«Μία συνεχής σειρά από νίκες ενάντια σε μια συνεχή σειρά κολοσσιαίων δυσκολιών», αυτή ήταν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα η συγκλονιστική πορεία του σοβιετικού κράτους της διχτατορίας του προλεταριάτου που εγκαθίδρυσε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το πρώτο στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος έγινε φάρος για τις εργαζόμενες μάζες της υφηλίου, ένα ανοιχτό παγκόσμιο βήμα των καταπιεζομένων τάξεων: «Ζήτημα είναι αν μπορεί κανείς να αμφιβάλει, ότι η καταστροφή αυτού του βήματος, θα σκέπαζε για πολύν καιρό την κοινωνική και πολιτική ζωή των “προηγμένων” χωρών με τα σκοτάδια μιας αχαλίνωτης μαύρης αντίδρασης», παρατηρούσε (στα «Δεκάχρονα του Οκτώβρη») ο Στάλιν. Μια τέτοια καταστροφή, που θα προκαλέσει την άγρια χαρά όλης της αντίδρασης, έμελλε να δρομολογηθεί στα κατοπινά, μετά τον θάνατο του Στάλιν, χρόνια. Δεν θα προέλθει από τις ένοπλες στρατιωτικές επιθέσεις του ιμπεριαλισμού, που στο παρελθόν χάρη στις ηρωικές προσπάθειες και τις αμέτρητες θυσίες του σοβιετικού λαού είχαν κατανικηθεί, αλλά από την αναρρίχηση και την εδραίωση σταδιακά των οππορτουνιστών – ρεβιζιονιστών στην εξουσία. Την αρχή του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης θα σηματοδοτήσει το κακόφημο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, κανοναρχώντας μέσα από διαδοχικές φάσεις μια οικτρή αντισοβιετική αντεπαναστατική πορεία κατεδάφισης του σοσιαλισμού, παλινόρθωσης του καπιταλισμού, αποσύνθεσης και διάλυσης τελικά της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης, κάτω από τους ενθουσιαστικούς αλαλαγμούς του διεθνούς κεφαλαίου.
Ο Στάλιν, για το έργο του οποίου έκαναν πάντα μια υψηλή εκτίμηση οι μαρξιστές – λενινιστές, πέθανε τον Μάρτη του 1953, αφού είχε επάξια σηκώσει, όσο λίγοι στην ιστορία, τόσο μεγάλο φορτίο για τόσο μεγάλο διάστημα.
Μια ομάδα αποστατών ρεβιζιονιστών, με επικεφαλής τον Χρουστσώφ, αφού προετοίμασε το έδαφος, πρόβαλε ανοιχτά στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, τον Φλεβάρη του 1956, την αντιμαρξιστική – αντιλενινιστική της πλατφόρμα, που συστηματοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε σε ένα γενικό αντεπαναστατικό πρόγραμμα, ως το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1961. Σημαία των οππορτουνιστών – ρεβιζιονιστών έγινε ο αντισταλινισμός και το «ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό με τον κοινοβουλευτικό δρόμο», με άλλα λόγια η αποκήρυξη των διδαγμάτων και του δρόμου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Με πρόσχημα την «πάλη κατά της προσωπολατρίας» οι ρεβιζιονιστές εξαπέλυσαν μια δημόσια συκοφαντική επίθεση ενάντια στον Στάλιν και το επαναστατικό έργο του, παρουσιάζοντας ουσιαστικά τη διχτατορία του προλεταριάτου, που πράγματι υπήρχε στον καιρό του, σαν ένα απάνθρωπο καθεστώς όπου βασίλευε η αδικία, ο φόβος και το έγκλημα, τροφοδοτώντας και ενισχύοντας το αντικομμουνιστικό οπλοστάσιο της διεθνούς αντίδρασης και δυσφημώντας το σοσιαλιστικό σύστημα.
Ο ρεβιζιονισμός είναι μια μορφή αστικής ιδεολογίας. Δρα στο όνομα του μαρξισμού, αλλά σημαίνει την υιοθέτηση θεωρητικά και την εφαρμογή πρακτικά των θέσεων της αστικής τάξης εναντίον του προλεταριάτου.
Το 20ό συνέδριο σήμανε την αναθεώρηση των αρχών του μαρξισμού – λενινισμού, την υιοθέτηση και διάδοση μιας σειράς αντιμαρξιστικών θεωριών που η εφαρμογή τους θα οδηγούσε αναπότρεπτα στην αλλαγή του χαρακτήρα του σοβιετικού κόμματος και του κράτους. Προβάλλοντας τη θεωρία ότι δεν υπάρχουν πια στη Σ.Ε. ούτε τάξεις ούτε ταξική πάλη, οι ρεβιζιονιστές κατάργησαν τη διχτατορία του προλεταριάτου και την αντικατέστησαν με το «παλλαϊκό κράτος». Σε αντιστοιχία με αυτό επέβαλαν πλήρη αλλοίωση στη σύνθεση και τον ταξικό χαρακτήρα του ΚΚΣΕ, και από επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου το μετέτρεψαν σʼ ένα κόμμα διαβρωμένο από την αστική ιδεολογία, όργανο εξυπηρέτησης των αντισοσιαλιστικών σκοπών των αναθεωρητών.
Με τη σειρά πολιτικών μέτρων που πήραν, έδωσαν μια χωρίς προηγούμενο ώθηση στην ανάπτυξη των αστικών στοιχείων και γενικά των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων.
Ο ρεβιζιονισμός άπλωσε την οππορτουνιστική διάβρωση σε όλους τους τομείς, ενίσχυσε τα ερείσματα και διεύρυνε την ίδια την κοινωνική βάση του, εδραιώνοντας την κυριαρχία ενός αστοποιημένου προνομιούχου στρώματος, της νέας αστικής τάξης, στο κόμμα, την κυβέρνηση και τους διάφορους κρατικούς οργανισμούς. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, έγιναν στη Σ.Ε. ουσιαστικές αλλαγές στη βάση και στο εποικοδόμημα. Εξαλείφτηκαν οι βασικές επαναστατικές κατακτήσεις του σοβιετικού λαού, καταργήθηκαν ή παραμορφώθηκαν σε αντισοσιαλιστική κατεύθυνση οι βασικές οικονομικές δομές και οι πολιτικοί θεσμοί του κράτους. Η κυριαρχία του ρεβιζιονισμού άνοιξε το δρόμο στην καπιταλιστική παλινόρθωση, ενώ την οικτρή αυτή εξέλιξη την πρόβαλλαν και την παρουσίαζαν ως ανώτερη διαδικασία για το πέρασμα στον κομμουνισμό.
Όλες οι θεωρίες που διακηρύχτηκαν από τον Χρουστσώφ κι όλη η ουσία της αντιμαρξιστικής – αντιλενινιστικής γραμμής που χάραξε το 20ό συνέδριο, διατηρήθηκαν πλήρως και στη διάρκεια της κατοπινής μπρεζνιεφικής περιόδου. Όχι μόνο διατηρήθηκαν αλλά και βάθυναν προβάλλοντας θεωρίες που, στο όνομα του μαρξισμού – λενινισμού, αναπαρήγαγαν τις νεοαποικιακές θεωρίες του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Για «σοσιαλισμό στα λόγια, μετεξέλιξη του οππορτουνισμού σε ιμπεριαλισμό» έκανε λόγο ο Λένιν, καταγγέλλοντας στον καιρό του τους αποστάτες της Β’ Διεθνούς. Ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός θα μετεξελιχθεί, όμοια, σε σοσιαλιμπεριαλισμό, και στα μπρεζνιεφικά χρόνια η διεθνής επεμβατική πολιτική του θα γίνει χαρακτηριστικό του γνώρισμα, μεγαλώνοντας στην πραγματικότητα την κρίση και τα αδιέξοδα του ρεβιζιονισμού.
Στη μπρεζνιεφική περίοδο εδραιώθηκε παραπέρα η κυριαρχία της νέας αστικής τάξης, του αστοποιημένου «ανώτερου στρώματος» της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, των κατοπινών «ολιγαρχών» και όλων των κλικών των προνομιούχων και διεφθαρμένων παλιών και νέων αστικών στοιχείων, που τότε ετοίμαζαν το επόμενο βήμα… Το βήμα αυτό θα γίνει στα χρόνια της γκορμπατσοφικής περεστρόικα, που θα παλινορθώσει και τυπικά τον καπιταλισμό, ολοκληρώνοντας το αντεπαναστατικό έργο του σοβιετικού ρεβιζιονισμού. Η Σοβιετική Ένωση θα αποσυντεθεί και θα διαλυθεί και ο ρεβιζιονιστικός ψευδοκομμουνισμός των Χρουστσώφ – Μπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ, θα μετασχηματιστεί σε απροκάλυπτο και ωμό αντικομμουνισμό.
Οι ρεβιζιονιστές προσπάθησαν από την αρχή να επιβάλουν σʼ όλο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα την αντεπαναστατική γραμμή τους. Καταπάτησαν τα δικαιώματα των σοσιαλιστικών χωρών και την ανεξαρτησία των κομμουνιστικών κομμάτων, πέρασαν το χαλινάρι τους στις περισσότερες χώρες της Αν. Ευρώπης και κατέφυγαν σε απροκάλυπτες επεμβάσεις και σε κάθε είδους μηχανορραφίες για την ανατροπή νόμιμων καθοδηγήσεων κομμάτων και κυβερνήσεων. Αυτό ακριβώς έκαναν με την επέμβασή τους, πρώτα – πρώτα, εναντίον του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Απέναντι στον σοβιετικό ρεβιζιονισμό και σε αντιστοιχία με την πορεία ανάπτυξης και εμβάθυνσής του, υψώθηκε αναπόφευκτα ο αγώνας των επαναστατών κομμουνιστών. Θα ξεκινήσει δημόσια στη δεκαετία του ʼ60 ο μεγάλος διεθνής αντιρεβιζιονιστικός αγώνας και στην πορεία του, σε ανοιχτή ρήξη με τον ρεβιζιονισμό στο διεθνές αλλά και στο εθνικό επίπεδο των διαφόρων χωρών, θα γεννηθεί το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα.
Αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής του ιστορικού αγώνα ενάντια στον ρεβιζιονισμό και την καπιταλιστική παλινόρθωση στάθηκε ο Μάο Τσετούνγκ. Σύμφωνα με την περιεκτική, όσο και βαθύτατη σε περιεχόμενο, διατύπωσή του «Ο ρεβιζιονισμός στην εξουσία είναι η αστική τάξη στην εξουσία».

Η 6η Ολομέλεια, ο ρεβιζιονισμός και η αντίσταση των κομμουνιστών

Όπως σε κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός, έτσι και στα πολιτικά χρονικά του ΚΚΕ, υπάρχει μία ημερομηνία – σταθμός. Η στροφή και η μετάλλαξή του σε ένα ρεβιζιονιστικό κόμμα ξεκινά με την αντικομματική εξέγερση και το πογκρόμ της Τασκένδης που οργάνωσαν και καθοδήγησαν οι χρουστσωφικοί ρεβιζιονιστές, τον Σεπτέμβρη 1955, και ολοκληρώνεται με την «6η πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ». Λίγο μετά το αντεπαναστατικό 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, πραγματοποιείται, στις αρχές του Μάρτη 1956, μια πραξικοπηματική επέμβαση στο εσωτερικό του ΚΚΕ, που εκφράστηκε με την καθαίρεση της νόμιμης ηγεσίας του, και την οργάνωση μιας παρασυναγωγής, της διαβόητης 6ης ολομέλειας, κάτω από την υψηλή εποπτεία του εκπροσώπου του ΚΚΣΕ, Κουουζίνεν. Σκοπός της ήταν να επιβληθεί στο ΚΚΕ η «στροφή» και το «νέο πνεύμα», δηλαδή η ρεβιζιονιστική γραμμή του 20ού Συνεδρίου και να επιβληθεί μια καθοδήγηση υπάκουη στη χρουστσωφική κλίκα. Αυτό και έγινε. Έτσι η διορισμένη καθοδηγητική κλίκα των Κολιγιάννη – Παρτσαλίδη με τη ρεβιζιονιστική γραμμή που επεξεργάστηκε και την πλατφόρμα που πρόβαλε, προσπάθησε να μετατρέψει το ΚΚΕ από κόμμα της προλεταριακής επανάστασης σε κόμμα της «εθνικοδημοκρατικής αλλαγής» και ύστερα, μέσα από διάφορες θεωρίες για «βαθμιαίο ξήλωμα της αμερικανοκρατίας», έφτασε στην ουσιαστική άρνηση του αντιαμερικάνικου – αντινατοϊκού – αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και προσανατόλισε το λαϊκό κίνημα στην επιδίωξη μιας «δημοκρατικο­ποίησης» του συστήματος της υποτέλειας.
Οι ρεβιζιονιστές πρόβαλαν τη θεωρία του «ειρηνικού κοινοβουλευτικού περάσματος», που σκόρπιζε αυταπάτες, αφόπλιζε τις λαϊκές δυνάμεις, έσπερνε τον λεγκαλισμό και το πνεύμα της προσαρμογής στην αστική νομιμότητα.
Οι ρεβιζιονιστές συντονίστηκαν με την αντισταλινική – αντισοσιαλιστική εκστρατεία της κλίκας του Χρουστσώφ. Υιοθέτησαν τις πιο ποταπές συκοφαντίες της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας και θέλησαν να εμφανίσουν το παρελθόν της ΕΣΣΔ σα μια σκοτεινή περίοδο, γεμάτη λάθη, παραβιάσεις αρχών και τρομερά μαζικά εγκλήματα. Με τον ίδιο τρόπο επεχείρησαν να αμαυρώσουν και να δυσφημήσουν το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Καταδίκασαν τον ηρωικό ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ και ξεσήκωσαν μια μανιασμένη καμπάνια για τα «λάθη» του ΚΚΕ.
Χιλιάδες κομμουνιστές πολιτικοί πρόσφυγες που ζούσαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι πιο μεγάλες οργανώσεις του ΚΚΕ, όπως της Τασκένδης στη Σοβιετική Ένωση και της Τσεχοσλοβακίας, αρνήθηκαν να υποταχθούν στις «αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας», ενώ μαζική και ενεργητική ήταν η αντίσταση των κομμουνιστών, μελών του ΚΚΕ και σε άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Παράλληλα στην Ελλάδα, σʼ όλους τους χώρους όπου δρούσαν κομμουνιστές, στην εξορία, στις φυλακές και την ΕΔΑ, υψώθηκε ένα κύμα πολιτικής διαμαρτυρίας ενάντια στο «νέο πνεύμα» που ξερίζωνε την επαναστατική καρδιά του ΚΚΕ, και βαθμιαία ξεδιπλώθηκε ένας οξύς και παρατεταμένος ιδεολογικός αγώνας, που κάλυψε τα πιο βασικά προβλήματα του δικού μας και του παγκόσμιου κινήματος.
Την ίδια ώρα που μιλούσαν οι ρεβιζιονιστές για το «νέο», δημοκρατικό υποτίθεται πνεύμα, διέγραφαν παράνομα χιλιάδες κομμουνιστές στην προσφυγιά επειδή αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα και σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης εξαπέλυσαν κάθε είδους διώξεις ενάντια στους κομμουνιστές που παρέμειναν πιστοί στην επαναστατική κατεύθυνση.
Ύστερα από το πραξικόπημα της 6ης Ολομέλειας οι ρεβιζιονιστές εξαπέλυσαν μια συκοφαντική επίθεση ενάντια στον Ν. Ζαχαριάδη. Στόχος αυτής της επίθεσης δεν ήταν η «αποκάλυψη και διόρθωση των λαθών», όπως υποκριτικά υποστήριζαν, αλλά το χτύπημα του επαναστατικού πνεύματος, που εξακολουθούσε να εκφράζει το ΚΚΕ με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη, ως τον Μάρτη του 1956.
Παρά τα σοβαρά λάθη που διέπραξε ο Ν. Ζαχαριάδης, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στην προετοιμασία, οργάνωση και διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα 1946-1949, δεν έπαψε να είναι ένας επαναστάτης ηγέτης. Και γιʼ αυτό, έγινε στόχος των σοβιετικών ρεβιζιονιστών, που πραξικοπηματικά τον ανέτρεψαν και τον διέγραψαν από την ηγεσία του ΚΚΕ, και με μέτρα κατασταλτικά τον απομόνωσαν από το κόμμα του και από τους κομμουνιστές της Ελλάδας, τον υπέβαλαν σε διωγμούς και τελικά, για να τον εξοντώσουν, τον εξόρισαν στα βάθη της Σιβηρίας, όπου και πέθανε κάτω από αφάνταστες στερήσεις και κακουχίες. Δώδεκα χρόνια μετά την «6η Ολομέλεια» του ʼ56, η κλίκα των Κολιγιάννη – Παρτσαλίδη διασπάται σε δύο κόμματα (12η Ολομέλεια του 1968) που απηχούν το Μπρεζνιεφικό και το Ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, αφού είχαν επιτελέσει τη «βρώμικη δουλειά», δηλαδή την καταστροφή και τη μετάλλαξη του επαναστατικού ΚΚΕ σʼ έναν σαπισμένο οργανισμό, ανίκανο να εμπνεύσει και να οργανώσει τη λαϊκή πάλη.
Το ένα ρεύμα του ρεβιζιονισμού, αφού μεταλλάχθηκε πλήρως σε ένα αποκομμουνιστικοποιημένο, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, έγινε επί τεσσερισήμισι χρόνια κυβέρνηση, υπηρετώντας πιστά τον ιμπεριαλισμό και την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία.
Το άλλο ρεύμα, κράτησε από το επαναστατικό ΚΚΕ τις σημαίες και τα σύμβολα, χωρίς ίχνος όμως κομμουνιστικής πολιτικής. Η ιδεολογικοπολιτική γραμμή που τώρα προβάλλει αναπτύχθηκε σταδιακά στη δεκαετία του ʼ90, ύστερα από την παταγώδη χρεωκοπία του ρεβιζιονισμού και της γκορμπατσοφικής περεστρόικα, που τόσο εξύμνησαν, και πήρε την πιο ολοκληρωμένη της μορφή στα τελευταία συνέδρια του ΚΚΕ από το 18ο ως το 21ο. Μια πλατφόρμα που σηματοδοτεί το πέρασμα του ΚΚΕ από τον δεξιό στον «αριστερό» οππορτουνισμό – ρεβιζιονισμό.
Μη μπορώντας και μη θέλοντας να δώσουν απαντήσεις στο κεφαλαιώδες για το κίνημα ζήτημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η γραμμή που τώρα προβάλλουν αποτελεί νεκρανάσταση των τροτσκιστικών αντιλήψεων σε σύμπλεξη με παγιωμένα σχήματα του ρεφορμισμού και με διάφορες άλλες ιδέες παλιών και νέων αντιλενινιστικών ρευμάτων.
Διαστρεβλώνουν κατάφωρα τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, ενώ, στο ίδιο πλαίσιο που όψιμα κατασκεύασαν, θεωρούν την Ελλάδα «ιμπεριαλισμό», και αρνούνται και αποδοκιμάζουν τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Αρνούνται και απορρίπτουν από αντιλενινιστικές θέσεις το πρόγραμμα του 6ου συνεδρίου της ΚΔ το 1928, και διατείνονται ότι «κόστισε πολύ» γιατί, κατά τη γνώμη των καθοδηγητών του ΚΚΕ, ήταν σε ασυμφωνία με τον «χαρακτήρα της εποχής». Επειδή, όπως λένε, δεν επεξεργάστηκε μια και μοναδική «στρατηγική» (δηλ. άμεσα, σοσιαλιστική επανάσταση παντού, σʼ οποιαδήποτε χώρα ή περιοχή του πλανήτη είτε πρόκειται για καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες είτε για αποικίες, μισοαποικίες ή εξαρτημένες χώρες), αλλά επεξεργάστηκε «διαφορετικές στρατηγικές ανά­λογα με τον βαθμό ανάπτυξης του καπιταλισμού και τη θέση της χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα».
Αρνούνται και απορρίπτουν σαν λαθεμένες τις Αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της Κ.Δ. το 1935 και τη γραμμή για τα λαϊκά και αντιφασιστικά μέτωπα. Θεωρούν την αυτοδιάλυση της Κ.Δ. ως έναν «βασικό παράγοντα» που συνέτεινε «στην ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη». Απορρίπτουν τις θέσεις του Στάλιν για τον χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ έφτασαν στο αξιοθρήνητο σημείο να αποδοκιμάζουν από καθαρά τροτσκιστικές θέσεις ακόμα και το ιστορικό ανοιχτό γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη προς τον ελληνικό λαό, της 31ης Οκτωβρίου 1940.
Με δύο λόγια απορρίπτουν αναδρομικά, όλη την κληρονομιά της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αναθεωρούν, παραποιούν και αποδοκιμάζουν σαν λάθος όλη τη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος από γεννήσεώς του και αποκηρύσσουν τα συνθήματα και την πάλη των κομμουνιστών για Ειρήνη, Δημοκρατία και Εθνική Ανεξαρτησία, γιατί μια τέτοια πάλη θεωρούν ότι έθετε και θέτει την εργατική τάξη κάτω από «ξένη σημαία»! Η πολιτική του ΚΚΕ μπορεί να άλλαξε τώρα προβιά και να πέρασε από τις θέσεις του δεξιού στις θέσεις του «αριστερού» οππορτουνισμού – ρεβιζιονισμού. Αλλά αν και προβάλλει πλέον απογειωμένες από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα ψευτοθεωρίες, δεν εννοεί με τίποτε να σηκωθεί πάνω απʼ το οππορτουνιστικό τέλμα στο οποίο εκτράφηκε και γαλουχήθηκε μετά το ʼ56. Μη μπορώντας να εξαφανίσουν τα βουερά τεκμήρια της ιστορίας, οι καθοδηγητές του ΚΚΕ έχουν κάνει κάθε τι για να συσκοτίσουν και υποβαθμίσουν την πραγματική σημασία της αναρρίχησης και κυριαρχίας του ρεβιζιονισμού στο ΚΚΣΕ (με το 20ό συνέδριο) και στο ελληνικό κίνημα (με την «6η Ολομέλεια»), εντάσσοντας για το σκοπό αυτό την τωρινή κριτική τους για την «οππορτουνιστική στροφή» του 20ού συνεδρίου, σʼ ένα προκατασκευασμένο πλαίσιο εξωφρενικής λαθολογίας για όλο το παρελθόν, διαστρέβλωσης και αναθεώρησης όλης της επαναστατικής ιστορίας από καταβολής του διεθνούς και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Όμοια εξωραΐζουν προκλητικά και παρουσιάζουν λίγο – πολύ σαν φυσιολογικό γεγονός τη διεθνή «παρέμβαση» (και όχι … επέμβαση όπως οι ίδιοι σπεύδουν να διευκρινίσουν) που οργάνωσε την πραξικοπηματική «6η Ολομέλεια», καλύπτοντας και φροντίζοντας να πέσουν στα μαλακά οι υπεύθυνοι και να σκεπαστούν τα πραγματικά έργα τους εναντίον του κινήματος.
Ενώ αμετανόητα, εξακολουθούν να αναμασούν το χρουστσωφικό και μπρεζνιεφικό κατηγορητήριο εναντίον του Μάο Τσετούνγκ, κριτικάροντας τώρα (απʼ τα «αριστερά») σαν μικροαστική και εθνικιστική παρέκκλιση τη γραμμή του Μάο και του «μαοϊκού ρεύματος».