Όταν πριν 20 χρόνια η ηγεσία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, με άλλοθι την επίθεση στους δίδυμους πύργους, ξεκινούσε έναν «πόλεμο μακριάς διάρκειας για την πάταξη της τρομοκρατίας», εξαπολύοντας μια σειρά ιμπεριαλιστικές εκ­στρατείες, στρατιωτικές επεμβάσεις, τοπικούς κατακτητικούς πολέμους με πραγματικό σκοπό να διευρύνει και να εδραιώσει την παγκόσμια κυριαρχία του, τότε που φάνταζε παντοδύναμος κοσμοκράτορας και οι ηγέτες του διακήρυσσαν το αλαζονικό τους όνειρο για έναν «αμερικανικό 21ο αιώνα», σίγουρα δεν υπολόγιζαν στη θέση που θα βρίσκονταν οι ΗΠΑ 20 χρόνια μετά. Σίγουρα δεν υπολόγιζαν πως όχι μόνο δεν θα έβγαιναν νικητές, αλλά θα βούλιαζαν μέσα στο τέλμα των πολέμων τους και θα βρίσκονταν σήμερα μπροστά σε μια καταστροφική, ταπεινωτική ήττα, σε μια πραγματική πανωλεθρία, κάνοντας εκκλήσεις στους Ταλιμπάν, αυτούς που θα εξαφάνιζαν -υποτίθεται- από προσώπου γης, να τους δώσουν λίγο χρόνο για να συμμαζέψουν τα υπολείμματά τους και να δραπετεύσουν από το Αφγανιστάν.

Αυτοί ακριβώς οι πολυδάπανοι και μακρόχρονοι κατακτητικοί πόλεμοι στις χώρες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, της Ν.Δ. Ασίας και τη Β. Αφρικής, που τελικά τους έχασαν κάτω από τη γενναία αντίσταση και τα αδιάκοπα χτυπήματα του λαϊκού αγώνα, σε συνδυασμό με τη βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό τους και την ταχεία ισχυροποίηση των ανταγωνιστών τους στο διάστημα αυτό, υπέσκαψαν και εξασθένησαν την παγκόσμια ηγεμονική θέση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και έκαναν να ξεθωριάζει και να φαίνεται άπιαστο το αλαζονικό του όνειρο. Και επιπλέον, όλα αυτά συνέβαλαν στο ξέσπασμα μιας βαθιάς και παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οδηγώντας σε ένα βαθύ διχασμό και σκληρές αντιπαραθέσεις τις κυρίαρχες δυνάμεις για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η εσωτερική και ιδιαίτερα η διεθνής πολιτική του. Ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο είχαμε αλλεπάλληλες εκδηλώσεις αυτής της ολόπλευρης πολιτικής κρίσης και των μεγάλων προβλημάτων και αδιεξόδων που διαπερνούν και χαρακτηρίζουν την εσωτερική πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ.

Πέρσι το Μάη η δολοφονία του αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ -που θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη περιστατικό ρατσιστικής αστυνομικής βίας και δολοφονίας- έγινε αφορμή για το ξέσπασμα μιας πρωτόγνωρης μαζικής λαϊκής εξέγερσης σε όλες τις μεγάλες και δεκάδες μικρότερες πολιτείες στις ΗΠΑ, με εκατομμύρια εργαζόμενους για εβδομάδες να βρίσκονται στους δρόμους και να συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής. Το υπόβαθρο μιας λαϊκής εξέγερσης τέτοιας έκτασης, που χρειάστηκε η κάθοδος του στρατού και της εθνοφρουράς για να καταπνιγεί στο αίμα με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, δεν ήταν μόνο οι ατιμώρητες ρατσιστικές δολοφονίες που συμβαίνουν δεκάδες χρόνια στις ΗΠΑ. Τώρα, κάτω από την πίεση πρωτοφανών συνθηκών κοινωνικής πόλωσης, με δεκάδες εκατομμύρια άνεργους και φτωχούς, με τον εκφασισμό του αμερικάνικου κράτους και την άγρια καταπίεση να χτυπά «κόκκινο», η οργή συσσωρεύτηκε και το ποτήρι ξεχείλισε. Και αντί να δούμε «την Αμερική μεγάλη ξανά», όπως υπόσχονταν ο Τραμπ, είδαμε και βλέπουμε μια Αμερική διχασμένη και σε βαθιά κρίση, όπως ήρθαν να επιβεβαιώσουν οι πρωτοφανείς εξελίξεις που σημειώθηκαν λίγους μήνες μετά, το Δεκέμβρη-Γενάρη 2021, στο Καπιτώλιο.

Η οργανωμένη εισβολή των οπαδών-συμμοριών του Τράμπ στο Καπιτώλιο για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ, με τους νεκρούς και όσα επακολούθησαν, έδειξε πραγματικά το βαθύ διχασμό που κυριαρχεί στην κορυφή και στη βάση της αμερικάνικης κοινωνίας, τη μεγάλη φθορά και εξασθένηση που έχει υποστεί, την κατάπτωση και παρακμή στην οποία σταδιακά εισέρχεται.

Σε κάθε περίπτωση, με όλες τις εξελίξεις στο Καπιτώλιο το λούστρο της «Αμερικάνικης Δημοκρατίας» θάμπωσε για τα καλά, όταν τα δυο βασικά κόμματα συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να καθυβρίζονται και να καταγγέλλονται για εκλογές απάτης και νοθείας, κουρελιάζοντας σε διεθνή θέα τούς περίφημους «δημοκρατικούς θεσμούς» και διαδικασίες στην «πρώτη χώρα της ελευθερίας και δημοκρατίας». Και παρότι πίστεψαν πως με την εκλογή Μπάιντεν θα υπήρχε εκτόνωση της πολιτικής κρίσης και ότι σταδιακά θα ξεπερνούσαν τα προβλήματα και η «Αμερική θα επέστρεφε», όπως υποσχόταν ο σημερινός πρόεδρός της, ήρθε η ντροπιαστική ήττα στο Αφγανιστάν για να οξύνει στο έπακρο την κρίση στο εσωτερικό της και να δείξει κατά πόσο είναι πραγματικά σε θέση η «Αμερική να επιστρέψει». Όταν πριν είκοσι χρόνια που μεσουρανούσε, σαν μόνη υπερδύναμη, διακήρυσσε το στρατιωτικό της δόγμα που ήταν η «ταυτόχρονη διεξαγωγή δυόμιση νικηφόρων πολέμων» και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την ήττα σε ένα μόνο πόλεμο, αυτό δείχνει το μέτρο της εξασθένησης της γενικής δύναμης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σήμερα. Αναμφισβήτητα το διεθνές γόητρο των ΗΠΑ έχει υποστεί βαρύ πλήγμα και είναι χαρακτηριστικές οι ανακοινώσεις που εξέδωσαν τα δυτικά κράτη και οι ηγέτες τους, αλλά και το σοκ στο οποίο βρέθηκαν οι θιασώτες και λακέδες της αμερικάνικης υπερδύναμης, διαπιστώνοντας πόσο γρήγορα τους εγκατέλειψαν και τους ξεπούλησαν τα αφεντικά τους. Βέβαια, τα προπαγανδιστικά επιτελεία τού ιμπεριαλισμού προσπαθούν να διασώσουν το διεθνές κύρος των ΗΠΑ προβάλλοντας το επιχείρημα ότι, όπως μετά την ήττα στο Βιετνάμ τη δεκαετία του ’70 και τις εικόνες ντροπιαστικής φυγής με το ελικόπτερο στην ταράτσα της αμερικάνικης πρεσβείας στη Σαϊγκόν, η Αμερική «επέστρεψε» τη δεκαετία του ’80, οδηγώντας μάλιστα στην κατάρρευση και διάλυση τον βασικό της ανταγωνιστή, τη Σοβιετική Ένωση, έτσι και τώρα -υποστηρίζουν- σε λίγα χρόνια θα «επιστρέψει» ξανά, κυρίαρχη και παντοδύναμη.

Απέναντι σε αυτό το επιχείρημα που προβάλλεται τα τελευταία χρόνια αναδημοσιεύουμε από τις Θέσεις της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ για το 6ο Συνέδριο (Λ.Δ. 10 Μάρτη 2018) ένα απόσπασμα που συμπυκνώνει και τις γενικότερες εκτιμήσεις μας: «4. Στρατηγικός σκοπός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι να ανατρέψει τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους και, με την εξαπόλυση απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία για πόλεμο, να εξαναγκάσει ταυτόχρονα όλες τις άλλες δυνάμεις, στην Ευρώπη και την Ασία, να ευθυγραμμιστούν μαζί του σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις και ρήγματα που διαφαίνονται.

Δαπανώντας σε ετήσια βάση, και συγκεκριμένα το 2016, το ιλιγγιώδες ποσό των 610 δισ. δολαρίων για στρατιωτικές δαπάνες -η Κίνα που ήταν δεύτερη δαπάνησε αντίστοιχα 215 δισ. δολάρια και η τρίτη, η Ρωσία, 70 δισ. δολάρια- και καταργώντας τώρα το όριο των στρατιωτικών δαπανών, ο Τραμπ προχωρεί σε μία ραγδαία αύξησή τους και σε μία τεράστια κούρσα εξοπλισμών, προκειμένου οι ΗΠΑ να διατηρήσουν τη στρατιωτική και τεχνολογική υπεροπλία τους, να εξουθενώσουν και να γονατίσουν οικονομικά τους ανταγωνιστές τους, όπως έκαναν τη δεκαετία του 1980 με την κούρσα εξοπλισμών και τον “πόλεμο των άστρων” του Ρήγκαν, που επιτάχυνε την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και επέφερε μία μεγάλη ανατροπή στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, καθιστώντας τις ΗΠΑ τη μοναδική ιμπεριαλιστική υπερδύναμη.

Μόνο που από τότε μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί μεγάλες αλλαγές και ανακατατάξεις στη δύναμη των διεθνών κέντρων, οι τάσεις φαίνονται αναπότρεπτες, και ο χρόνος δουλεύει αδυσώπητα σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και υπέρ των ανταγωνιστών του.

Στη θέση μιας εσωτερικά σαπισμένης, ιδεολογικά χρεοκοπημένης, οικονομικά κατεστραμμένης και ετοιμόρροπης Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου Γκορμπατσόφ, βρίσκεται σήμερα μία Ρωσία σε φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ισχυροποίησης, που επανακάμπτει και επανέρχεται με νέους όρους και δυνατότητες στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Στη θέση μιας Κίνας με μικρή διεθνή πολιτική επιρροή και οικονομική δύναμη τη δεκαετία του 1980, βρίσκεται σήμερα μία ανερχόμενη παγκόσμια καπιταλιστική δύναμη, που η ιμπεριαλιστική της πολιτική αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στις διεθνείς υποθέσεις».

Έτσι, όσο οι νέες τάσεις και οι πολύμορφες διεργασίες που συντελούνται στη βάση των νέων παγκόσμιων συσχετισμών δυνάμεων εδραιώνονται και κυριαρχούν, με την ασταμάτητη άνοδο και παγκόσμια εξάπλωση της Κίνας και την επάνοδο της Ρωσίας, τόσο οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να εξοστρακιστούν από την πρώτη θέση και να σημειωθούν μεγάλες ανατροπές στα πλαίσια του αδιάκοπου ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτή ακριβώς η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική σκηνή αποτελεί την πραγματική αιτία της κρίσης που έχει ξεσπάσει στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα αν στην κυβέρνηση βρίσκονται οι ρεπουμπλικάνοι ή οι δημοκρατικοί.

Αναμφισβήτητα μεγάλοι ενισχυμένοι από την ήττα και τον κλονισμό του κύρους των ΗΠΑ είναι η Κίνα και η Ρωσία. Όχι μόνο γιατί μπορούν να βάλουν ευκολότερα πόδι στο Αφγανιστάν, αλλά γιατί αξιοποιούν και κεφαλαιοποιούν πολιτικά σε διεθνές επίπεδο την κρίση αξιοπιστίας των ΗΠΑ με τους συμμάχους τους στην Ευρώπη και σε μια σειρά περιφερειακές και πολλές άλλες εξαρτημένες χώρες. Έντρομοι διαπιστώνουν οι απανταχού λακέδες τους ότι η «προστασία» που τους υπόσχονται τα ξένα αφεντικά τους αποδείχνεται διάτρητη, ότι τις εγγυήσεις που -υποτίθεται- προσφέρουν για την ασφάλεια και την οικονομική τους επιβίωση είτε αδυνατούν να τις εξασφαλίσουν, είτε τις θυσιάζουν στη στιγμή μπροστά στα δικά τους συμφέροντα. Και αυτή ακριβώς η κατάσταση προσφέρει το έδαφος για την οικονομική και πολιτική διείσδυση της Κίνας σε δεκάδες εξαρτημένες χώρες, που είναι έτοιμες να αναζητήσουν νέους προστάτες. Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση της Τουρκίας, μιας περιφερειακής δύναμης που καλείται από τις ΗΠΑ και τους Ταλιμπάν να διαδραματίσει ρόλο την επόμενη μέρα στο Αφγανιστάν και να πλασαριστεί σαν ουσιαστικός παίχτης της περιοχής. Η δήλωση -μήνυμα του Ερντογάν προς τις ΗΠΑ πως: «Στην περιοχή μας κάποιος που θέλει να μετακινήσει έστω και μια πέτρα θα ζητά την έγκριση της Τουρκίας. Κάποιος που θέλει να κάνει κάποια επιχείρηση θα ζητά την άποψη της Τουρκίας που είναι ειρηνική. Κι αν θέλει να κάνει κάποια κίνηση, δε θα το σκεφθεί δυο φορές, αλλά 200 ίσως και 2000 φορές, μετά θα κάνει κίνηση», έρχεται ακριβώς να υπογραμμίσει τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδικεί στο κενό που αφήνει η αποχώρηση των ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μπορεί να αποδειχθεί ορόσημο μιας νέας φάσης στην οποία εισέρχεται η παγκόσμια κατάσταση, όπου οι συνθήκες ρευστότητας και αστάθειας που διαμορφώθηκαν βαθμιαία τα προηγούμενα χρόνια σε ολόκληρο τον πλανήτη φαίνεται πλέον να εδραιώνονται. Έτσι, στη μεταβατική εποχή που διανύουμε, οι σταθερές που σφράγισαν το τέλος του 20ου και την αρχή του 21ου αιώνα αμφισβητούνται και κλονίζονται. Συνεχείς ανατροπές και αναδιατάξεις συντελούνται, νέες γεωπολιτικές ισορροπίες διαμορφώνονται. Οι σφοδροί ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν επικρατήσει σε πλανητικό επίπεδο, ενισχύοντας τους παράγοντες που οδηγούν σε έξαρση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και σε νέους πολέμους.

Βέβαια όσο λάθος είναι η τοποθέτηση πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη και παραμένει αδιατάρακτη η μονοκρατορία της, άλλο τόσο ή και μεγαλύτερο λάθος είναι η εκτίμηση πως οι ΗΠΑ ξέπεσαν σε δεύτερη θέση, «αποσύρονται» και βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ηττήθηκε από τους λαούς στα μέτωπα του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Συρίας, αλλά εξακολουθεί να παραμένει η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη που ιεραρχεί σαν βασικό στρατηγικό της στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας και αποδεσμεύει δυνάμεις και πόρους επιταχύνοντας τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών της δυνάμεων από άλλα μέρη στη ζώνη της Ασίας-Ειρηνικού με σκοπό να αναχαιτίσει και να καθυστερήσει την παγκόσμια οικονομική και πολιτική επέκταση και επιρροή τής Κίνας, αφού εκεί θα κριθεί βασικά το μέλλον του πλανήτη για τις επόμενες δεκαετίες.

***

Τα προπαγανδιστικά επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, για να συγκαλύψουν το μέγεθος της ήττας και της χρεοκοπίας τους, διογκώνουν τις πληροφορίες για τις «αγριότητες» των Ταλιμπάν και προσπαθούν μάλιστα να εξαγνίσουν το «δυτικόφιλο» καθεστώς που οικοδομούσαν 20 χρόνια, ένα πραγματικά διεφθαρμένο ως το μεδούλι λαομίσητο κατοχικό καθεστώς που κατέρρευσε σε ελάχιστες μέρες, μόλις σταμάτησαν να το στηρίζουν τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά, ενώ τα ανδρείκελά του διέφυγαν στις γειτονικές χώρες με ελικόπτερα γεμάτα από δολάρια. Η ιμπεριαλιστική υποκρισία είναι γνωστή. Δεν έχουν κανένα πρό­βλημα να εκθειάζουν και να συνεργάζονται δεκαετίες με τους σκοταδιστές μονάρχες συμμάχους τους της Σαουδικής Αραβίας και όλων των εμιράτων του Κόλπου, αλλά εκφράζουν όλη την «ευαισθησία» τους για την πολιτική των Ταλιμπάν απέναντι στον αφγανικό λαό, που για 20 χρόνια τον δολοφονούσαν, τον υποδούλωναν και κατέστρεφαν τη χώρα του. Τους Ταλιμπάν, βέβαια, που τη δεκαετία του ’80 ήταν σύμμαχοί τους και τους υποστήριζαν με κάθε τρόπο, όταν αυτοί μάχονταν ενάντια στο σοβιετικό σοσιαλιμπεριαλισμό που είχε εισβάλει με δεκάδες χιλιάδες στρατό στο Αφγανιστάν το 1979 για να οικοδομήσει και αυτός ένα «σοσιαλιστικό» καθεστώς.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως οι Ταλιμπάν εκφράζουν ένα επικίνδυνο θεοκρατικό ρεύμα, που εφάρμοσαν όταν ήταν κυβέρνηση και σκοπεύουν να εφαρμόσουν τώρα με «ευλυγισία» ένα αντιδραστικό, κοινωνικό πρόγραμμα στο εσωτερικό της χώρας τους. Από την άποψη αυτή οι δυνάμεις που ηγήθηκαν του αντιαμερικάνικου αγώνα στο Αφγανιστάν δεν μπορούσαν να προσδώσουν στον αγώνα αντίστασης καμιά προοπτική εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, αντίθετα προβάλλουν ένα πολιτικό «όραμα» που χαλκεύει θεοκρατικά δεσμά και με τον κοινωνικό σκοταδισμό του φράζει το δρόμο στην ιστορική εξέλιξη, οδηγώντας στο αδιέξοδο και την οπισθοδρόμηση.

Παρότι επικεφαλής στον αγώνα αντίστασης στην αμερικάνικη κατοχή βρέθηκαν αυτές οι δυνάμεις, ήταν καθήκον και υποχρέωση κάθε προοδευτικής δύναμης να καταγγείλει την πολιτική της επίθεσης, της επέμβασης, του πολέμου των ιμπεριαλιστών, γιατί πιστεύουμε πως είναι ιερό και αναφαίρετο δικαίωμα κάθε καταπιεζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού που υφίσταται την ιμπεριαλιστική επίθεση, τη σκλαβιά και την υποδούλωση, να υπερασπίζει τη λευτεριά και την κυριαρχία της πατρίδας. Και αυτό έπραξε ο λαός του Αφγανιστάν, που για πάρα πολλά χρόνια ήταν θύμα της ιμπεριαλιστικής, αποικιακής και νεοαποικιακής πολιτικής, της στυγνής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Έδωσε ποταμούς αίματος σε ένα εικοσαετή ένοπλο αγώνα και κατάφερε να νικήσει την πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη. Και αυτή η νίκη ανήκει πρώτα και κύρια στον αδούλωτο αφγανικό λαό.

Και μπορεί αυτός ο αγώνας να μην είχε τα χαρακτηριστικά των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις «ζώνες των θυελλών» στις δεκαετίας του ’60 και ’70, αφού δεν ηγήθηκαν προοδευτικές, επαναστατικές δυνάμεις, αλλά συνέβαλε να διατηρηθεί και να αναζωογονηθεί το πνεύμα της αντίστασης ενάντια στους μεγαλύτερους εχθρούς της ανθρωπότητας, τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Και είναι υπόθεση των λαϊκών, επαναστατικών δυνάμεων στη νέα φάση, καταπολεμώντας εχθρικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και προσδιορίζοντας το πραγματικό περιεχόμενο του αγώνα να τον μετασχηματίζουν σε προοδευτικές κατευθύνσεις ενάντια στους νέους ξένους και ντόπιους κυρίαρχους, σε αγώνα αντίστασης και ανατροπής κάθε ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, για την κατάκτηση της Λευτεριάς, της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας.