Πολλή σκόνη σήκωσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν για την ανάδειξη του προέδρου και της κεντρικής επιτροπής, παρουσιάζοντας την όλη διαδικασία ως άνοιγμα του κόμματος στην κοινωνία. Επιχείρησε έτσι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει με νέο περιτύλιγμα το ίδιο μπαγιάτικο περιεχόμενο της αντιλαϊκής πολιτικής που άσκησε όσο ήταν στην κυβέρνηση.

Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις που ακολούθησαν μετά την απόφαση Τσίπρα να προτείνει ως γραμματέα της κεντρικής επιτροπής την προερχόμενη από την «Ομπρέλα» Ρ. Σβίγκου, φανερώνουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεικτικές είναι οι τοποθετήσεις Τσίπρα ο οποίος δήλωνε: «Εάν θέλουμε να αλλάξουμε τη χώρα, πρέπει να αλλάξουμε και εμείς τα δικά μας κακώς κείμενα». Ειδικότερα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι οι τάσεις μέσα στο κόμμα λειτουργούν ως «ρεύματα άγονης εσωτερικής αντιπαλότητας και ως μηχανισμοί αναπαραγωγής στελεχών». Απέναντι στις τοποθετήσεις και τις προτάσεις Τσίπρα μια σειρά στελέχη άφησαν αιχμές για τις επιλογές της ηγεσίας, όπως ο Δρίτσας και ο Πολάκης, με τον πρώτο να τονίζει ότι ο γραμματέας προέρχεται από την πλειοψηφία και τον δεύτερο να δηλώνει ότι «έχω το δικαίωμα να είμαι ο γνήσιος εκφραστής της σκέψης μου, των απόψεών μου και των επιλογών μου».

Όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εμφανίσει τις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν ως αφετηρία μια νέας κατάστασης όπου το κόμμα τώρα εμφανίζεται ενωμένο και έτοιμο να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία στις επερχόμενες εκλογές, η αλήθεια είναι ότι στο εσωτερικό του εξακολουθούν να εκδηλώνονται, όπως φάνηκε παραπάνω, φαινόμενα που φανερώνουν τον διαγκωνισμό ανάμεσα στις διάφορες τάσεις για τις θέσεις στην ηγεσία του κόμματος.

Από την άλλη, οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ συνδέονται και με την αδυναμία του να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά, η οποία έχει αρχίσει και επιταχύνεται κάτω από το βάρος της αντιλαϊκής πολιτικής της φτώχειας, της ακρίβειας και της εξαθλίωσης. Η αδυναμία όμως του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει ξανά, προς το παρόν τουλάχιστον, την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος συνδέεται βασικά με την αντιλαϊκή πολιτική που ο ίδιος εφάρμοσε, αλλά και ακόμα περισσότερο με την στάση του απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα μεγάλα ζητήματα στην πραγματικότητα βρέθηκε δίπλα στην κυβέρνηση της ΝΔ και όχι απέναντι στην πολιτική της. Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας συντάχθηκε με τη γραμμή του «Μένουμε σπίτι» και του «Μετά θα λογαριαστούμε», αφήνοντας ανενόχλητη την κυβέρνηση όσο αυτή εξαπέλυε μια πρωτοφανή επίθεση σε όλα τα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα, στηρίζοντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, όπως στην περίπτωση του αντεργατικού ν. Χατζηδάκη που ψήφισε σχεδόν τα μισά άρθρα. Σήμερα, μπορεί για δημαγωγικούς λόγους να καταψήφισε τη συμφωνία για τις βάσεις, ήταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ που ως κυβέρνηση υπηρέτησε και αυτός την πολιτική της υποτέλειας και της ξενοδουλείας, ανοίγοντας τον δρόμο για την ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση της χώρας στο άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Μπορεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί με αφετηρία τις εσωκομματικές του εκλογές να συσπειρώσει τη βάση του κόμματος προκειμένου να διεκδικήσει είτε την κυβερνητική εξουσία, είτε μια θέση σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας που πιθανόν να προκύψει στις επόμενες εκλογές, σηκώνοντας μάλιστα τους αντιπολιτευτικούς τόνους, όμως η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότερο αποκαλύπτεται ο πραγματικός χαρακτήρας του κόμματος αυτού, ως ένα καθαρόαιμο αρχηγικό-αστικό κόμμα έτοιμο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο αστικό σύστημα, προωθώντας και υλοποιώντας και αυτό την αντιλαϊκή πολιτική της φτώχειας, της ακρίβειας και της εξάρτησης.