Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία και η αναρρίχηση στο τιμόνι της διακυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του νεοφασιστικού κόμματος “Αδέλφια της Ιταλίας” με αναφορές στον Μουσολίνι και έντονη εθνικιστική ρητορική, τροφοδότησε έντονες ζυμώσεις εντός και εκτός Ιταλίας και ιδιαίτερα στις Βρυξέλες και την Ουάσιγκτον.

Η λεγόμενη «κεντροδεξιά» συμμαχία («Αδέλφια της Ιταλίας», Λέγκα, «Φόρτσα Ιτάλια»), αναδείχθηκε πρώτη δύναμη, συγκεντρώνοντας σχεδόν το 44% των ψήφων. Ο λεγόμενος «κεντροαριστερός» συνασπισμός (Δημοκρατικό Κόμμα, Πράσινοι / Αριστερή Συμμαχία, «Περισσότερη Ευρώπη», «Πρωτοβουλία Πολιτών») ακολουθεί με 26%. Η συμμετοχή ανήλθε σε 63,7%, σημαντικά μειωμένη σε σχέση με το 2018 (73%).
Η Τζόρτζια Μελόνι και το κόμμα της έλαβαν το 26% των ψήφων σημειώνοντας μεγάλη άνοδο από τις εκλογές του 2018, οπότε είχε μόλις 4,4%. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το σοσιαλδημοκρατικό Δημοκρατικό Κόμμα με 19% που διατηρεί περίπου ίδια ποσοστά με το 2018 και στην τρίτη θέση τα «Πέντε Αστέρια» του Τζ. Κόντε με 15,4% και μεγάλη πτώση από το 2018 (32,7%). Ακολουθούν η Λέγκα με 8,8% και σημαντικές απώλειες (17,4% το 2018), η «Φόρτσα Ιτάλια» του Σ. Μπερλουσκόνι με 8,1% (από 14%). Ο «κεντρώος» πόλος των κομμάτων Azione (Δράση) του Καλέντα και Italia Viva του πρώην πρωθυπουργού Ρέντσι συγκέντρωσε το 7,8%.

Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές έγιναν μέσα σε μία παρατεταμένη πολιτική και οικονομική κρίση, που οξύνθηκαν ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Ντράγκι τον Ιούλιο. Την κυβέρνηση Ντράγκι εξάλλου στήριζαν όλα τα κόμματα του ιταλικού Κοινοβουλίου – Δημοκρατικό Κόμμα, Κίνημα 5 Αστέρων, Λέγκα, «Φόρτσα Ιτάλια» – εκτός από το εθνικιστικό «Αδέλφια της Ιταλίας». Εν μέσω αντιθέσεων μέσα στους κόλπους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., που οξύνονται με γρήγορους ρυθμούς και τις προβλέψεις για νέα οικονομική κρίση, αλλά και αντιπαράθεσης για το πώς η Ιταλία θα ισχυροποιήσει σε αυτές τις συνθήκες τη θέση της μέσα στην ΕΕ, ανακτώντας το «χαμένο έδαφος» σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, προέκυψε το εκλογικό αποτέλεσμα.

Την ίδια στιγμή, οι όροι για την εκταμίευση των κονδυλίων, για περιορισμό των κοινωνικών και προνοιακών δαπανών, αλλά και των μισθών σε συνθήκες «απογείωσης» του πληθωρισμού είναι γενικά αποδεκτοί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, όπως και η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Το Δημοκρατικό Κόμμα και ο «κεντρώος πόλος» επικέντρωσαν την προεκλογική τους εκστρατεία στο ότι πρέπει να συνεχιστεί η «ατζέντα Ντράγκι», ενώ παρουσιάζονται ως οι πιο «συνεπείς» εκφραστές της δέσμευσης της Ιταλίας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, ενώ κατηγορούν τον «κεντροδεξιό» συνασπισμό ότι «κοιτάει» προς τη Ρωσία και διαλέγει λάθος συμμαχίες για την Ιταλία εντός της ΕΕ, αλλά και ότι απειλεί τη δημοκρατία στη χώρα.

Παρά το ισχυρό εκλογικό ποσοστό, είναι αμφίβολο εάν ο κυβερνητικός συνασπισμός θα μπορέσει να ομογενοποιηθεί και να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις καθώς και τις φιλοδοξίες των ηγετών του.

Ο επικεφαλής της Λέγκας και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ντράγκι, Μ. Σαλβίνι, έθεσε προεκλογικά αρκετές φορές σε αμφισβήτηση την «αποτελεσματικότητα» των δυτικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, σημειώνοντας πως αντί να βλάψουν τη Μόσχα βλάπτουν τις χώρες της ΕΕ, με ένα συνεχώς αυξανόμενο ενεργειακό κόστος. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Σαλβίνι, πολλές ιταλικές επιχειρήσεις θέλουν να αναθεωρηθούν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ενώ ισχυρίστηκε ότι η Ιταλία θα έπρεπε να λάβει αποζημίωση από την ΕΕ για τη ζημιά που προκλήθηκε στις επιχειρήσεις της.

Από την πλευρά της, η «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι εμφανίζεται «εγγυητής» για τη δέσμευση της «κεντροδεξιάς» στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, διαφορετικά θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση, ενώ και η Μελόνι δηλώνει σε όλους τους τόνους πως δεν θα αλλάξουν η εξωτερική πολιτική της χώρας και η ευρωατλαντική της «πορεία».

Η Μελόνι υποστηρίζει ότι οι κυρώσεις έχουν αποτέλεσμα, επικαλούμενη τη σημαντική επιβράδυνση των προοπτικών ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ρωσίας. Επίσης, από την αρχή του πολέμου υποστήριζε ένθερμα την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Ξεκαθάρισε πως με την εκλογή του «κεντροδεξιού» συνασπισμού το «πάρτι στην Κομισιόν θα τελειώσει» και η Ιταλία θα διεκδικεί τα συμφέροντά της όπως ακριβώς κάνουν η Γερμανία και η Γαλλία.

Από τους πρώτους που συνεχάρησαν την Μελόνι ήταν οι πρωθυπουργοί Ουγγαρίας, Όρμπαν, και Πολωνίας, Μοραβιέτσκι, επίσης εθνικιστές και «ευρωσκεπτικιστές». Ο Όρμπαν υποστήριξε ότι οι αντιρωσικές κυρώσεις της ΕΕ απέτυχαν και ότι δεν αποτελεί έκπληξη πως πέφτουν κυβερνήσεις στην Ευρώπη.

Χαρακτηριστικές είναι και οι τοποθετήσεις από εκπροσώπους της Ουάσιγκτον. Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου τόνισε, ότι «οι αναφορές που παρουσιάζουν τις ιταλικές εκλογές ως συντέλεια του κόσμου δεν συμπίπτουν με τις εκτιμήσεις μας. Δεν θεωρούμε ότι η Ιταλία θα εγκαταλείψει, με κάποιον τρόπο, τη συμμαχία δυτικών χωρών η οποία στηρίζει την Ουκρανία. Ούτε οι σύμμαχοι των ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Ιταλία θα εγκαταλείψει τη δυτική συμμαχία, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα παραμείνουν ακριβώς όπως έχουν σήμερα με την κυβέρνηση Ντράγκι», πρόσθεσε.

Πολλοί είναι εκείνοι που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την άνοδο της Μελόνι σε μία παραδοσιακά ευρωπαϊκή χώρα με μεταπολεμική δημοκρατική παράδοση και αποστροφή προς την εποχή Μουσολίνι. Αν και η ίδια επιχειρεί να αμβλύνει την εικόνα της, υπερτονίζοντας την υποστήριξή της προς την Ουκρανία και αλλάζοντας την επιθετική ρητορική κατά της ΕΕ, ηγείται ενός κόμματος που έχει τις ρίζες του σε ένα μεταπολεμικό κίνημα που προέκυψε από τους φασίστες του Μπενίτο Μουσολίνι. Η ίδια περιέγραψε τις προτεραιότητές της λέγοντας: «Ναι στη φυσική οικογένεια, όχι στο λόμπι LGBT, ναι στη σεξουαλική ταυτότητα, όχι στην ιδεολογία του φύλου, όχι στην ισλαμιστική βία, ναι στη διασφάλιση των συνόρων, όχι στη μαζική μετανάστευση, όχι στη μεγάλη διεθνή χρηματοδότηση, όχι στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών» Σε κάθε περίπτωση η “αντισυστημική” ρητορική σύντομα θα ενσωματωθεί και θα υπηρετήσει πιστά το μεγάλο κεφάλαιο, μαζί με τους ομοϊδεάτες της που ήδη κυβερνούν σε χώρες της Ευρώπης.

Στην Ιταλία, εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, η χώρα βιώνει μία σκληρή οικονομική κρίση που την έχει οδηγήσει και σε σχετική υποβάθμιση. Η αλλοτινή ισχυρή και αυτόνομη οικονομία, με δική της βιομηχανία, έχει δει το χρέος της να εκτοξεύεται και την ανάπτυξη να παραμένει αναιμική. Όσο η οικονομία βυθιζόταν, το επίπεδο ζωής επιδεινώθηκε.

Την ίδια στιγμή, η θέση των εργαζομένων και των ανέργων χειροτερεύει και πάνω από 9 εκατ. άνθρωποι στην Ιταλία αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες «απασχόλησης», όπως τις ονομάζει η έκθεση του Ιδρύματος «Di Vittorio», του συνδικάτου CGIL.

Την ίδια ώρα, χαρακτηριστικά για την ασυδοσία της εργοδοσίας είναι, τα στοιχεία για τα εργατικά δυστυχήματα που έχουν πάρει τραγικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία – το 2021 καταγράφηκαν 1.221 θάνατοι εργαζομένων σε ώρα δουλειάς -, ο αντιεκπαιδευτικός νόμος «Εναλλαγή Σχολείου – Εργασίας» που στο όνομα της «μαθητείας» στέλνει νέους από την ηλικία των 15 ετών να δουλεύουν τζάμπα χωρίς δικαιώματα και ασφαλείς συνθήκες, η καταστολή απέναντι σε απεργούς, αγωνιστικά συνδικάτα, κινητοποιήσεις μαθητών κ.ο.κ.
Ο δρόμος λοιπόν για την ακροδεξιά είχε ανοίξει, με τα νεοφασιστικά κόμματα, ιδιαίτερα στην Βόρεια Ιταλία και σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης, να παίζουν τα τελευταία χρόνια σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Εξάλλου το “ξέπλυμα” του φασισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την καθοδήγηση της Ε.Ε., ο αχαλίνωτος αντικομμουνισμός, η όξυνση της οικονομικής κρίσης και η γενικευμένη αντιλαϊκή- αντεργατική πολιτική συμβάλλουν στην άνοδο της ακροδεξιάς σε πολλές πλέον χώρες.