1) Διαβάζουμε στις στήλες του Ριζοσπάστη (23 Σεπτέμβρη, «η Άποψη μας») όπου αναλύονται οι διεθνείς εξελίξεις, πως :

«Κάτω από το φως των εξελίξεων (…) αποδεικνύονται πραγματικά αστεία τα όσα ακούγονταν πριν λίγες βδομάδες περί δήθεν «ήττας» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Αφγανιστάν, την ώρα που το «παιχνίδι με τη φωτιά» φουντώνει μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα, με τις ΗΠΑ να αναδιατάσσουν συμμαχίες και στρατιωτικές δυνάμεις, στην αντιπαράθεση με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα».

Άρα με βάση τις -για άλλη μια φορά περισπούδαστες- αναλύσεις του ΚΚΕ, οι Αμερικάνοι δεν υπέστησαν ήττα στο Αφγανιστάν, αλλά μάλλον θα νίκησαν κιόλας. Και αυτά τα περί ήττας που ακούγονταν, λέει, είναι αστεία πράγματα.

Μάλιστα!

Άρα μάλλον, κατά το ΚΚΕ, οι εικόνες της πανικόβλητης και ταπεινωτικής αποχώρησης των Αμερικανών από την Καμπούλ, που θύμισαν την άρον-άρον φυγή τους από τη Σαϊγκόν και το Βιετνάμ το ’75, μάλλον αποτελούν -για το ΚΚΕ- εικόνες επινίκιας παρέλασης των Αμερικάνων. Η δε κατάρρευση των ανδρεικέλων τους και του στρατού που έφτιαχναν επί 20 χρόνια, ξοδεύοντας τρισεκατομμύρια δολάρια και ο οποίος δεν έριξε ούτε μια σφαίρα, μάλλον θα αποτελεί κάποιο ιδιοφυές στρατιωτικό τέχνασμα που θα δούμε στο μέλλον την αξία του. Και η παράδοση του οπλισμού στους Ταλιμπάν μάλλον θα είναι κάποιο δώρο μεγαλοψυχίας στον ηττημένο. Και το ότι δεν μπόρεσαν ούτε τους συνεργάτες τους να προστατέψουν είναι μάλλον διότι την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανείς! Πράγματι είναι αστεία αυτά που λέγονται!

Το ότι οι ΗΠΑ παραμένουν η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη στον κόσμο και το ότι φουντώνει ο ανταγωνισμός για την παγκόσμια κυριαρχία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπέστησαν ήττα και μάλιστα με ταπεινωτικό τρόπο -στο τελευταίο ιδιαίτερα επεισόδιο της αποχώρησης-, όπως δεν εμπόδισε τη Βρετανική αυτοκρατορία παρά την ήττα στο Αφγανιστάν το 19ο αιώνα να παραμείνει η βασική υπερδύναμη για πολλά χρόνια ακόμη, όπως δεν εμπόδισε και τις ΗΠΑ η ήττα τους στο Βιετνάμ να παραμείνουν η μία από τις δύο υπερδυνάμεις στον κόσμο και να κυριαρχήσουν στον ανταγωνισμό τους με το σάπιο σοβιετικό σοσιαλιμπεριαλισμό του Μπρέζνιεφ και του Γκορμπατσώφ.

Τέτοιες όμως εκτιμήσεις σαν αυτές του ΚΚΕ, πέρα από το στοιχείο της πολιτικής τύφλωσης απέναντι στην πραγματικότητα, αποτελούν προκλητικό εξωραϊσμό των δυνατοτήτων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και κραυγαλέα υποτίμηση των δυνατοτήτων της πάλης των λαών.

2) Στο ίδιο κείμενο, αφού επαναλαμβάνονται οι ηχηρές καταγγελίες του ΚΚΕ για τη συμφωνία της Ελλάδας με ΗΠΑ για τις αμερικάνικες βάσεις στη χώρα μας, καταλήγει: «Οι εξελίξεις λοιπόν το «φωνάζουν»: Καμία αναμονή, καμία αυταπάτη. Οργάνωση της πάλης ενάντια στη Συμφωνία για τις Βάσεις…».

Όσο και να ψάξει όμως κανείς στο Ριζοσπάστη, δε θα βρει πουθενά κάποιο κάλεσμα του ΚΚΕ, ούτε στις 14 Οκτώβρη, μέρα υπογραφής της συμφωνίας, ούτε σε κάποια άλλη μέρα για κινητοποίηση ενάντια στη συμφωνία αυτή.

Φαίνεται -με βάση τη θέση τους για ιμπεριαλιστική Ελλάδα- ότι θα τη θεωρούν σαν μια συμφωνία ανάμεσα σε …αλληλοεξαρτώμενα κράτη, που το κίνημα δεν έχει καθήκον να την καταγγείλει και να ξεσκεπάσει το χαρακτήρα της. Να δείξει, δηλαδή, ότι είναι μια συμφωνία που δυναμώνει το καθεστώς της εξάρτησης και υποτέλειας.

3) Απέναντι στην όξυνση των σχέσεων ΕΕ – Πολωνίας, με βάση την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Πολωνίας που απέρριψε την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ έναντι του πολωνικού δικαίου και το άνοιγμα του ζητήματος Polexit, δηλαδή της αποχώρησης της Πολωνίας από την ΕΕ, η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ σε ανακοίνωσή της σημειώνει:

«Οι λαοί να μην εγκλωβιστούν στους ανταγωνισμούς της ΕΕ και των αστικών τάξεων, στους οποίους εντάσσεται και η συζήτηση περί “Pοlexit”

Η πάλη κάθε λαού για την αποδέσμευση της χώρας του από την ΕΕ, για να είναι αποτελεσματική, προς όφελος των συμφερόντων του, πρέπει να συνδεθεί με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, με την εργατική εξουσία».

Άρα, λέει το ΚΚΕ πως το ζήτημα της εξόδου της Πολωνίας από την ΕΕ είναι μια ενδοαστική συζήτηση, αδιάφορη για το λαό της και για τους άλλους λαούς της Ευρώπης. Αν δηλαδή το αστικό και ιμπεριαλιστικό όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης που αποτελεί το βασικό όχημα και το βασικό ιδεολογικό και πολιτικό εργαλείο -με το οποίο ξεγελούν, δημαγωγούν και επιτίθενται στους λαούς τής Ευρώπης 60 χρόνια τώρα- ξεφτίζει, αυτό είναι αδιάφορο για τους λαούς και δεν διευκολύνει τον αγώνα τους. Αν η ΕΕ αρχίσει και χάνει από τη δύναμη που αντλεί από τη συνένωση των κυρίαρχων κρατών, μια τέτοια αποδυνάμωση δεν έχει καμιά σημασία για τους λαούς.

Και μέχρι να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την εργατική εξουσία που θα λύσει τα ζητήματα αυτά, οι λαοί πρέπει να μένουν αμέτοχοι και άφωνοι απέναντι στα κρίσιμα αυτά ζητήματα, αφήνοντας μάλιστα τον αστικό εθνικισμό να πρωταγωνιστεί.

Αν οι δυνάμεις που ηγούνται στην αντιπαράθεση με την ΕΕ συγκροτούνται -κατά κύριο λόγο- από αστούς εθνικιστές που εναντιώνονται στο Βερολίνο και το Παρίσι με τις πλάτες της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να μείνουν άφωνοι και αμέτοχοι οι λαϊκοί αγωνιστές μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται και να «ξεχάσουν» την πάλη ενάντια στην ΕΕ και το στόχο τής αποχώρησης κάθε χώρας-μέλους, από αυτήν τη λυκοσυμμαχία, ούτε να κρατούν ίσες αποστάσεις ανάμεσα στο «έξω» και το «μέσα».

Μια τέτοια υποτιθέμενη «αντικαπιταλιστική» στάση -στην πράξη- όχι μόνο εγκαταλείπει τον αγώνα ενάντια στην ΕΕ και αρνείται να υποστηρίξει το πολιτικό αίτημα εξόδου κάθε χώρας αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους θιασώτες του «μέσα», αλλά ταυτόχρονα σπρώχνει και παραδίδει πλατιά λαϊκά στρώματα που εναντιώνονται στην ΕΕ να μπουν κάτω από την επιρροή των εθνικιστικών, ακροδεξιών ή και φασιστικών δυνάμεων που δημαγωγούν ασύστολα και καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα των πλατιών λαϊκών μαζών.

Επειδή μια σειρά αντιδραστικές δυνάμεις στην Ευρώπη εμφανίζονται σε κόντρα με την ΕΕ, αυτό δε σημαίνει πως από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων οι αγωνιστές θα απαρνηθούν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα για το γκρέμισμα της κυριαρχίας της ΕΕ, για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας στη χώρα τους και για ριζικές εσωτερικές κοινωνικές αλλαγές.Η πολιτική αυτή του ΚΚΕ όχι μόνο αφοπλίζει την εργατική τάξη από τον πολιτικό αγώνα για τη διαμόρφωση προϋποθέσεων και τη συγκέντρωση δυνάμεων προς την «εργατική εξουσία» που κατά τα άλλα ευαγγελίζεται, αλλά αποτελεί και προκλητική στήριξη της ίδιας της ΕΕ.