Η ομόφωνη, μη νομικά δεσμευτική, απόφαση καταγγελίας της Κίνας, που υιοθέτησε το κοινοβούλιο του Καναδά και θεωρεί ότι οι μουσουλμάνοι Ουιγούροι υφίστανται «γενοκτονία», αποτέλεσε ένα νέο σημείο τριβής στις σχέσεις του Καναδά με την Κίνα, μάλιστα την ίδια ώρα που η οικονομική διευθύντρια της Huawei και κόρη του ιδιοκτήτη της, Μενγκ Ουάνγκζου, παραμένει από το 2018 υπό περιορισμό στον Καναδά, ενώ δύο Kαναδοί πολίτες έχουν συλληφθεί στη Κίνα, σε αντίποινα.

Ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου απείχαν από την ψηφοφορία, θέλοντας να κρατήσουν τα διπλωματικά προσχήματα, καθώς όπως υποστήριξαν πρόκειται για υπερβολικά βαρύ όρο.
Επίσης η Βουλή υπερψήφισε ψήφισμα που καλεί την κυβέρνηση να ζητήσει από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή να πάρει τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2022 από το Πεκίνο, «αν η κινεζική κυβέρνηση συνεχίσει αυτή τη γενοκτονία».

Παρόμοια απόφαση πήρε και το κοινοβούλιο της Ολλανδίας αν και όχι ομόφωνα, καθώς το κόμμα του πρωθυπουργού, Μαρκ Ρούτε, τά­χθηκε κατά του ψηφίσματος. Έτσι η Ολλανδία γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που προχωρά σε αυτή την κίνηση. Προτάθηκε επίσης να ασκηθεί πίεση στη ΔΟΕ, ώστε να μην γίνουν στο Πεκίνο οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Φωνές για μποϊκοτάρισμα των αγώνων ακούγονται και στη Βρετανία. Ο Εντ Ντέιβι, ηγέτης των Φιλελεύθερων Δημοκρατικών και ο Κρις Μπράιαντ, βουλευτής των Εργατικών και μέλος της κοινοβουλευτικής επιτροπής για τις διεθνείς υποθέσεις, κάλεσαν την κυβέρνηση και τη Βρετανική Ολυμπιακή Επιτροπή να δράσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Το έναυσμα για αυτές τις ενέργειες έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος σε ομιλία του στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, είπε πως η κυβέρνηση Μπάιντεν θα καταγγείλει τις φρικαλεότητες στη Σιντζιάνγκ. Για να πάρει στη συνέχεια τη σκυτάλη των επικρίσεων ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντόμινικ Ράαμπ, και ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ.

Οι ενέργειες αυτές, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του Πεκίνου με τον Τσεν Σου πρεσβευτή στα Ηνωμένα Έθνη στη Γενεύη να ανταπαντά ότι: «Αγνοώντας την πραγματικότητα, οι χώρες που αναφέρθηκαν πιο πάνω κατασκευάζουν και διασπείρουν ψέματα για τη Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ και το Χονγκ Κονγκ». Για να συμπληρώσει πως: «Σε αυτό το υψηλού επιπέδου τμήμα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, και ορισμένες άλλες χώρες καταχράστηκαν αυτό το φόρουμ του Συμβουλίου προκειμένου να εξαπολύσουν αβάσιμες κατηγορίες εναντίον της Κίνας, να αναμειχθούν σε εσωτερικές υποθέσεις της χώρας μας. Αντιτασσόμαστε σθεναρά και απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις προσπάθειες αυτές», κατέληξε.

Η πρεσβεία της Κίνας στον Καναδά, σε καθόλου κομψό ύφος έκανε λόγο για «επαίσχυντη ενέργεια» για την υιοθέτηση του ψηφίσματος, ενώ χαρακτήρισε «υποκριτές και ξεδιάντροπους» τους βουλευτές, επειδή κατέφυγαν στη «δικαιολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», για ένα πολιτικό τέχνασμα που θα ανοίξει τον δρόμο σε μια «επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας».

Στο ίδιο κλίμα και η κινέζικη πρεσβεία στη Χάγη, σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι είναι «απόλυτο ψέμα» οποιοσδήποτε υπαινιγμός για γενοκτονία, και κατηγόρησε το ολλανδικό κοινοβούλιο ότι «εσκεμμένα συκοφάντησε την Κίνα» και ότι «παρενέβη χυδαία» στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.
Στην ίδια ανακοίνωση τονίστηκε πως για την Κίνα «τα ζητήματα της Σιντζιάνγκ ποτέ δεν αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εθνικότητα ή τη θρησκεία, αλλά αφορούν την καταπολέμηση της βίαιης τρομοκρατίας και την απόσχιση».