Στα 1986, κι ενώ η Χιλή στενάζει κάτω από τη μπότα του Αουγούστο Πινοσέτ, μια νυχτερινή επιδρομή της αστυνομίας φέρνει κοντά τον Κάρλος, νεαρό Μεξικανό επαναστάτη, και τον/την Λόκα, έναν απολίτικο μεσόκοπο Χιλιανό τρανς, ο οποίος συγκινείται ολοφάνερα από τη νιότη και την ομορφιά του μεξικανού.
Ο πρώτος βλέπει σ’ αυτή τη συνάντηση μια δυνατότητα συγκάλυψης των ανατρεπτικών σχεδίων της επαναστατικής ομάδας στην οποία συμμετέχει, και σύντομα ο Λόκα θα κληθεί να φιλοξενήσει στο φτωχικό του κούτες με δήθεν απαγορευμένα βιβλία, που κρύβουν όπλα και πυρομαχικά.
Η εξέλιξη της σχέσης επιφυλάσσει ανατροπές και για τους δύο: Ο χωρίς αντίκρισμα έρωτας του Λόκα για τον Κάρλος γίνεται αφορμή ν’ αντιμετωπίσει διαφορετικά τη χουντική καταστολή, ενώ για τον Κάρλος θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να “χρησιμοποιεί” τον Λόκα για την εκπλήρωση των επαναστατικών σχεδίων του.

Η τέχνη αγαπάει τη σύζευξη του έρωτα με την επανάσταση. Όχι μόνο γιατί τόσο η επανάσταση όσο κι ο έρωτας απαιτούν αίσθημα και φλόγα, αλλά και για τις υπερβάσεις που συνεπάγονται.
Και το στοίχημα που κερδίζει ο Ροδρίγο Σεπούλβεδα, είναι ότι καταφέρνει να φωτίσει πειστικά και με επάρκεια τις δύο όψεις του νομίσματος, αλλά και τη δυναμική μιας φαινομενικά αδύνατης αλληλεπίδρασης. Στην περίπτωση του Λόκα, ο έρωτας είναι το φυτίλι που πυροδοτεί τη ναρκωμένη κοινωνική του συνείδηση, οδηγώντας τα βήματά του πλάι στους εξεγερμένους διαδηλωτές του Σαντιάγο, όπου θα υψώσει το μπόι του όπως δεν το είχε κάνει ποτέ πριν. Ο δε περιχαρακωμένος Κάρλος θ’ ανασύρει τραυματικές εμπειρίες και συναισθήματα, και θα σκύψει στα αλλότρια πάθη και τον αλλότριο πόνο, κατανοώντας πως «τίποτα ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο», όπως σημείωνε 160 χρόνια νωρίτερα ο Καρλ Μαρξ.

Ο Σεπούλβεδα ανασυνθέτει το μυθιστόρημα του ακτιβιστή τρανς Πέδρο Λεμεμπέλ, συμπλέκοντας με αξιοθαύμαστη μαεστρία το ειδικό και το γενικό, τα μικρά μεγέθη και τα μεγάλα. Η επιτυχία ωστόσο του εγχειρήματος σφραγίζεται από την ανεπανάληπτη ερμηνεία του Χιλιανού Αλφρέντο Κάστρο, ο οποίος περνάει από την επιδεικτική φρενίτιδα στη μελαγχολική σιωπή μέσα από μια δίχως όρια γκάμα λεπτών αποχρώσεων, που σπάνια απολαμβάνουμε στη μεγάλη οθόνη. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει και η εξαιρετική δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Σέρτζιο Άρμστρονγκ.

Σε συνέντευξή του σε χιλιάνικο κινηματογραφικό περιοδικό λίγο πριν την έναρξη του φεστιβάλ Βενετίας το 2020, ο Χιλιανός σκηνοθέτης είπε, μεταξύ άλλων: «Το “Τρυφερέ μου ταυρομάχε” υπήρξε σημαντικό για μένα, γιατί προέκυψε σε μια περίοδο μεγαλύτερης προσωπικής ωριμότητας, σε μια περίοδο που επιδιώκω να κάνω πιο στιβαρές ταινίες, όπου αναμειγνύεται καθαρά το κοινωνικό με το προσωπικό. Το σινεμά που έκανα παλιότερα ήταν πιο “στενό”, πιο προσωπικό, ενώ εδώ η μουσική, η πολιτική, το κοινωνικό και το προσωπικό συναντιούνται. […] Ο οπτικοακουστικός τομέας κι οι εργαζόμενοι στο θέατρο και τον κινηματογράφο στην παρούσα φάση στη Χιλή, περνούν πιθανότατα μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις. […] Έτσι λοιπόν με το τρέιλερ ήδη ακόμα της ταινίας συναντήσαμε εξαιρετικές αντιδράσεις. […] Ήταν σχεδόν σαν μια πολιτική χειρονομία νέων διαστάσεων. Κυκλοφόρησε το τρέιλερ κι από τη μια στιγμή στην άλλη μετασχηματίστηκε σε κάτι άλλο, σε μια χειρονομία παρουσίας, μια επιβεβαίωση ότι συνεχίζουμε ν’ αποτελούμε μια συλλογικότητα εργαζομένων που αρνούνται να χαθούν. […] Η διασκευή του βιβλίου ήταν μια πολύ μοναχική διεργασία […], διάρκειας πολλών μηνών. […] Και κάποια στιγμή έφτασα στην επίγνωση ότι “αυτή είναι μια διασκευή, το μυθιστόρημα είναι αυτό που είναι, κι η ταινία είναι κάτι άλλο”. Κι από τη στιγμή που ένιωσα αυτήν την ελευθερία, άρχισα να γράφω ήρεμα. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξαν εκδοχές όπου πήγαμε βαθύτερα, πήγα βαθύτερα. Κυρίως με την υπογράμμιση του κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου της δεκαετίας του ’80. […] Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να κεντραριστεί η ταινία στη χρονική περίοδο όπου κινείται το μυθιστόρημα, που είναι το 1986, ένα χρόνο μετά το σεισμό. Εν μέσω δικτατορίας, με απόλυτη καταστολή, με απαγόρευση κυκλοφορίας, με το στρατό στους δρόμους, και με εστίαση στο Σαντιάγο της φτώ­χειας και του περιθωρίου […], σε συνδυασμό ειδικότερα με ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια. Βρισκόμασταν εν μέσω 2019 να βιντεοσκοπούμε διαδηλώσεις της 10ετίας του ’80 στο κέντρο του Σαντιάγο, και οι νεότεροι της ο­μά­δας ρωτούσαν τον Αλφρέδο κι εμένα τι συνέβαινε τότε, πώς ήταν η καταστολή, πώς ήταν οι διαδηλώσεις, και τρεις μήνες αργότερα ξεκίνησε η κοινωνική έκρηξη στη Χιλή, κι αυτό που κινηματογραφούσαμε βιωνόταν ζωντανά. Οι επιθέσεις της αστυνομίας με τις μάνικες νερού, η καταστολή των διαδηλώσεων κ.λπ. […] Απολογιστικά, το περιεχόμενο της ταινίας είναι απολύτως σχετικό με αυτό που βιώνουμε σήμερα (το 2020) […]».
Βραβείο κοινού στο δικό μας φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Θέμις