Την 1η Ιουλίου 2021 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΚίνας. Αν και η κυρίαρχη σήμερα ρεβιζιονιστική κλίκα καπηλεύεται την ιστορική επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, η επέτειος αυτή δεν τους ανήκει, ανήκει στον κινέζικο λαό, στους επαναστάτες κομμουνιστές και στους αγωνιζόμενους λαούς σε όλο τον κόσμο.

Πράγματι, την επέτειο αυτή γιόρτασε με επιδεικτική λαμπρότητα το κινεζικό καθεστώς, ενώ ο πρόεδρος της ΛΔ της Κίνας Σι Τζινπίνγκ εκφώνησε πανηγυρική ομιλία στην πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου, με φόντο την τεράστια φωτογραφία του Μάο Τσε Τουνγκ, παρουσία 70.000 θεατών.
Ανεξάρτητα από τη σημερινή κατάληξη του ΚΚΚίνας, η ίδρυση του ΚΚΚίνας πριν από 100 χρόνια αποτέλεσε ένα παγκόσμιας σημασίας ιστορικό γεγονός για την Κίνα και τον κόσμο, για το κομμουνιστικό και το ευρύτερο επαναστατικό κίνημα. Συνδέεται αναπόσπαστα με τον ένδοξο και νικηφόρο αγώνα του κινεζικού λαού κάτω από την ηγεσία του Μάο, ενάντια στο ντόπιο αντιδραστικό καθεστώς, στην ιαπωνική κατοχή, τον ιμπεριαλισμό καθώς και με την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας στη μεγαλύτερη από άποψη πληθυσμού χώρα του κόσμου.

Συνδέεται με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με την υπέρασπιση, ανάπτυξη και δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού-λενινισμού, με τον θυελλώδη αντιρεβιζιονιστικό αγώνα και την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική παλινόρθωση, με τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση, που άνοιξε νέους δρόμους και άφησε σημαντικότατες πολιτικές και ιδεολογικές παρακαταθήκες, ειδικά για τη συνέχιση της ταξικής πάλης κάτω από τις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Αυτή η κοσμοϊστορική συμβολή του ΚΚΚίνας, στον ασίγαστο λαϊκό επαναστατικό αγώνα, σε καμία περίπτωση δεν αναιρείται από την αναρρίχηση και την τελική επικράτηση των αντεπαναστατικών ρεβιζιονιστικών κλικών στην ηγεσία του κόμματος και του κράτους και την πλήρη αλλοίωση του προλεταριακού χαρακτήρα τους, όπως συμβαίνει στην σημερινή εποχή.

Αυτό το τεράστιο κύρος που έχει το κόμμα μέσα στις εργαζόμενες μάζες της Κίνας και την πολυσήμαντη επαναστατική κληρονομιά του, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν και να καπηλευτούν οι Κινέζοι ρεβιζιονιστές ώστε να προωθήσουν τα ιδιαίτερα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της αστικής τάξης που εκπροσωπούν εντός και εκτός Κίνας.
Γι’ αυτό εξάλλου ο Κινέζος πρόεδρος ανάλωσε σημαντικό τμήμα της ομιλίας του στην παρουσίαση των επαναστατικών επιτυχιών του κόμματος και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, επιδιώκοντας απ’ τη μια να τις καπηλευτεί και από την άλλη να τις χρησιμοποιήσει ως άλλοθι για την «μεταρρύθμιση, το άνοιγμα και τον σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό» που επιδιώκει το καθεστώς με σκοπό την «εθνική αναγέννηση» του κινεζικού έθνους. Έτσι χαρακτηρίζεται η μεγαλοκρατική πολιτική του κινέζικου καθεστώτος την οποίο προωθεί η «σκέψη του Σι Τζινπίνγκ». Βάφτισε τον αχαλίνωτο καπιταλισμό που εφαρμόζει σε «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά» που οδηγεί τον κινέζικο λαό στην «απελευθέρωση του μυαλού και την φυγή προς εμπρός» η οποία επέφερε «μια μείζονα στροφή με εκτεταμένη σημασία στην ιστορία του κόμματος από τη στιγμή της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας».

Σε μια αποθέωση της αντιδραστικής θεωρίας των «παραγωγικών δυνάμεων» ο Σι Τζινπίνγκ τόνισε πως αυτή η στροφή «επέτρεψε στην Κίνα να μετασχηματίσει τον εαυτό της από μια εξαιρετικά συγκεντρωτικά σχεδιοποιημένη οικονομία σε μια σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς γεμάτη ζωντάνια και από μια χώρα που ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένη σε μια χώρα που είναι ανοικτή στον έξω κόσμο σε όλους τους τομείς. Επέτρεψε επίσης στην Κίνα να επιτύχει το ιστορικό άλμα από μια χώρα με σχετικά καθυστερημένες παραγωγικές δυνάμεις στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου».
Στην ομιλία του δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στον προλεταριακό χαρακτήρα του κόμματος ή στην κοινωνική διαστρωμάτωση της κινεζικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά δεν εφείδετο σε αναφορές στο κινεζικό έθνος, στον κινεζικό λαό και στην «ενότητά τους», παραπέμποντας ευθέως στη θεωρία για το «κόμμα και το κράτος όλου του λαού» που λάνσαραν πρώτοι οι σοβιετικοί ρεβιζιονιστές, στο περίφημο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και καταπολέμησε ο Μάο.

Σε αυτό το πλαίσιο και για να ξεπλύνει τον καπιταλιστικό κατήφορο της κινέζικης ηγεσίας επιδίωξε να συνδέσει με μια κοινή γραμμή την επαναστατική περίοδο του κόμματος με την περίοδο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και την μετατροπή της σοσιαλιστική Κίνας σε μεγαλοκρατική ιμπεριαλιστική δύναμη.
«Οι Κινέζοι Κομμουνιστές, με κύριους εκπροσώπους τους τούς συντρόφους Μάο Τσετούνγκ, Ντενγκ Σιαοπίνγκ, Τζιάνγκ Ζεμίν και Χου Τζιντάο έχουν τεράστια και ιστορική συνεισφορά στην αναγέννηση του κινεζικού έθνους» ανέφερε στην ομιλία του, θέλοντας να εξομοιώσει τον επαναστάτη κομμουνιστή Μάο με τους ρεβιζιονιστές επιγόνους του, διαστρεβλώνοντας πλήρως όλη την ιστορική παρακαταθήκη του.
Πέρα από τις ιστορικές αναφορές και τις «σοσιαλιστικές» δημαγωγίες, ο Κινέζος πρόεδρος αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στην τρέχουσα συγκυρία και στις επιδιώξεις του κινέζικου ιμπεριαλισμού στη διεκδίκηση της παγκόσμιας ηγεμονίας.

Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα ασφάλειας και άμυνας τονίζοντας τον ιδιαίτερο ρόλο των ενόπλων δυνάμεων και το αναγκαίο εκσυγχρονισμό τους. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον σημαντικό ρόλο του κόμματος, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την απρόσκοπτη πορεία στο μέλλον, καθώς και στην αναγκαιότητα υπεράσπισης της «συγκεντρωτικής ενοποιημένης ηγεσίας» του, κόβοντας οποιαδήποτε κουβέντα για πολιτική αλλαγή και αντιστοίχιση του πολιτικού συστήματος με την καπιταλιστική παραγωγική βάση…
Έστειλε σαφή μηνύματα στους παγκόσμιους ανταγωνιστές για το δρόμο χωρίς επιστροφή που έχει ακολουθήσει ο ασιατικός γίγαντας και την αναπόφευκτη τροποποίηση των παγκόσμιων συσχετισμών δύναμης σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. «Το Κόμμα και ο κινεζικός λαός έχουν δείξει στον κόσμο ότι το κινεζικό έθνος έχει επιτύχει τον τεράστιο μετασχηματισμό από το να στέκεται όρθιο και να αυξάνει την ευημερία στο να γίνεται ισχυρό, και ότι η εθνική αναγέννηση της Κίνας έχει γίνει ιστορικά αναπόφευκτη» δήλωσε.

Τρίζοντας τα δόντια σε όσους επιβουλεύονται τα συμφέροντα της Κίνας επισήμανε ότι η χώρα του δεν θα δεχτεί «το φαρισαϊκό κήρυγμα όσων πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να μας κάνουν μαθήματα» και ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ σε ξένες δυνάμεις «να την εκφοβίσουν ή να την υποτάξουν (…) Όποιος προσπαθήσει να το πράξει, θα σπάσει το κεφάλι του στο μεγάλο, ατσάλινο τείχος που δημιούργησαν 1,4 δισεκατομμύρια Κινέζοι».
Αποτυπώνοντας την αυτοπεποίθηση με την οποία ο κινεζικός ιμπεριαλισμός κατέρχεται στο στίβο του ανταγωνισμού τόσο σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη όσο και σε θέματα ασφαλείας, σε ένα περιβάλλον έντονης ρευστότητας, ο Κινέζος πρόεδρος μίλησε περί «μιας ολιστικής προσέγγισης για την εθνική ασφάλεια, που θα ισορροπεί μεταξύ των επιταγών της ανάπτυξης και της ασφάλειας, θα εφαρμόζει στρατηγική εθνικής αναγέννησης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο με αλλαγές που σημειώνονται μόνο μια φορά τον αιώνα».

Απέναντι στις επιθετικές ενέργειες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, εμφάνισε την Κίνα ως ήρεμη και αξιόπιστη δύναμη που έχει στόχο να χρησιμοποιήσει τα «νέα αναπτυξιακά επιτεύγματά της» για να προσφέρει «νέες ευκαιρίες στον κόσμο». Τόνισε δε την αφοσίωση του Πεκίνου «σε μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική για την ειρήνη» και σε «ένα νέο είδος διεθνών σχέσεων», επιδιώκοντας να βάλει σφήνες στον αντικινεζικό άξονα που επιδιώκει να συγκροτήσει η νέα αμερικανική ηγεσία.
Δεν παρέλειψε βέβαια να στείλει απευθείας μηνύματα στις ΗΠΑ λέγοντας πως «θα εναντιωθούμε στην ηγεμονία και στα παιχνίδια ισχύος» καλώντας το λαό στην «ισχυρότερη επαγρύπνηση» για «πιθανό κίνδυνο ακόμα και σε καιρούς ηρεμίας».

Σε μια τέτοια ομιλία ο Κινέζος πρόεδρος δεν θα ήταν δυνατό να μην αναφερθεί αναλυτικά στα φλέγοντα πεδία αντιπαράθεσης με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, όπως είναι το Χονγκ Κονγκ και η Ταϊβάν. Ειδικά για την τελευταία εξέφρασε την στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας του καλώντας «όλους τους γιους και τις κόρες της Κίνας (…) να εργαστούν από κοινού και να προχωρήσουν με αλληλεγγύη, καταστέλλοντας με αποφασιστικότητα οποι­αδήποτε συνωμοσία για την “ανεξαρτησία της Ταϊβάν”».