Εν όψει των επικείμενων εκλογών τα δύο κόμματα εξουσίας ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιδοθεί σε μια κούρσα για το ποιος θα υποσχεθεί περισσότερες αυξήσεις στους μισθούς. Από κοντά και το ΚΚΕ, το οποίο μάλιστα καθώς αυτοπροσδιορίζεται ως εκπρόσωπος και μοναδικός υπερασπιστής της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων, συμμετέχει στην κούρσα αυτή, ομολογουμένως τώρα πια, με ιδιαίτερα συγκρατημένα αιτήματα, για την εικόνα που τουλάχιστον λεκτικά θέλει να παρουσιάζει. Η συγκράτηση, ίσως, έχει να κάνει με τη γενικότερα «υπεύθυνη στάση» την οποία αρέσκεται να προβάλλει.

Τα τρία αυτά κόμματα, ειδικά το τελευταίο διάστημα, έχουν μετατρέψει την υπόθεση των αυξήσεων στους μισθούς σε ένα άθλιο παιχνίδι διαγκωνισμού, ανάγοντας ένα τόσο σοβαρό θέμα σε μια γελοία αντιπαράθεση που εξαντλείται, όπως είναι αναμενόμενο, στο ποιος στα λόγια θα προτείνει μεγαλύτερη αύξηση, ψαρεύοντας ψήφους στις επερχόμενες εκλογές.

Ξεκινώντας λοιπόν από τις υποσχέσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, από την οποία αρχικά διέρρεε η πληροφορία ότι θα επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα προ μνημονίων όρια, δηλαδή στα 751 ευρώ. Μάλιστα, στη ΔΕΘ του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός εσκεμμένα δεν απέκλεισε εκπλήξεις στο θέμα των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, δίνοντας την ευκαιρία στα δημοσιεύματα να προβλέπουν γενικώς και αορίστως ότι ο κατώτατος μισθός ίσως να ανέβει πάνω από τα 751 ευρώ. Στη φάση εκείνη, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ άρχισαν να πλειοδοτούν σε κάτι λίγο παραπάνω απ’ όσα έταζε η κυβέρνηση, συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωνε ότι θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 800 ευρώ, ενώ το ΚΚΕ στα 825 ευρώ.

Πρόσφατα η κυβέρνηση της ΝΔ μέσω δημοσιευμάτων πάντα άφησε υπόνοιες για αυξήσεις που θα φέρουν τον κατώτατο μισθό στο ύψος των 770-780 ευρώ. Στα δημοσιεύματα μέχρι τα μέσα Γενάρη, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ εξακολουθούσαν να μιλούν το καθένα για τις ίδιες αυξήσεις που μέχρι τότε είχαν δημοσιοποιήσει, καθώς μέχρι τότε ήταν κατά κάτι ελάχιστα ευρώ πάνω από εκείνες που έταζε η ΝΔ.

Τον Ιανουάριο η κυβέρνηση φέρεται μέσω δημοσιευμάτων να υπόσχεται αυξήσεις κατώτατου μισθού στα 801 ευρώ, ξεπερνώντας τον ΣΥΡΙΖΑ κατά 1 ευρώ! Ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο μετά τα μέσα Ιανουαρίου περνάει σε “αντεπίθεση” και κάνει λόγο για κατώτατο μισθό στα 880 ευρώ, δικαιολογώντας εύσχημα την αναπροσαρμογή του αιτήματος που πρόβαλε με το επιχείρημα ότι «στις σημερινές συνθήκες αιχμή του δόρατος είναι η άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, αλλά πλέον εν μέσω πληθωριστικής κρίσης και η θέσπιση μηχανισμού ετήσιας τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Επομένως για το τρέχον έτος με πληθωρισμό 10% ο κατώτατος μισθός θα πάει στα 880 ευρώ.»

Η πρόθεση της κυβέρνησης να υποσχεθεί αύξηση στα 801 ευρώ, όπως φαίνεται, επηρέασε και το ΚΚΕ, το οποίο επίσης μπήκε στον χορό των αναπροσαρμογών ανεβάζοντας κατά κάτι το όριο των 825 ευρώ που ζητούσε μέχρι τώρα. Λαμβάνοντας λοιπόν ενεργά μέρος σε αυτό το άθλιο παιχνίδι που στήθηκε σε βάρος των εργαζομένων διατύπωσε φαρδιά-πλατιά και τη δική του αναπροσαρμογή. Στον Ριζοσπάστη 21/1/23, διαβάζουμε για «ονομαστική αύξηση του κατώτατου… που να ξεπερνά τα 850 ευρώ…» καθώς το ΚΚΕ τώρα πια λαμβάνει υπόψη του «…τα σημερινά δεδομένα και τον επίσημο πληθωρισμό στο 10%.» Αν και τώρα πια ο ΣΥΡΙΖΑ το ξεπέρασε στο ύψος της διεκδίκησης…

Με απέχθεια αλλά όχι ιδιαίτερη έκπληξη παρακολουθούμε πως ένα τόσο σοβαρό για τους εργαζόμενους ζήτημα έχει καταντήσει «μπαλάκι» στα χέρια των κομμάτων με σκοπό τι άλλο, την υφαρπαγή ψήφων στις εκλογές που έπονται.

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε πως οι όποιες αυξήσεις που αποτελούν μέρος αυτού του παιχνιδιού, απ’ όπου και αν προέρχονται, παραμένουν προκλητικά πολύ κάτω από τις πραγματικές αυξήσεις που έστω θα ανακούφιζαν τα πλατιά εργατοϋπαλληλικά στρώματα, όσο δε για να βελτιώσουν και τη θέση τους ούτε συζήτηση. Και ακόμη μεγαλύτερη απέχθεια προκαλεί η διεκδίκηση της ΓΣΕΕ, η οποία αφού πρώτα διατύπωσε την αύξηση που ζητά μέσω του γρίφου του «60% του διάμεσου μισθού», στη συνέχεια και χωρίς να φανερώσει πόσος τελικά είναι σήμερα αυτός «ο διάμεσος μισθός», διατύπωσε το αίτημα για κατώτατο μισθό επίσης στα 850 ευρώ. Την ίδια στιγμή που, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία των δικών της μελετών: «οι αυξήσεις που δόθηκαν το 2022 αλλά και η επιμέρους επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης αντιστάθμισαν μόνο ένα μέρος της ακρίβειας, η οποία έχει αφαιρέσει το 19% του πραγματικού εισοδήματος από τον μέσο μισθό και σχεδόν το 40% της αγοραστικής δύναμης των χαμηλόμισθων». Πιστή στον ρόλο που χρόνια υπηρετεί η ΓΣΕΕ, μια «ιδανική» συνδικαλιστική ηγεσία όπως τη θέλει για κοινωνικό της εταίρο κάθε αστική κυβέρνηση και κάθε εργοδοτική ένωση.

Όσο για την επαναφορά της ρύθμισης του κατώτατου μισθού μέσα από τη διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ και την κατάργηση του μνημονιακού νόμου που τον ρυθμίζει, κουβέντα δεν κάνουν ούτε ΝΔ ούτε ΣΥΡΙΖΑ. Η ΓΣΕΕ την αναφέρει τυπικά και περιθωριακά χωρίς να κάνει καμιά άλλη κίνηση. Το ΚΚΕ μιλά γι’ αυτήν αλλά το ζήτημα για τη συνδικαλιστική του παράταξη, ΠΑΜΕ, παραμένει το πώς παλεύει τις εργατικές διεκδικήσεις και στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα των αυξήσεων στους μισθούς. Δεν είναι μόνο τα ελάχιστα ευρώ πάνω από τις κυβερνητικές υποσχέσεις που ζητά, ούτε μόνο η αναπροσαρμογή του στο ύψος της αύξησης, όταν αναμένονταν ότι η κυβέρνηση θα πλησίασε πολύ κοντά στην «ταξική» διεκδίκησή του. Είναι ακόμη και το τελευταίο δείγμα στάσης του, όταν για άλλη μια χρονιά, δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση για απεργιακή κινητοποίηση εν όψει ψήφισης του προϋπολογισμού -τον Δεκέμβριο του 2022- όπου οι εργαζόμενοι ανάμεσα στα άλλα διεκδικούν και αυξήσεις στους μισθούς τους. Και χωρίς να κάνει πρόταση απεργιακού αγώνα αρκέστηκε σε ένα προαποφασισμένο δικό του Σαββατιάτικο συλλαλητήριο, που μάλιστα βιάστηκε να εξαγγείλει. Μια στάση που είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική της απόστασης που χωρίζει τα λόγια από τα έργα του.