Θάψιμο του επαναστατικού της περιεχομένου
από την κυβέρνηση και την ντόπια μεγαλοαστική τάξη

Όταν ο Κυρ. Μητσοτάκης, στα μέσα του 2019, με το θριαμβολογικό ύφος του κερδισμένου των βουλευτικών εκλογών, ανακοίνωνε τη δημιουργία της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” που θα οργανώσει το γιορτασμό της 200ής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, τόσο από τις μεγαλοστομίες που περιείχε η εξαγγελία του για την “ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας” όσο και από το “νόημα” που ανέλαβε να δώσει η συσταθείσα Επιτροπή, στην ηγεσία της οποίας τοποθετήθηκε η τελετάρχης της μεγαλοαστικής οικογένειας Αγγελόπουλου (που, παρεμπιπτόντως, συνδέεται και με το Φανάρι του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης), ήταν φανερό πως ο κρατικός γιορτασμός των 200 χρόνων από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους θα καλουπώνονταν στις ανάγκες εξυπηρέτησης της κυβερνητικής πολιτικής και ταυτόχρονα στην ιστορική οπτική της ελληνικής πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από τις διαχρονικές εξαρτήσεις της από τις Μεγάλες Δυνάμεις και από μια αστικά μετασχηματισμένη κληρονομιά του φαναριωτισμού και του κοτζαμπασισμού.

Άλλωστε, ο Κυρ. Μητσοτάκης, σε ομιλία του στις αρχές του 2020, σε εκδήλωση της “πρωτοβουλίας 1821-2021”, προκαθόρισε πως η “η ανάδειξη των πτυχών της Εθνικής Παλιγγενεσίας αλλά και της μετεπειτα ιστορίας μας” θα γίνει “σε σύμπλευση και συναντίληψη με τις προγραμματικές κατευθύνσεις που ήδη έχουν τεθεί και σε εναρμόνιση με ένα εθνικό προγραμματισμό”.

Αυτό δεν άργησε να φανεί και από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού και από τις δηλώσεις και τις πρώτες τοποθετήσεις μελών της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”, που επακολούθησαν και συνεχίζονται, στις οποίες κυριαρχούν οι διακηρύξεις να αναδειχθεί το έργο της ελληνικής αστικής τάξης ως “εθνική επιτυχία” που έκανε την Ελλάδα ένα “ισχυρό δημοκρατικό κράτος”, “ένα κράτος πρότυπο της Βαλκανικής”, σύμφωνα με τον Κυρ. Μητσοτάκη, ένα “πετυχημένο δημοκρατικό κράτος” με “αδιαπραγμάτευτη θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια”, σύμφωνα με τη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Από το ρεπερτόριο αυτών των δηλώσεων δεν λείπουν ούτε οι κορώνες για την “ελληνική ψυχή” ούτε και οι εθνικιστικοί λόγοι για τη “μοναδικότητα του Ελληνα” και για “την ποιότητα της Δημοκρατίας και το υψηλό επίπεδο πολιτισμού της Ελλάδας εν αντιθέσει με τη γείτονα χώρα που κάνει βήματα προς τα πίσω, βεβηλώνοντας την ιστορία”, όπως είπε, επιδεικτικά, η Γ. Αγγελοπούλου κατά την επίσκεψή της στην Αλεξανδρούπολη.

Αυτό το πανηγυρικό πνεύμα, της “επιτυχημένης εθνικής πορείας” αποτυπώθηκε και στην επιλογή του Σαββοπουλικού τραγουδιού “Ας κρατήσουν οι χοροί” ως διαφημιστικού του επίσημου γιορτασμού.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης της Δεξιάς και της Επιτροπής της να προβάλουν ως πεμπτουσία του γιορτασμού των 200 χρόνων της Επανάστασης την “εθνική επιτυχία” της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης να κάνει το νεοελληνικό κράτος ένα “ισχυρό δημοκρατικό κράτος” ακούγονται σαν ηχώ και προγενέστερων διακηρύξεων ελληνικών κυβερνήσεων για την “ισχυρή Ελλάδα” που κατέρρευσαν παταγώδικα στη συνέχεια με την χρεοκοπία της. Ο μύθος της “ισχυρής Ελλάδας” καθώς ξανασερβίρεται απο την εγχώρια μεγαλοαστική τάξη σε μέρες όπου ξανά ο ελληνικός λαός ζει μια νέα ολόπλευρη καταστροφική κρίση, όσο και να επιχειρεί να τον συντηρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσα από κενούς “εθνικόφρονες” κομπασμούς, αντηχεί κυριολεκτικά σαν ανέκδοτο.

Προτάσσοντας αυτή τη μυθολογία ως κεντρικό μήνυμα του επίσημου γιορτασμού του 1821, η μεγαλοαστική τάξη με τη σημερινή κυβέρνησή της θέλει στον “εθνικό απολογισμό” της για τους δύο αιώνες που διοικεί το νεοελληνικό κράτος να βάλει στη σκιά, να υποβαθμίσει -μια και δεν μπορεί εντελώς να τις κρύψει- τις βαριές ευθύνες της για τις επανειλημμένες εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές που έχει φέρει και φέρνει η πολιτική της στη χώρα μας, για την κατάντια στην οποία έχει οδηγήσει και κρατά τον τόπο μας.

Από την άλλη, αποδίδοντας τον “επιτυχημένο εθνικό απολογισμό” της στην “εθνική σύμπνοια” επιδιώκει μέσα από την πλήρη παραποίηση των κοινωνικών εξελίξεων στην ελληνική επανάσταση και σ’ όλη τη ζωή του νεοελληνικού κράτους να διαδώσει συμπεράσματα εθνικής ομοψυχίας και ταξικής συνεργασίας που εξυπηρετούν την πολιτική της και να νουθετήσει με αυτά την ελληνική κοινωνία για το μέλλον, με υποδείξεις σαν κι αυτή που διατύπωσε η πρόεδρος της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” στο Μεσολόγγι: “το μάθημα που πρέπει να πάρουμε με αφορμή τα 200 χρόνια” είναι ότι πρέπει να είμαστε “όλοι οι Ελληνες μαζί, ενωμένοι και προσηλωμένοι γιατί υπάρχουν πάρα πολλά που μας ενώνουν και πολύ λίγα που μας χωρίζουν”.

Το “εθνικό αφήγημα” που παρουσιάζουν και το “νόημα” που δίνουν η κυβέρνηση και η Επιτροπή της στον γιορτασμό των 200 χρόνων παραμορφώνουν και αναστρέφουν το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα της Ελληνικής Επανάστασης που συνδέονται άμεσα και με την μετέπειτα πορεία του τότε ιδρυθέντος νεοελληνικού κράτους: Περιορίζουν τον Αγώνα του 1821 για την Ανεξαρτησία στην απαλλαγή από τον οθωμανικό ζυγό, αφήνοντας έξω από αυτόν ή εξωραΐζοντας τον ρόλο των υπόλοιπων μεγάλων δυνάμεων εκείνης της εποχής (που κατείχαν και τμήματα της σημερινής ελληνικής επικράτειας) και την υπόθεση της διαδοχής αυτού του ζυγού από ένα καθεστώς ξενοκρατίας, που επέβαλαν οι μεγάλες Δυνάμεις στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το οποίο ως τις μέρες μας διαιωνίζεται ως ένα καθεστώς εξάρτησης από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που στηρίζεται από και πάνω στην ντόπια μεγαλοαστική τάξη. Υποβαθμίζει, θολώνει και διαστρεβλώνει τον κοινωνικό αγώνα που διεξάχθηκε για την πραγματοποίηση και κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, έναν αγώνα που είχε και την συμπαράταξη κοινωνικών δυνάμεων στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη, αλλά και την αντιπαράθεση, την σύγκρουση και την εμφύλια διαμάχη κοινωνικών δυνάμεων και τάξεων.

Εκείνο που επιχειρείται με αυτή τη νοηματοδότηση της 200ής επετείου του 1821 είναι, πρώτο, να δοθεί μια ιστορική εικόνα που να κρύβει την αλήθεια ότι η ελληνική αστική τάξη άφησε ανεκπλήρωτο και πρόδωσε το μεγάλο σκοπό του Αγώνα του 1821 να αποκτήσει ο ελληνικός λαός ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος. Και, δεύτερο, να απεμποληθεί η ταξική θεώρηση της ελληνικής επανάστασης, με τη συσκότιση του κοινωνικού περιεχομένου της και, ιδιαίτερα, του ρόλου που έπαιξαν οι κοινωνικές τάξεις που συμμετείχαν σε αυτόν τόσο κατά την διάρκειά του όσο και για την κατάληξή του. Είναι μια νοηματοδότηση προσαρμοσμένη στη σύγχρονη πολιτική διαιώνισης της ξένης “προστασίας” και στις σημερινές πολιτικές σκοπιμότητες της μεγαλοαστικής τάξης και της κυβέρνησής της, που θέλουν να πνίξουν την ταξική διάσταση των κοινωνικών εξελίξεων και να τις υποτάξουν στο ιδεολόγημα μιας επίπλαστης “εθνικής ενότητας” που υπηρετεί την πολιτική τους.

♦♦♦

Παρά τα πομπώδη που έχουν λεχθεί για ένα “λαμπρό” γιορτασμό των 200 χρόνων του 2021, που θα ξεκινούσε με την αρχή αυτής της χρονιάς, προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν έχει φανεί. Μέσα σε συνθήκες πανδημίας και οικονομικής καχεξίας οι “δράσεις” της οργανώτριας Επιτροπής υπάρχουν, ως επι το πλείστον, σαν γενικές αναγγελίες και μετατίθενται για αργότερα, με εξαίρεση κάποιες που εντάσσονται στην εμπορευματοποίηση της επετείου και ήδη, προβάλλονται, από τις ιστοσελίδες της Επιτροπής (συλλεκτικά νομίσματα, συλλεκτικά ενθύμια κλπ.). Κατά τα άλλα ο επίσημος γιορτασμός του κράτους για την επέτειο της γέννησής του, οργανώνεται σύμφωνα με το “άψογο” κυβερνητικό νεοφιλελεύθερο πνεύμα, ως …ιδιωτικός γιορτασμός καθώς η λειτουργία και οι δράσεις της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” στηρίζονται σε χορηγίες τραπεζιτών και επιχειρηματιών (η στέγαση της Επιτροπής γίνεται στην εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια του Λάτση, ο ψηφιακός εξοπλισμός παρέχεται απο την εταιρεία του πρώην προέδρου του ΣΕΒ κ.ο.κ.), ενώ η Γ. Αγγελοπούλου χειριζόμενη τον γιορτασμό ως υπόθεση των επιχειρηματιών διαμήνυσε πως “θέλει τους επιχειρηματίες της χώρας δίπλα της, με συμμετοχή στις εκδηλώσεις αλλά και με στήριξη μέσα απο χορηγίες δράσεως”…επειδή “η εμπορική και επιχειρηματική ταξη, παρείχε τη βάση για την οργάνωση, την στοχοπροσήλωση και το ιδεολογικό πλαίσιο του Αγώνα”.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενάμιση χρόνο μετά τη λειτουργία της η Επιτροπή “Ελλάδα 2021” (στην οποία υπήρξαν και κάποια παρατράγουδα καθώς ένα μέλος της παραιτήθηκε “λόγω διαφωνίας” και ένα “εκδιώχθηκε”) δεν έχει παρουσιάσει μια κεντρική διακήρυξη για το γιορτασμό των 200 χρόνων!
Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι δεν προωθεί και θέσεις για τα 200 χρόνια της Επανάστασης με δηλώσεις, τοποθετήσεις, συνεντεύξεις και άρθρα μελών της στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Μέσα από αυτές διαχέεται ευκρινώς και τι νόημα θέλουν να δώσουν στην ελληνική κοινωνία αλλά και διεθνώς για το 1821.

Είναι χαρακτηριστικές οι παρεμβάσεις του “πρώτου στην τάξη” μέλους της Επιτροπής, του Αγγλου ιστορικού, Ρόντρικ Μπίτον, που σε άρθρο του στην “Καθημερινή” πρόβαλε την θέση πως “ η χρονολογία-κλειδί και το κρισιμότερο γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης”, “η αποφασιστική στιγμή” ήταν “στις 3 Φεβρουαρίου 1830, όχι στο πεδίο της μάχης, ούτε καν επί ελληνικού εδάφους, αλλά σε μια τυπική σύσκεψη που έλαβε χώρα στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, στο Whitehall. Την ημέρα εκείνη, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου”.

Σύμφωνα με αυτή τη θέση του μέλους της Επιτροπής για το 1821, το πιο σημαντικό και αποφασιστικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης δεν ήταν το ξεκίνημα του αγώνα της στις αρχές του 1821 ούτε οι ένοπλες ηρωικές μάχες και οι ποταμοί αίματος που έχυσαν επί 9 χρόνια οι αγωνιστές της επανάστασης στα εδάφη τους για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, αλλά η συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων το 1830 στο Λονδίνο. Κατά συνέπεια την ελευθερία τους οι Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δημιουργία νεοελληνικού κράτους, κατα κύριο λόγο, τη χρωστούν στις Μεγάλες Δυνάμεις και όχι στον αγώνα τους!

Πρόκειται για μια προκλητική θέση απαξίωσης της σημασίας και του ρόλου του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 που αποδίδει τιμή όχι σε αυτόν τον ηρωικό αγώνα αλλά, ουσιαστικά, στην “αποφασιστική” και “κρίσιμη” συμφωνία των μεγάλων Δυνάμεων, τις οποίες εμφανίζει ως “απελευθερώτριες” κόντρα στην ιστορική αλήθεια ότι αυτές και αντιτάχθηκαν σε αυτόν τον αγώνα για μεγάλο διάστημα και όταν για τα δικά τους συμφέροντα και καιροσκοπικά διαφοροποίησαν αυτήν την στάση τους, το έκαναν για να θέσουν υπό την εξάρτησή τους το νεοελληνικό κράτος, στο οποίο οδηγούσε αναπόφευκτα και παρά τις βουλές τους ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821. Πρόκειται για την ιστορική άποψη των απολογητών της υποτέλειας στις Μεγάλες Δυνάμεις, στην οποία όπως προκύπτει η κυβέρνηση έδωσε “πρώτη θέση” στην Επιτροπή γιορτασμού των 200 χρόνων της ελληνικής επανάστασης και σκοπεύει να την ενισχύσει ακόμα περισσότερο συμπεριλαμβάνοντας στο σχεδιασμό της και την πρόσκληση να παραβρεθούν στην επίσημη τελετή για τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης, για να τιμηθούν, οι σημερινοί ηγέτες των τότε “προστάτιδων” μεγάλων Δυνάμεων.

Προχωρώντας αυτή τη θέση απαξίωσης του αγώνα των Ελλήνων το 1821, σε άλλη συνέντευξή του ο ίδιος Άγγλος ιστορικός και μέλος της Επιτροπής, φτάνει ως το σημείο να αμφισβητεί την αναγκαιότητα της επανάστασης λέγοντας “Μα έπρεπε να είναι τόσο αιματηρή; Ακούγονταν ακόμα και τότε φωνές που ισχυρίζονταν ότι δεν χρειαζόταν η βία. Η ανάδυση του ελληνικού στοιχείου μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν συνέχιζε ομαλά, σε λίγες δεκαετίες θα έφερνε τη χειραφέτηση με την εξέλιξη, όχι με την επανάσταση (evolution, not revolution). Τέτοιες απόψεις εκφράζουν εξέχοντες πατριώτες του κύρους του Αδ. Κοραή και του Αλ. Μαυροκορδάτου, παρόλο που σιώπησαν από τον καιρό που η ροή των γεγονότων τις καθιστά περιττές”. Στην πραγματικότητα ο Άγγλος ιστορικός υποστηρίζει την άποψη την οποία είχαν Φαναριώτες, που αποτελούσαν την υπαλληλική αριστοκρατία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντιτάσσονταν στο ξεκίνημα της Επανάστασης, μέσα στους οποίους ανήκε και ο αρχηγός του λεγόμενου αγγλικού κόμματος που δημιουργήθηκε κατά την επανάσταση του 1821, συνδεδεμένος με την Αγγλική πολιτική, Αλ. Μαυροκορδάτος.

Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η παρέμβαση άλλου μέλους της Επιτροπής, του Στ. Καλύβα, που έχει στο ενεργητικό του και πονήματα αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της ιστορίας, με αρθρογραφία η οποία, για να στηρίξει την κεντρική προπαγανδιστική θέση του επίσημου γιορτασμού των 200 χρόνων ότι “η ιστορική πορεία δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους” είναι “θετική και επιτυχημένη”, επιτίθεται στην άποψη που μιλά για “υστέρηση” και “εξάρτηση” της χώρας και την θεωρεί ως “μαρξιστική εκδοχή” η οποία “δεν είναι παρά η καινούργια αμφίεση του συρμού με το μεσσιανικό αλλά μάλλον άπιαστο όραμα της κοινωνικής επανάστασης”. Η τοποθέτηση αυτή κάνει ολοφάνερο πως μέσα στους βασικούς στόχους του επίσημου γιορτασμού δεν είναι η ανάδειξη του αληθινού νοήματος του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, αλλά αντίθετα ο ευνουχισμός του για να συγκαλυφθεί η προδοσία του μεγάλου σκοπού αυτού του Αγώνα από την αστικοτσιφλικάδικη και μεγαλοαστική τάξη της χώρας, για να κρυφτεί η συνεχιζόμενη μεγάλη κακοδαιμονία και πηγή δεινών του τόπου μας, το καθεστώς ξένης εξάρτησης, το οποίο εγκαταστάθηκε με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και συνεχίζεται ως σήμερα.

Αν σ’ αυτές τις παρεμβάσεις προσθέσουμε και δηλώσεις σαν την ανιστόρητη της προέδρου της Επιτροπής “Ελλάδα 2021” στα Γιάννενα πως “ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός συνέχισε τη Βυζαντινή παράδοση σε δύσκολους καιρούς” δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς, ποιο πλαίσιο για τον επίσημο γιορτασμό των διακοσίων χρόνων προωθεί η κυβέρνηση και η ντόπια μεγαλοαστική ταξη. Ένα πλαίσιο ανασκευής και διαστροφής της αληθινής ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης και των δύο αιώνων του νεοελληνικού κράτους που ενταφιάζει το επαναστατικό περιεχόμενο του 1821, πρώτα απ’ όλα το μεγάλο και άλυτο λαϊκό αίτημα της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, αλλά και το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, ποια είναι η θέση του ελληνικού λαού στις τύχες αυτής της χώρας, που είναι αλληλένδετο με την κατάκτηση αυτού του αιτήματος.

♦♦♦

Αυτά τα μεγάλα ζητήματα είναι εκτοπισμένα από τον επίσημο γιορτασμό των 200 χρόνων. Αντίθετα, η Επιτροπή που τον διοργανώνει στον “άξονα της δράσης” της για “την Ελλάδα του μέλλοντος”, το μέλλον αποτυπώνεται σε αναμασήματα της κυβερνητικής πολιτικής για την “κλιματική αλλαγή” την “4η βιομηχανική επανάσταση”, τη “βιώσιμη αναπτυξη”, την …“εξερεύνηση του διαστήματος”, όπως ακριβώς τα διατύπωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης στην ομιλία του κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών της Επιτροπής «Ελλάδα 2021” στη Βουλή, όπου πρόβαλε το προκλητικά υπερφίαλο και ξεδιάντροπα υποτιμητικό για το 1821 σύνθημα “τότε ήταν η γέννηση, σήμερα η αναγέννηση”(!) για να πει πως …«αν το 1821 ήταν η εκκίνηση, το 2021 είναι ένας κομβικός σταθμός στον δρόμο για την 4η βιομηχανική επανάσταση, την τεχνητή νοημοσύνη και των στοιχημάτων που προβάλλονται μπροστά μας».

Στην πραγματικότητα η Επιτροπή “Ελλάδα 2021” οργανώνει ένα επίσημο γιορτασμό για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, που έχει σκοπό όχι να αποδώσει την τιμή και το νόημα που πρέπει σε αυτή τη λαμπρή επέτειο, αλλά να λειτουργήσει σαν αβανταδόρος της κυβερνητικής πολιτικής. Τόσο απροκάλυπτα, μάλιστα, που το μήνυμά της για την 25η Μαρτίου του 2020 ήταν έκκληση προς τους Έλληνες πολίτες “ να αποδεχτούν με υπομονή τον περιορισμό βασικών ελευθεριών” και να “προσφέρουν “εθελοντική εργασία” στο υπουργείο Υγείας…