Δεκαετία του ’70, στο εξεγερμένο αγροτικό Μεξικό.
Ένας περιπλανώμενος γέρο-βιολιστής, επιχειρεί να παραπλανήσει τον επικεφαλής της μονάδας στρατού που καταλαμβάνει το χωριό του, ώστε να κερδίσει χρόνο για τους ένοπλους αντάρτες -ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται κι ο γιος του- που στο μεταξύ καιροφυλακτούν κρυμμένοι στα γύρω βουνά.
Όπλο του το βιολί του, με το οποίο μαγεύει τον δήθεν φιλότεχνο λοχαγό.

Πριν να γίνει ταινία, το “βιολί” ήταν ένα σπαραχτικό τραγούδι, που φαίνεται ότι στοίχειωσε τις νύχτες του Βάργκας, με τον τρόπο που οι καθαρές καρδιές κυριεύονται απ’ τις εξεγερμένες μουσικές του τόπου τους, σε κείνους τους τόπους όπου η λαϊκή παράδοση κι οι αγώνες για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια έχουν ακόμα και πάντα εκτόπισμα.

Μ’ έναν εμβληματικό πρωταγωνιστή, τον αυτοδίδακτο Δον Άνχελ Ταβίρα (βραβείο ερμηνείας στις Κάνες), ο Μεξικανός δημιουργός ορθώνει την τέχνη του στο ύψος της υπέρβασης όπου φτάνουν οι άνθρωποι που πασχίζουν και μοχθούν για έναν δίκαιο κόσμο• ύψος που ο μεταλλαγμένος δυτικός “πολίτης” δύσκολα φτάνει πια, παραδίνοντας παράλληλα μιαν άκρως ποιητική κινηματογραφική κατάθεση για τον ρόλο της τέχνης στην κινηματική διαδικασία, αλλά και για τη συνέργεια τέχνης και λαϊκού ξεσηκωμού.
Όπως φαίνεται από το εύγλωττο βιογραφικό του, η τέχνη ήταν περίπου μονόδρομος για τον Φρανσίσκο Βάργκας.

Αφού σπούδασε θέατρο στο Εθνικό Ινστιτούτο Τεχνών κι επικοινωνία στο αυτόνομο Πανεπιστήμιο Μετροπολιτάνα, παρακολούθησε το πρόγραμμα Δραματικής Τέχνης στο εργαστήρι Χιούγκο Αργουέλλες, και το 1995 ξεκίνησε σπουδές κινηματογράφου και σκηνοθεσίας στο πανεπιστημιακό “Κέντρο Κινηματογραφικών σπουδών”. Το “Κονέχο”, η πρώτη μικρού μήκους ταινία του, που ταξίδεψε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, του διασφάλισε μια σταθερή φήμη, που είχε αντανάκλαση και εκτός του Μεξικού. Εργάστηκε για πέντε χρόνια ως παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, που συνέβαλαν στη διάδοση και προώθηση της παραδοσιακής μεξικάνικης μουσικής. Από το 1997 βιοπορίζεται σαν σκηνοθέτης ή διευθυντής φωτογραφίας σε διαφημιστικά σποτ, ντοκυμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους. Το 2004, γύρισε το ντοκυμαντέρ “Ζεστή γη, σ’ αυτήν πάνω πεθαίνουν αυτοί που τη δουλεύουν”, που γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση κι αναγνώριση παντού όπου προβλήθηκε. Το 2006, η ταινία “Το βιολί”, επιλέχτηκε από το Φεστιβάλ των Καννών για το τμήμα “Ένα κάποιο βλέμμα”, κι ο Άνχελ Ταβίρα απέσπασε βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας. Ήταν και το βάπτισμα του πυρός για τις ταινίες μεγάλου μήκους.
Ξεπερνώντας σε αποδοχή κι αυτό ακόμα το “Χαμένες αγάπες” του Ινιάριτου, το “Βιολί” υπήρξε η ταινία με τις περισσότερες βραβεύσεις διεθνώς από όλες τις μεξικάνικες παραγωγές διαχρονικά, με 46 συνολικά διεθνή βραβεία.

Σε συνέντευξή του για το “Βιολί” αλλά και τα ερεθίσματα και τους συμβολισμούς της ταινίας, έχει πει μεταξύ άλλων: «Η ταινία κατά βάση δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Ή ακριβέστερα, αναφέρεται και δεν αναφέρεται. […] Όταν με ρωτούν για τον χρόνο και τον τόπο όπου τοποθετώ το “Βιολί”, ή ποια συγκεκριμένη ένοπλη αντιπαράθεση αφορά, απαντώ ότι είναι πολύ εύκολο να προσδιοριστεί αυτό. Δεν έχει κανείς παρά να πιάσει έναν χάρτη, να τον κολλήσει στον τοίχο, και ν’ ακουμπήσει τυχαία κάπου την άκρη του δαχτύλου του• αν το δάχτυλο δεν “πέσει” στη θάλασσα, είναι βέβαιο ότι σε κείνο το σημείο, σε κάποια ιστορική στιγμή στο παρελθόν, ή και σήμερα ακόμα, κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί ή συμβαίνει. Κι αυτό που λέω πάντα, είναι ότι θα συνεχίσει να συμβαίνει. Πρόκειται λοιπόν για συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, όπως ο χρόνος κι ο τόπος όμως μπορούν να γενικευτούν. […]

Άνθρωποι που έχουν μελετήσει τέτοια κινήματα σ’ όλη την έκταση της Λατινικής Αμερικής, λένε ότι αν δεν χτυπηθούν οι συνθήκες που γεννούν τέτοιες αντιπαραθέσεις, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να καταφεύγουν στην ένοπλη βία, κι οι συνθήκες θα εξακολουθήσουν ν’ αναπαράγονται, όπως βέβαια κι η αντίσταση σ’ αυτές τις συνθήκες. Δεν κουράζομαι να λέω ότι σ’ όποιον τόπο κι αν βρεθώ, οι κυβερνήσεις κατά κανόνα – πολύ λαθεμένα – χτυπούν τους ανθρώπους που εξεγείρονται ενάντια στην συνθήκη καταπίεσης, αντί ν’ αλλάζουν τις συνθήκες που προκαλούν τις εξεγέρσεις. […] Όπως είπα και προηγούμενα, μπορεί να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο συνέβη πριν κάποια χρόνια στο Μεξικό, σε κάποιαν άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής, και ποιος ξέρει πού στον κόσμο θα συμβεί αύριο… […]»
Τα βλέμματα των μεξικανών ανταρτών, όταν η αγωνία για την τύχη του συντρόφου είναι αγωνία μοιρασμένη γιατί ο αγώνας του ενός είναι αγώνας ολονών, καθρεφτίζουν την ανθρώπινη ιστορία που αφήσαμε πίσω μας – κι ωστόσο είναι πάντα μπροστά μας.

Γι αυτά, και γι άλλα ανεκτίμητα τραγουδάει το βιολί του Δον Πλουτάρκο, και μας ταξιδεύει εκεί όπου η ιστορία των λαών της λατινικής Αμερικής οδηγεί τους ακοίμιστους.
Στην αλήθεια της ταπεινής μα ρωμαλέας ζωής που μάχεται.

Θέμις