέδριο το ΚΚΕ «είχε ένα 7,31% της τότε δύναμης απώλειες σε διαγραφές που η συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν εθελοντική αποχώρηση – διαρροή» και πως «η συνολική μεταβολή της κομματικής δύναμης στην 4ετία είναι θετική κατά 0,7%». Που δείχνει μια σοβαρή κομματική αιμορραγία μελών και μια αδυναμία ανάπτυξης των δυνάμεων του, την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθεί κυρίως να την εξηγήσει με τις «πιέσεις» και τις «μεγάλες δυσκολίες» που αντιμετωπίζουν οι κομμουνιστές από «αντικειμενικούς παράγοντες» και από τον αστικό και οππορτουνιστικό περίγυρο, κρύβοντας πίσω από από αυτές τις δικές της βασικές ιδεολογικοπολιτικές ευθύνες για τις απώλειες που σημειώνονται στις γραμμές του και τη στασιμότητα της επιρροής του.

Μπορεί η ηγεσία του ΚΚΕ να προβάλλει τη θέση ότι «η ιδεολογικοπολιτική ενότητα στο Κόμμα είναι κατακτημένη σήμερα περισσότερο από κάθε προηγούμενη περίοδο», όμως, αυτό διόλου δεν συνάδει με άλλες θέσεις που αναφέρουν ότι «παρουσιάζεται μαζικά το φαινόμενο ο νέος κομμουνιστής και η νέα κομμουνίστρια να μη διαθέτουν αρκετά ισχυρό μαρξιστικό ιδεολογικό υπόβαθρο…. ώστε να μην επηρεάζονται από την αστική ιδεολογία και προπαγάνδα και τη λογική της αστικής διαχείρισης, των μεθόδων και των ελιγμών της αστικής τάξης». Ότι «βασικές επεξεργασίες του Κόμματος, όπως το τετράτομο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918 – 1949, δεν έχουν οργανωμένα μελετηθεί – αφομοιωθεί». Αυτό το τελευταίο σημαίνει και ότι η επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, που έχει ξεκινήσει η ηγεσία του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια, «περπατά» με δυσκολίες στις γραμμές του, δεν «αφομοιώνεται» εύκολα και, ασφαλώς, δεν επιβεβαιώνει και τόση ιδεολογική ενότητα όση θέλει αυτή να εμφανίζει. Ταυτόχρονα η επαναλαμβανόμενη επισήμανση των θέσεων για τη μελέτη της αναθεωρημένης ιστορίας, που γίνεται σε άλλα σημεία τους, όπου τονίζεται ότι «είναι απαραίτητη και πολύτιμη η ανάδειξη της ιστορικής πείρας, άρα και η μελέτη του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος», δείχνει ότι και με το 21ο συνέδριό του το ΚΚΕ επιμένει στην φιλοτροτκιστική-ρεβιζιονιστικη ξαναγραφή της ιστορίας τού κομμουνιστικού κινήματος, προαναγγέλλοντας και την έκδοση νέων σχετικών δοκιμίων.

Όπως, επίσης, ότι παρά τους επαναλαμβανόμενους κομπασμούς του για τις «βαθιές μελέτες» του και τα «επιστημονικά συμπεράσματά» του που έχει βγάλει για την «αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες», στο 21ο συνέδριο ξαναφάνηκε πως αυτά τα συμπεράσματα είναι δέσμια ρεβιζιονιστικών αντιλήψεων και θεωρήσεων. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε ο Δ. Κουτσούμπας στην ομιλία του στην εναρκτήρια εκδήλωση για το 21ο συνέδριο σε εκείνους που απορρίπτουν το σοσιαλισμό λέγοντας να «κοιτάμε τη Σοβιετική Ένωση, του προηγούμενου αιώνα». Η απάντησή του ότι αυτοί «κάνουν πως δεν ξέρουν ότι οι νέες δυνατότητες που γεννά η σύγχρονη εποχή της αλματώδους επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, του περάσματος στη λεγόμενη «4η βιομηχανική επανάσταση», ξεπερνούν μια σειρά τεχνικούς και επιστημονικούς περιορισμούς που υπήρχαν στη Ρωσία του 1917 και στη Σοβιετική Ένωση των πρώτων δεκαετιών, για την επιτυχία του κεντρικού σχεδιασμού και το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής» είναι μια απάντηση που παραπέμπει κατευθείαν στη ρεβιζιονιστική θεωρία των «παραγωγικών δυνάμεων» ή της «επιστημοτεχνικής επανάστασης» (θεωρία που άνθισε στη ρεβιζιονιστική Σοβιετική Ένωση και στην οποία είχε ασκήσει κριτική ο Στάλιν στο έργο του για «τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού»), που αποδίδει την αιτία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες στη μη επαρκή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στους «τεχνικούς και επιστημονικούς περιορισμούς» (κάτι που διαψεύδει όλη η πορεία μεγάλων νικών του σοσιαλισμού ως το 1956 που επικράτησε ο ρεβιζιονισμός στο ΚΚΣΕ) και όχι στην εξέλιξη της ταξικής και πολιτικής πάλης μέσα στη σοβιετική κοινωνία και στο ΚΚΣΕ στις συνθήκες του σοσιαλισμού.

Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο το 21ο συνέδριο πρόβαλε και την παρέμβαση του ΚΚΕ στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, με μια τοποθέτηση που δείχνει την έλλειψη αρχών και τον καιροσκοπισμό σε αυτή την παρέμβαση. Μια τοποθέτηση που «χαιρετίζει τα 100 Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα από όλο τον κόσμο, που έστειλαν μηνύματα στο Συνέδριο» με τα οποία το ΚΚΕ «ανέλαβε πρωτοβουλίες για την επαναστατική ανασυγκρότηση του ΔΚΚ», αν και όπως αναφέρουν οι θέσεις του 21ου συνεδρίου «πολλά από αυτά τα κόμματα διατηρούν τον τίτλο «κομμουνιστικό», αλλά η ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική τους συγκρότηση δεν συνάδει µε τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά, την ιδεολογία του επιστημονικού κομμουνισμού, την επαναστατική στρατηγική-πρόγραμμα που να αντιστοιχεί σε επαναστατικό εργατικό, λενινιστικό κόμμα. Συχνά στις προσεγγίσεις των ΚΚ κυριαρχούν αστικές ιδεολογικές
επιδράσεις – οπορτουνιστικές, μετατρέποντας την όποια επίκληση της κοσμοθεωρίας μας, από θεωρητική βάση κι επιστημονικό μεθοδολογικό εργαλείο για την κατανόηση και την αλλαγή της κοινωνίας σε «ευχολόγιο»»
.

Το πιο σημαντικό είναι ότι, σύμφωνα με τις θέσεις του 21ου συνεδρίου, η ηγεσία του ΚΚΕ επιδιώκει να διαμορφώσει έναν «πόλο» του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος με «ενα αριθμό ΚΚ» που «επιχείρησαν τη διόρθωση της στρατηγικής τους, διακηρύσσοντας τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης και προσπαθώντας να ξεπεράσουν την παλιά στρατηγική που κυριάρχησε στο ΔΚΚ». Με άλλα λόγια, το 21ο συνέδριο επαναβεβαίωσε οτι το ΚΚΕ θα δουλέψει για μια «ανασυγκρότηση» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στηριγμένη πάνω στα συμπεράσματα των δικών του «μελετημένων» φιλοτροτσκιστικών-ρεβιζονιστικών συμπερασμάτων από την ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που έχουν βγάλει λάθος τη γραμμή που ακολούθησε το διεθνές επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα της Τρίτης Διεθνούς, που δεν βλέπουν εξαρτημένες χώρες στον κόσμο και θεωρούν ότι παντού, ανεξάρτητα από οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, οι επαναστάσεις πρέπει να έχουν μόνο σοσιαλιστικό χαρακτήρα.

Σε αντιστοίχιση με την παραπάνω θεώρηση, το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ δίνει μια εντελώς στρεβλή εικόνα για τον κόσμο για την εποχή του ιμπεριαλισμού που αποτελεί και παραποίηση της λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό. Για τη διεθνή πραγματικότητα «στο διάστηµα που µεσολάβησε από το 20ό Συνέδριο του Κόµµατος» δεν διακρίνει παρά μόνο «όξυνση της βασικής αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας», «σχέσεις της ανισότιµης αλληλεξάρτησης» που διέπουν τις σχέσεις όλων των καπιταλιστικών κρατών, «ενίσχυση της ανισοµετρίας ανάµεσα στα καπιταλιστικά κράτη» και «ανταγωνισµό µεταξύ ιµπεριαλιστικών συµµαχιών και µεταξύ καπιταλιστικών κρατών στο εσωτερικό των συµµαχιών».

Πουθενά δεν θα βρει κανείς στις πολυσέλιδες θέσεις και εισηγήσεις του 21ου συνεδρίου ότι υπάρχουν σήμερα στον κόσμο εξαρτημένες χώρες. Αν και ισχυρίζονται ότι «κωδικοποιημένα επισημαίνουν τις αντιθέσεις» του σύγχρονου κόσμου, πουθενά δεν θα βρει μέσα σε αυτές τις αντιθέσεις την αντίθεση των καταπιεσμένων εθνών και των εξαρτημένων χωρών με τον ιμπεριαλισμό. Το μεγάλο αίτημα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης για την εθνική ανεξαρτησία που αγκαλιάζει μεγάλο αριθμό χωρών -και τη χώρα μας πρώτα απ’ όλα- έχει εξαλειφθεί.

Η θέση πως η ντόπια μεγαλοαστική τάξη ακολουθεί πολιτική υποτέλειας χαρακτηρίζεται, μάλιστα, ως «αντι-ΚΚΕ γραμμή». Της δίνεται, δηλαδή, μια έμμεση αντικομμουνιστική διάσταση που συκοφαντεί όσους επικρίνουν την ηγεσία του ΚΚΕ ότι έχει εγκαταλείψει την πάλη για εθνική ανεξαρτησία.

Οι θέσεις του 21ου συνεδρίου δεν χαρακτηρίζονται μόνο από την παραχάραξη και τη σύγχυση όσον αφορά τις σχέσεις και τις αντιθέσεις που επικρατούν στο σημερινό σύστημα του ιμπεριαλισμού, αλλά και από τη σύγχυση, το λιγότερο, στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι θέσεις του εμφανίζονται με μια διαφοροποιημένη διατύπωση όσον αφορά το 20ό συνέδριο αλλά και με εμφανές κενό στην διατύπωση μιας καθαρής θέσης για μια ενδεχόμενη πολεμική εμπλοκή (σαν κι αυτή που περιέχεται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ). Η αποφυγή αυτή επιτείνει την ασάφεια και αντανακλά και την αδυναμία να δώσει το ΚΚΕ στο 21ο συνέδριο μια ολοκληρωμένη θέση, καθώς η διατυπωμένη προγραμματική θέση αναμετριέται με τις εξελίξεις της ελληνοτουρκικής πραγματικότητας, προκαλώντας ακατάληκτους εσωτερικούς προβληματισμούς στο ΚΚΕ αλλά και άτυπες διολισθήσεις σε προγενέστερη θέση.

Η ΚΕ του ΚΚΕ αποφάσισε «η δουλειά στην εργατική τάξη και το κίνημά της να αποτελέσει βασικό αντικείμενο προβληματισμού και παραπέρα επεξεργασίας στο 21ο Συνέδριο». Προφανώς αυτή η απόφαση έχει να κάνει με το ότι θεώρησε πως το Συνέδριο πρέπει να ασχοληθεί με το ζήτημα στο οποίο κυρίως πάσχει το ΚΚΕ, το ζήτημα της σύνδεσης του με το μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει φαίνεται και από το ότι «δεν έγινε κατορθωτό να πραγματοποιηθεί η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τη δουλειά στην εργατική τάξη, παρόλο που η δράση του Κόμματος στο διάστημα από το 20ό Συνέδριο έχει συσσωρεύσει και νέα δεδομένα». Γιατί, όμως, δεν έγινε αυτό κατορθωτό;

Προφανώς, έχει μεγεθυνθεί το πρόβλημα της δουλειάς του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα.

Προφανώς υπάρχουν αιτίες για τη μεγέθυνση του προβλήματος. Στις θέσεις για το συνέδριο σαν τέτοιες, ακροθιγώς, αναφέρονται: «οι αδυναμίες να συνδέουμε τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την προοπτική, καταλήγοντας με ένα σύνθημα «για την εργατική εξουσία» και άλλοτε, άθελά μας, να καλλιεργούμε αντιλήψεις ότι μπορεί να υπάρξουν και λύσεις – νησίδες σοσιαλιστικές μέσα στον καπιταλισμό». Το «να απευθυνόμαστε με γενικόλογα συνθήματα ή να περιορίζουμε τη δική μας παρέμβαση στα όρια που θέτει ο αρνητικός συσχετισμός μέσα στο κίνημα ή σε μια κινητοποίηση». Το ότι θεωρείται πως «η άνοδος της ταξικής πάλης και της ανασύνταξης δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, ταυτίζοντας ακόμα και την ανακούφιση ή άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις με τις ριζικές ανατροπές». Ο «εγκλωβισμός σε σχηματοποιήσεις και η αντιγραφή περιπτώσεων όπου ο διαχωρισμός κρίνεται και στον τόπο και τον χρόνο μιας συγκέντρωσης».

Ενώ, ωστόσο, γίνονται ορισμένες τέτοιες παρατηρήσεις συστηματικά στις θέσεις αποφεύγονται συγκεκριμένες τοποθετήσεις για τις θέσεις και τη στάση που κράτησε μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα από το 20ό συνέδριο του ΚΚΕ και, μάλιστα, σε πολύ σοβαρά γεγονότα που έγιναν. Δεν υπάρχει καμιά αποτίμηση για τα αποτελέσματα και τις πρακτικές των εφόδων στα συνδικαλιστικά συνέδρια (ΓΣΕΕ, ΟΙΥΕ κλπ) που έκαναν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ, οι οποίες έφτασαν μέχρι και το σημείο να υποστηρίζουν την κρατική παρέμβαση στα συνδικάτα, αντιγράφοντας τις συνδικαλιστικές «μαφίες» που κατάγγειλαν. Δεν υπάρχει καμιά κριτική για τη διοργάνωση ξεχωριστών συγκεντρώσεων από το ΠΑΜΕ.

Το ίδιο και για τη στάση του ότι στη διάρκεια της πανδημίας προσαρμόστηκε στα κυβερνητικά μέτρα περιορισμού κι απαγόρευσης των μαζικών κινητοποιήσεων, προκρίνοντας «συμβολικές παραστάσεις». Το ίδιο και για το ότι στάθηκε ενάντια στην απεργιακή συγκέντρωση της 26ης Νοέμβρη 2020 και για την πρόσφατη στάση του που υποστήριξε την ακύρωση της απεργίας της 3 Ιούνη 2021 ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο κ.ά.

Αντίθετα και μέσα από το 21ο συνέδριο επιχειρήθηκε ένας εξωραϊσμός της δράσης των δυνάμεων του ΚΚΕ με θέσεις του τύπου «στις συνθήκες της πανδημίας, οι οποίες αξιοποιήθηκαν από την κυβέρνηση και το κράτος για το χτύπημα του κινήματος και του Κόμματος, πρωτοστάτησε να περάσει το μήνυμα της αντίστασης, του αγώνα, της «οργανωμένης απειθαρχίας», με σημαντικές παρεμβάσεις και κινητοποιήσεις του μαζικού κινήματος όπως των υγειονομικών, των εµποροϋπαλλήλων, των ταξικά προσανατολισμένων συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, ιδιαίτερα με το συλλαλητήριο της 1ης Μάη 2020, αλλά και τις εκδηλώσεις για την 47η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την πανελλαδική πανεργατική απεργία της 26ης Νοέµβρη κ.ά.».

Και επιπλέον προβλήθηκε ως «μεγάλη κατάκτηση του κινήματος» και «απόφαση μεγάλης σημασίας» η δημιουργία και η δράση του ΠΑΜΕ. Του ΠΑΜΕ που επεδίωξε αρχικά να εμφανισθεί σε ρόλο άτυπης αντι-ΓΣΕΕ και αντι-ΑΔΕΔΥ, τον οποίο άτακτα εγκατέλειψε όταν χρεοκόπησε σε ένα τέτοιο ρόλο. Του ΠΑΜΕ που συνδέεται με μια πορεία μακρόχρονης διάσπασης των κινητοποιήσεων των εργαζομένων και με μια πλήρη στρέβλωση της έννοιας της συνεργασίας συνδικαλιστικών οργανώσεων, που ταυτίστηκε και λειτουργεί στα πλαίσια του ΠΑΜΕ σαν παράταξη του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ έχει εισπράξει και εισπράττει τα αποτελέσματα αυτής της ζημιογόνας πολιτικής του στο μαζικό εργατικό κίνημα και γι’ αυτό υποχρεώθηκε τώρα να την κάνει πρώτο θέμα του 21ου συνεδρίου του. Και αυτά τα ομολογεί και στις θέσεις για το 21ο συνέδριο όπου αναγκάσθηκε να γράψει πως «από το 20ό έως το 21ο Συνέδριο και προς τιµήν των 100 χρόνων του Κόµµατος, ούτε το Κόµµα ούτε η ΚΝΕ κατόρθωσαν να διευρύνουν διακριτά τις δυνάμεις τους και να συσπειρώσουν γύρω τους ένα, όσο γίνεται στις σημερινές συνθήκες, μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της».

Ένα αξιοσημείωτο αυτού του δυσάρεστου για το ΚΚΕ αποτελέσματος είναι και η αποτύπωση που δίνουν οι θέσεις του συνεδρίου που εμφανίζουν ότι «οι δυνάμεις που στηρίζει το Κόμμα έχουν την πλειοψηφία σε 14 Ομοσπονδίες και 20 Εργατικά Κέντρα». Δηλαδή, οι δυνάμεις του ΚΚΕ ελέγχουν 34 συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι θέσεις γράφουν πως στο ΠΑΜΕ συσπειρώνονται «25 δευτεροβάθμιες οργανώσεις (9 Ομοσπονδίες και 16 Εργατικά Κέντρα)». Με άλλα λόγια το ΠΑΜΕ δεν έχει καταφέρει να συσπειρώσει στις γραμμές του ούτε καν όλες τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις στις όποιες έχει την πλειοψηφία! Είναι κι αυτό ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα της πολιτικής του ΚΚΕ.

Το 21ο συνέδριο ολοκληρώθηκε επιβεβαιώνοντας ότι το ΚΚΕ θα συνεχίσει να βαδίζει στην ίδια ιδεολογικοπολιτική ρότα με τα βασικά προβλήματά του, όμως, ανοικτά. Πάνω σε αυτό το έδαφος η αβεβαιότητά του για το αν «θα τα καταφέρει» θα συνεχίσει να το συνοδεύει….