Η ανησυχητική αύξηση των ασφυκτικών αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του ιρανικού λαού, των εντάσεων, της κινητικότητας αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στον Περσικό Κόλπο και των απειλών Αμερικανών αξιωματούχων, Τραμπ, Πομπέο, Μπόλτον, με κατηγορίες έναντι της Τεχεράνης πολλαπλασιάζουν τους κινδύνους για σύγκρουση που μπορεί να οδηγήσει σε σύρραξη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων παραμένει οξυμμένος και πηγή νέων δεινών για τους λαούς μιας περιοχής που εδώ και δεκαετίες υποφέρει από διαδοχικούς πολέμους, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με κάθε λογής προσχήματα.

Και αυτήν τη φορά οι αιτίες για τη νέα επικίνδυνη κλιμάκωση της έντασης στον Περσικό σχετίζονται με πηγές, αγωγούς και δρόμους μεταφοράς Ενέργειας στρατηγικής σημασίας, και με τις γεωπολιτικές σφαίρες επιρροής μεταξύ των ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μπροστά σ’ αυτόν τον στόχο οι ΗΠΑ πρωταγωνιστούν σε μία νέα φάση σύγκρουσης ενάντια στο Ιράν, βάζοντας μπροστά κάθε μέσο. Τα προσχήματα δεν λείπουν ούτε βεβαίως και οι απόπειρες για προβοκάτσιες, ώστε να φορτιστεί το κλίμα κατάλληλα και να προετοιμαστεί το έδαφος. Δεν είναι τυχαίο πως λίγο μετά από τις εντολές του Πενταγώνου για ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στον Περσικό, ακολούθησαν πληροφορίες περί «δολιοφθοράς» σε τέσσερα δεξαμενόπλοια, 70 ναυτικά μίλια από τα στρατηγικά Στενά του Ορμούζ, το μόνο θαλάσσιο πέρασμα για τον Περσικό Κόλπο, από όπου περνά περίπου το 1/5 της μεταφοράς πετρελαίου διεθνώς. Ενώ ξεκίνησαν κοινές περιπολίες αμερικανικά πολεμικά πλοία του 5ου στόλου, σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού και της Ακτοφυλακής χωρών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC, όπου συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Ομάν και το Κουβέιτ), ο Τραμπ ανέβασε τους τόνους, δηλώνοντας: «Εάν το Ιράν θέλει να πολεμήσει, θα είναι επισήμως το τέλος του Ιράν. Ποτέ μην απειλήσετε ξανά τις Ηνωμένες Πολιτείες!». Προηγουμένως, ο Τραμπ δικαιολόγησε την κλιμάκωση της έντασης σε βάρος της Τεχεράνης, ισχυριζόμενος ότι αποχώρησε πέρσι από τη διεθνή Συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, για να αποτρέψει «το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα». Μολονότι ακριβώς αυτόν το στόχο εξυπηρετούσε η συγκεκριμένη συνθήκη.

Τη σκυτάλη της «φοβέρας» ανέλαβε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέρεμι Χαντ, που κάλεσε το Ιράν να μην αμφιβάλλει για την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ, επειδή «αν δεχτούν επίθεση τα αμερικανικά συμφέροντα», τότε θα ανταποδώσουν.

Προηγουμένως, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Σαλμάν κάλεσε εκτάκτως σε Σύνοδο Κορυφής στις 30 Ιούνη στη Μέκκα μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) και του Αραβικού Συνδέσμου, με κύριο θέμα «απειλές για την ασφάλεια στην περιοχή».

Παράλληλα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εκτόξευσε απειλές και για νέο χτύπημα στη Συρία, όχι σε βάρος τζιχαντιστών στο Ιντλίμπ, αλλά σε βάρος του συριακού στρατού και της κυβέρνησης Άσαντ, με πρόσχημα κάποια «φερόμενη επίθεση με χημικά όπλα» στις 19 Μάη, σε περιοχή της βόρειας Συρίας που τελεί υπό τον έλεγχο αντικαθεστωτικών.

Δεν έλειψαν επίσης οι πιέσεις των ΗΠΑ σε βάρος της Παλαιστινιακής Αρχής προκειμένου να συμμετάσχει στη «Διάσκεψη για την Ειρήνη και την Ευημερία», που δήθεν θέλουν να προωθήσουν μαζί με τους συμμάχους τους στην περιοχή, στη Σύνοδο στο Μπαχρέιν στις 25 και 26 Ιούνη. Σ’ αυτήν υποτίθεται θα ανακοινωθούν το «ειρηνευτικό σχέδιο» και «οικονομικά και επενδυτικά κίνητρα», επί της ουσίας η εδραίωση της ισραηλινής κατοχής σε βάρος των δίκαιων αιτημάτων του Παλαιστινιακού λαού.

Τα παραπάνω δείχνουν πως κοινά συμφέροντα ενώνουν αυτή την περίοδο τα μέλη μιας αντιδραστικής και φιλοπόλεμης λυκοφιλίας σε ΗΠΑ, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Μπαχρέιν και στρώνουν το δρόμο μίας επόμενης σύγκρουσης, με συνέπειες πολύ χειρότερες από αυτές που προκάλεσε στο Ιράκ η ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους το 2003 και στη Λιβύη το 2011.

Σε αυτό το πλέγμα εξελίξεων, οι ΗΠΑ, από στρατιωτική άποψη, ενισχύουν τις δυνάμεις σε μία περιοχή γεμάτη βάσεις τους, στέλνοντας το αεροπλανοφόρο «Λίνκολν», βομβαρδιστικά και νέες συστοιχίες πυραύλων «Πάτριοτ», που είχαν αποσύρει πριν από περίπου οκτώ μήνες στο πλαίσιο γενικότερης «αναδιάταξης» δυνάμεων. Στο πλαίσιο ευρύτερων επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου διέταξαν τη μερική εκκένωση της βάσης τους στη Βαγδάτη και ανέστειλαν προσωρινά την εκπαίδευση Ιρακινών στρατιωτικών, πράγμα που μιμήθηκαν ακολούθως η Γερμανία και η Ολλανδία, επικαλούμενες αόριστες και ασαφείς «απειλές».

Σε επίπεδο πολιτικών δηλώσεων, οι απειλές τους διαδέχονται δυσανάλογα τις προσκλήσεις σε «διάλογο» προς το Ιράν με το «πιστόλι στον κρόταφο». Ο Τραμπ μελετά ταυτόχρονα επικαιροποιημένα σχέδια του Πενταγώνου για την ανάπτυξη 120.000 στρατιωτών, πέραν των πολλών χιλιάδων άλλων που βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή σε μόνιμη βάση. Παράλληλα, καλεί την ιρανική ηγεσία να του «τηλεφωνήσει» για να δείξει πως είναι ανοιχτός σε παζάρια, αρκεί να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνάντησε, μάλιστα, τον Πρόεδρο της Ελβετίας, Ουέλι Μάουρερ, καθώς η χώρα του έχει αναλάβει εδώ και δεκαετίες την εκπροσώπηση των ΗΠΑ στο Ιράν. Στόχος, μεταξύ άλλων, ήταν να ανοιχτεί μέσω Ελβετίας δίαυλος επικοινωνίας με την ιρανική ηγεσία.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Τραμπ αντικειμενικά είναι πολλές και πολυεπίπεδες, δεδομένου πως το Ιράν δεν είναι Ιράκ, επειδή μεταξύ άλλων διαθέτει τεράστιο, έμπειρο και καλά εξοπλισμένο στρατό. Επιπλέον, διαφέρουν σήμερα οι γεωπολιτικές συνθήκες και ο συσχετισμός ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εξαιτίας και της αύξησης της στρατιωτικο-πολιτικής επιρροής Ρωσίας και Κίνας. Οι συνθήκες, δηλαδή, δεν είναι καθόλου όμοιες με εκείνες του 2003, όταν ξεκίνησαν στο Ιράκ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την ιμπεριαλιστική επέμβαση με πρόσχημα την ανατροπή τού τότε Προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν, με πρόσχημα ανύπαρκτα όπλα «μαζικής καταστροφής».

Οι συσχετισμοί δυνάμεων, επίσης, διαφέρουν πολύ μετά και τον επίσης καταστροφικό πόλεμο που ξεκίνησαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις Δύσης και πλούσιων μοναρχιών του Περσικού Κόλπου στη Συρία, αλλά και μετά την έκρυθμη κατάσταση που προκάλεσε η ιμπεριαλιστική επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους το 2011 στη Λιβύη.

Στην περίπτωση του Ιράν, επομένως, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλούν ξανά στο λαό του οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ και την οικονομική τρομοκρατία με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης. Στους παράγοντες που «ζυγίζονται» είναι και οι σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα. Ήδη στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και στην Ε.Ε, εκφράζονται διαφωνίες για τις κινήσεις αυτές της κυβέρνησης Τραμπ. Σε κάθε περίπτωση, η ανάφλεξη στον Περσικό Κόλπο εγκυμονεί κινδύνους ενεξέλεγκτης πορείας για τις ΗΠΑ, ενώ δεν θεωρείται καθόλου δεδομένο ότι θα βγούν ενισχυμένες έναντι των ανταγωνιστών τους.