Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.

Πάσχα των Ελλήνων. Η Ελλάδα σε σύνοψη. Οι φαμίλιες που συναντώνται. Αυτοί που φύγαν στις πόλεις για να ζήσουν «καλύτερα» και αυτοί που ρίζωσαν στην πατρώα γη.
Πάσχα στη μέση φέτος. Μισό. Σαν τη μνημονιακή ζωή μας. Όλα στη μέση. Ακόμα και η ξενοιασιά της μεγαλοβδομάδας, στη μέση. Άνθρωποι τρελαμένοι, με χαρτιά στα χέρια, μεγαλοβδομαδιάτικα, στους συμβολαιογράφους, στις πολεοδομίες να αναζητούν τη συνέχεια μιας ζωής που κόπηκε με τη μετανάστευση στις πόλεις. Να αναζητούν τα χωραφάκια που τους άφησε ο πατέρας και η μάνα, που κι αυτοί τα πήραν από τον παππού και τη γιαγιά. Ίδια η αναζήτηση και για τους νεότερους ντόπιους. Και το όνομα της Αγωνίας, Κτηματολόγιο.

Και να το έχεις το χωραφάκι, κληρονομιά, άντε να βρεις κατά πού πέφτει. Προσφυγή στους συγγενείς. Κάποιος γέρος μπάρμπας, καμιά θειά, του παλιού καιρού. Λιγόστεψαν κι αυτοί. Μπροστά στο πατρογονικό χωράφι, όλη η Ελλάδα των διακοσίων χρόνων με μια ματιά. Ρουμάνι. Τα σκίνα και οι βάτοι έχουν κυριεύσει τα πάντα. Τη ζωή, τις θύμισες, το χώμα που κάποτε εξασφάλιζε το στενεμένο φαΐ της οικογένειας, την ίδια την πατρίδα. Οι γέρικες ελιές με τους αιωνόβιους κορμούς κυκλωμένους από τα παράριζα, στέρφες, χωρίς ανθρώπινη φροντίδα. «Δε συμφέρει να μαζεύεις τις ελιές. 2,5 ευρώ το κιλό το λάδι μας το παίρνουν κι εσείς το αγοράζετε στην πόλη 7 και 8 ευρώ. Τι να πρωτοπληρώσεις. Το λίπασμα, το κλάδεμα, τα μεροκάματα στο μάζεμα, το ελαιοτριβείο;»…

Από την άλλη οι άνθρωποι που ρίζωσαν στον τόπο τους. Που προσπαθούν να βιοποριστούν, να τα βγά­λουν πέρα με τα αγροτικά, με την κτηνοτροφία. Ξηρασία; Κατεστραμμένη παραγωγή, γκαϊναντισμένες οι ελιές. Πολλές βροχές; Ρημαγμένη μέσα στη λάσπη η παραγωγή. «Ξέσκεπο μαγαζί τα αγροτικά». Χιόνια και κρύο το χειμώνα; Ξυλιασμένα τα ζωντανά. Πώς να ανταγωνιστεί ο μικροβοσκός της Ελλάδας την «κτηνοτροφία» της Ολλανδίας, της ατέλειωτης σειράς των ακίνητων αγελάδων, της μεγάλης βιομηχανίας γάλακτος; Σίγουρα δεν μπορεί. Θα τον υποχρεώσουν σε λίγο, ωστόσο, να βάλει GPS (τσιπάκι εντοπισμού), σε κάθε κατσίκι και πρόβατο που έχει για να γνωρίζουν στην Ευρώπη που βρίσκεται το κοπάδι του. Το τσιπάκι εντοπισμού θα κοστίσει 2ευρώ έκαστο! Μαζί με το τσιπάκι, η εταιρεία να μάθει και στα κατσίκια, πως απαγορεύεται να πηγαίνουν στις χαράδρες και στους γκρεμούς, γιατί εκεί δεν πιάνει το GPS. Λοιπόν, δεκαετίες μπροστά ήταν ο τύπος που με μαντινάδα προέβλεψε: «Κεραία δορυφορική/ θα βάλω στο μιτάτο/ για να πουλώ στο ιντερνέ το γάλα τω μπροβάτω».

Η αγωνία της μάνας παραμένει ακέραια, μέσα σε μια Ευρώπη που δίνει τις μεγαλύτερες, σε όλη την ΕΕ, αγροτικές επιδοτήσεις στη …βοσκοπούλα Βασίλισσα της Αγγλίας: «Εγώ υπόφερα για να σπουδάσει το παιδί μου, για να ζήσει καλύτερα. Και να ξοδέψω τόσα, για να γίνει γκαρσόνι και να ζήσει χειρότερα;».

Για λίγο, οι αγωνίες υποχωρούν. Οι άνθρωποι γιορ­τάζουν την Ανάσταση. Την Ανάσταση της φύσης και το ξεκίνημα της νέας παραγωγικής χρονιάς. Εύχονται να πάνε όλα καλά. Τη γιορτάζουν με κρότους και φως. Όπως ακριβώς έκαναν και οι τρειχιλιετείς πρόγονοί μας. Με τον εκκωφαντικό θόρυβο και το πολύ φως διώχνουν το κακό.

Βάζουν φωτιά στον «ορφανό» και καίνε τον Ιούδα, το μεγάλο Σάββατο το βράδυ. Βλέπετε οι λαϊκοί άνθρωποι δεν συγχωρούν την προδοσία ούτε τον προδότη. Θα μαζέψουν τα ορφανόξυλα, με σκληρή, τουλάχιστον δίμηνη, συλλογική δουλειά και θα τα στήσουν μαστορικά, για να φτάσει η φωτιά, όσο το δυνατό ψηλότερα. Η έγνοια και η άμιλλα, ανάμεσα στις γειτονιές, είναι ακριβώς αυτή. Να φτάσει η φωτιά όσο το δυνατό ψηλότερα. Θα κάνουν όσο μεγαλύτερο κρότο μπορούν πετώντας «πλακατζούκια». Μπομπά­κια, δυναμιτάκια, σαΐτες, ρουκέτες, μπαλωθιές.
Μηχάνημα που να γυρίζει αυτόματα το αρνί και να παίζει το «Μακεδονία ξακουστή», ευτυχώς, δεν εφευρέθηκε και τα δημοτικά τραγούδια του λαού μας, συνόδεψαν τους κυκλωτικούς χορούς. Με το χτύπημα του ποδιού δυνατά πάνω στη γη. Σαν τον Ανταίο, που έπαιρνε τη δύναμή του μόνο όταν πατούσε στη γη.

Τάνια