Με το βλέμμα στραμμένο στις διαδικασίες ανάδειξης νέου αρχηγού, που έχουν ήδη οριστεί για το τέλος του έτους, οι επίδοξοι διεκδικητές του χρίσματος εντείνουν την προεκλογική τους δραστηριότητα. Αν και το ΚΙΝΑΛ αποτελεί σε κάθε περίπτωση την πολύφερνη νύφη του συστήματος καταλαμβάνοντας στη συγκυρία επάξια τη θέση του στο ψευδεπίγραφο μέτωπο της «εθνικής ενότητας» υπό την μπαγκέτα του Κ. Μητσοτάκη, η Φ. Γεννηματά αξιοποίησε την παρουσία της στην πρόσφατη σύνοδο του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος παριστάνοντας τάχα τον συνδιαμορφωτή της ατζέντας του. Στα πλαίσια αυτά δημαγώγησε πως «πρέπει να αφήσουμε πίσω τους συμβιβασμούς του παρελθόντος με τις συντηρητικές δυνάμεις που θόλωσαν το μήνυμά μας». Πασχίζοντας παράλληλα να κερδίσει πόντους από τον Τσίπρα (που αν και μη μόνιμο μέλος, παραβρέθηκε ξανά στην εν λόγω σύναξη ως επίσημος προσκεκλημένος) με φόντο τη λαφυραγώγηση του διόλου ευκαταφρόνητου κεντροαριστερού ακροατηρίου, πλειοδότησε σε αφορισμούς κατά του «νεκρού Συμφώνου Σταθερότητας», ζητώντας «το ταμείο ανάκαμψης να γίνει μόνιμο μέσο στήριξης της ανάπτυξης… να προβλέπει τη στήριξη του κοινωνικού κράτους». Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ με μότο «το νέο πράσινο κοινωνικό συμβόλαιο», τηρώντας υποτίθεται τη γραμμή «των ίσων αποστάσεων» απέναντι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, έκανε λόγο για «την προοδευτική αναπτυξιακή πρόταση αλλαγής μακριά από τις αποτυχημένες συνταγές της διεύρυνσης των ανισοτήτων αλλά και απέναντι στις εύκολες φωνές της δημαγωγίας».

Από την πλευρά του, ο έτερος βασικός υποψήφιος, Λοβέρδος, που προβάλλεται απροκάλυπτα από παρακυβερνητικά κέντρα και στημένα γκάλοπ ως προτιμώμενος νέος αρχηγός στο ΚΙΝΑΛ, απευθυνόμενος στο θυμικό των πράσινων παραδοσιακών ψηφοφόρων, διεμήνυσε πως «το όνομα ΠΑΣΟΚ θα επανέλθει γιατί συγκινεί όχι μόνο γιατί θυμίζει, αλλά και επειδή υπόσχεται». Στράφηκε για άλλη μια φορά κατά της ηγεσίας Γεννηματά τονίζοντας πως «η παράταξη οφείλει να αφήσει πίσω θέσεις πολιτικά κενές και αμήχανες, τα γνωστά “ούτε-ούτε”». Αναμασώντας την ανδρεοπαπανδρεϊκή ρητορική χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ «κόμμα των μη προνομιούχων», σε αντιδιαστολή με τη «ΝΔ των ελίτ» και επιστράτευσε κατά τα γνωστά το σκληρό ροκ κατά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και αποτελεί «υπαρξιακό αντίπαλο που αντιλαμβάνεται τις θεσμικές εγγυήσεις της δημοκρατίας ως αρμούς εξουσίας».

Με τη σειρά του ο Ν. Ανδρουλάκης κινείται αθόρυβα αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή για να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του. Θέση για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει το ΚΙΝΑΛ εκφράζουν και οι βαρώνοι όπως ο Καστανίδης -που αποτελεί εραστή της κεντροαριστερής σύγκλισης- και ο Σκανδαλίδης, που τάσσεται κατά της συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, πλησιάζοντας προς τις εσωκομματικές κάλπες, τα συντροφικά αλληλομαχαιρώματα και οι φανερές και υπόγειες παρεμβάσεις πριμοδότησης «του καταλληλότερου» εκ μέρους των βασικών οικονομικοπολιτικών κέντρων εξουσίας (και) μέσω των συστημικών ΜΜΕ έχουν την τιμητική τους, ανατροφοδοτώντας την προϊούσα βαθιά και αξεπέραστη κρίση που σοβεί στο εσωτερικό του κεντροαριστερού δεκανικιού.