Απάντηση επιχειρεί να δώσει η «Προλεταριακή Σημαία», (1 Αυγούστου 2020) στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο «Λαϊκό Δρόμο» στις 24 Ιούλη 2020, με τίτλο «Ορισμένα συμπεράσματα από τις τελευταίες κινητοποιήσεις ενά­ντια στην κυβερνητική τρομοκρατία και καταστολή». Το άρθρο της «Π.Σ.» από τη μια υπεκφεύγει και δεν απαντά στην κριτική που ασκήσαμε για τις αντιφατικές και αλλοπρόσαλλες θέσεις τους σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν στις κινητοποιήσεις του Ιούλη ενάντια στο χουντονόμο και από την άλλη παραποιεί και διαστρεβλώνει τις θέσεις του Μ-Λ ΚΚΕ, ενώ προσπερνά χωρίς να δίνει καμιά απάντηση στις επίμονες προτάσεις μας να συζητήσουμε για την υπόθεση της ΛΑ-ΑΑΣ, που την έχουν καταδικάσει στην αφάνεια και την απραξία.

Το άρθρο της «Π.Σ.» ξεκινά με τον ψευδή ισχυρισμό ότι «το Μ-Λ ΚΚΕ επιλέγει, για άλλη μια φορά, στο πλαίσιο της μονομανούς του ενασχόλησης με την οργάνωσή μας όλο το τελευταίο διάστημα, να αφιερώσει τη συντριπτικά μεγαλύτερη έκταση της τοποθέτησής του στην αντιπαράθεση στο ΚΚΕ (μ-λ)…». Να σημειώσουμε πως το Μ-Λ ΚΚΕ απέφυγε πολύ καιρό τώρα να ασκήσει κριτική και αντιπαράθεση στις θέσεις του ΚΚΕ (μ-λ) και όσες φορές έγινε ήταν γιατί αναγκαστήκαμε να απαντήσουμε σε επιθέσεις που δεχτήκαμε από την πλευρά τους, όπως συνέβη και με το τελευταίο άρθρο του «Λ.Δ.». Αυτή είναι η πραγματικότητα, οπότε ας δούνε όντως καλύτερα ποιος διακατέχεται από μονομανή ενασχόληση και ποιος υποχρεώνεται να απαντήσει σε επιθέσεις.

Σε ό,τι αφορά τώρα συνοπτικά πάνω στην ουσία των ζητημάτων που έθεσε το άρθρο του «Λ.Δ.».

1.Γράφαμε συγκεκριμένα: «Από τη μια το ΚΚΕ (μ-λ) σέρνει τα μύρια όσα σε αυτές τις δυνάμεις, χρεώνοντάς τους «ουσιαστικά τη διάλυση της διαδήλωσης», «τραμπουκισμούς», «λογική του καπελώματος», καταγγέλλοντας τη «γύμνια τους, την πλήρη ανεμπιστοσύνη τους στον λαό και τη νεολαία», «τις αυταπάτες για το ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του», ότι «φιγουράρουν δίπλα στη ΛΑΕ, δίπλα στα απομεινάρια του ΣΥΡΙΖΑ» και «δίνουν πάτημα στα κηρύγματα του συστήματος και των παπαγάλων του», και από την άλλη δηλώνει έτοιμο, με βάση το άρθρο της «Π.Σ.», να συνεχίσει στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυνση επανασύστασης της Επιτροπής και της κοινής δράσης με αυτούς που τους περνά γενεές δεκατέσσερις. Ενώ έχουν πλούσια εμπειρία «καπελωμάτων» και επίδειξης ηγεμονισμού από αυτές τις οργανώσεις, διακαώς και επίμονα επιζητούν τη συνεργασία μαζί τους. Ακόμη και τώρα, ύστερα από όσα έγιναν. Πρόκειται για θέση ολοφάνερα αντιφατική και αλλοπρόσαλλη, που αναδεικνύει τα αδιέξοδα και τις παλινωδίες της πολιτικής της «κοινής δράσης».

Απέναντι σε αυτή την τοποθέτησή μας που αναδεικνύει τον αντιφατικό και αδιέξοδο χαρακτήρα της πολιτικής της «κοινής δράσης», το τελευταίο άρθρο της «Π.Σ.» απαντά ως εξής: «Αν, επίσης, οι σύντροφοι εξακολουθούν να έχουν απορίες για το πώς μπορούμε να επιμένουμε στην τακτική της κοινής δράσης, ενώ την ίδια στιγμή κάνουμε έως και πολεμική στις δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτή, να τους ενημερώσουμε ότι δυστυχώς αυτή την απαίτηση ενότητας και πάλης θέτουν οι καιροί, όσο και αν χαλάει το βόλεμα κά­ποιων σε μια φαντασιακή “καθαρότητα”».

Είναι δικαίωμα των συντρόφων να καταγγέλλουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μια σειρά δυνάμεις για τη γενικότερη δεξιά ιδεολογικοπολιτική τους γραμμή και την τυχοδιωκτική τους πρακτική και την ίδια στιγμή να τους καλούν εναγώνια σε συνεργασία και κοινή δράση, και να δηλώνουν μάλιστα πως όποιος αδυνατεί να συλλάβει την «απαίτηση ενότητας και πάλης που θέτουν οι καιροί», αυτός βολεύεται στην φαντασιακή καθαρότητα. Εμείς λέμε πως η απαίτηση που θέτουν οι καιροί για την ανασυγκρότηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος είναι η πάλη αρχών που τόσο φτηνά την βαφτίζουν οι σύντροφοι ως «φαντασιακή καθαρότητα». Ένα μέτωπο δηλαδή ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης απέναντι σε όλες αυτές τις δυνάμεις και στο ρεβιζιονισμό, αναδεικνύοντας τους ριζικά διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς που υπάρχουν στο κίνημα, όσο και ενάντια στις βαθιά λαθεμένες αντιλήψεις πολιτικής συνεργασίας μαζί τους. Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση το σχήμα «ενότητα και πάλη» μας φαίνεται πολύ βολικό για να συρθεί κάποιος, με ψευδώνυμο την κοινή δράση σε πολιτικές συνεργασίες με δυνάμεις του ρεφορμισμού, διακινδυνεύοντας να μετατραπεί σε συμπληρωματική δύναμη του «αντικαπιταλιστικού χώρου».

2.Στο προηγούμενο άρθρο μας σημειώναμε χαρακτηριστικά:
«Ας ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας, επιγραμματικά, για άλλη μια φορά, το ζήτημα της «κοινής δράσης» και των «πολιτικών πρωτοβουλιών». Έχουμε τη σταθερή θέση πως η πάλη ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης και γενικότερα η ανασυγκρότηση του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος δεν θα προκύψει στη βάση ενός προσανατολισμού «κοινής δράσης» και «κινηματικών πρωτοβουλιών» στα πλαίσια των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που μπορούν να συσπειρώσουν μερικές εκατοντάδες εργαζόμενους και φοιτητές».

Πώς απαντά σε αυτή μας την τοποθέτηση το άρθρο της «Π.Σ.»; Γράφει: «Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, γιατί το Μ-Λ ΚΚΕ επιλέγει να τηρεί σιγή ιχθύος για τη σημασία που είχαν αυτές οι κινητοποιήσεις, που πραγματοποιήθηκαν μέσω διαδικασιών κοινής δράσης -όχι χωρίς τις γνωστές παθογένειες φυσικά- και αποτέλεσαν τις πιο μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων χρόνων;».

Οι κινητοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο τους για τις οποίες υποτίθεται τηρούμε σιγή ιχθύος είναι αυτή που έγινε το Μάρτη στον Έβρο για τους πρόσφυγες, αυτή για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στην αμερικάνικη πρεσβεία, και τον Ιούλη ενάντια στον χουντονόμο. Δεν έχουμε σύντροφοι κανένα λόγο να μην εξάρουμε την όποια κινητοποίηση μικρή ή μεγάλη, αλλά μόνο αν κάποιοι είναι εγκλωβισμένοι σε προκατασκευασμένα σχήματα και διαστρέφουν την πραγματικότητα, μπορούν να ισχυριστούν ότι οι κινητοποιήσεις «που πραγματοποιήθηκαν μέσω διαδικασιών κοινής δράσης αποτέλεσαν τις πιο μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων χρόνων».

Είπαμε και επαναλαμβάνουμε ότι αν δούμε τις σοβαρότερες κινητοποιήσεις που έγιναν στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε για τον προσανατολισμό που πρέπει να έχουν οι κομμουνιστές μέσα στο μαζικό κίνημα; Οι κινητοποιήσεις αυτές δεν προέκυψαν από καμιά «πρωτοβουλία κοινής δράσης», όχι βέβαια του ΚΚΕ (μ-λ) αλλά ούτε του ΚΚΕ. Αντίθετα, αυτές ξεπήδησαν μέσα από τους χώρους δουλειάς, τα συνδικάτα, τους συλλόγους, τις συνοικίες, με την αυθόρμητη ή μισοσυνειδητή στάση εκατοντάδων χιλιάδων λαού και νεολαίας, που έκφραζαν την αντίθεσή τους στα αντιλαϊκά μνημόνια. Αλλά ας αφήσουμε τα τελευταία δέκα χρόνια κι ας πάμε στους τελευταίους 4-5 μήνες, παρά τη μεγάλη υποχώρηση του μαζικού κινήματος. Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί, υγειονομικοί, οι εργαζόμενοι στην τοπική αυτοδιοίκηση που κατέβηκαν στους δρόμους του αγώνα το διάστημα αυτό από πού προέκυψαν; Από την «κοινή δράση» ή από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, των υγειονομικών και της τοπικής αυτοδιοίκησης;

3.Το άρθρο του «Λ.Δ.» στις 24 Ιούλη κατέληγε ως εξής: «Και μια τελευταία φράση. Για ποιο λόγο δεν ανταποκρίνονται οι σύντροφοι του ΚΚΕ (μ-λ) στις προτάσεις μας να ξεκινήσει μια συζήτηση για την υπόθεση της ΛΑ-ΑΑΣ και την έχουν καταδικάσει στην αφάνεια και την απραξία;».

Απέναντι σε μια τέτοια δημόσια πρόσ­κληση που έχει γίνει και άλλη φορά από την πλευρά μας και έχει απευθυνθεί και αρμοδίως, γιατί οι σύντροφοι δεν ανταποκρίνονται, γιατί δεν απαντούν καν τώρα και μήνες; Αν γίνεται λόγος για ανάληψη ευθυνών, η πρώτη μας ευθύνη είναι να πάψει να σέρνεται η υπόθεση της ΛΑ-ΑΑΣ, να ξεκαθαριστεί αν κάποιοι αποφάσισαν να κάνει «διάλειμμα στη δράση» της και να τη βάλουν στο γύψο, ή αν θα πρέπει όσο γίνεται γρηγορότερα να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στον κόσμο που τη στήριξε και στο κίνημα.