Περιοδεία σε Ισραήλ, Δυτική Όχθη και Σαουδική Αραβία πραγματοποίησε ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, σε μια προσπάθεια να προωθήσει τα ιμπεριαλιστικά γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και να ευνοήσει ελεγχόμενα σχήματα περιφερειακής στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας, αξιοποιώντας τις «συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ Ισραήλ και αραβικών χωρών. Επίσης τίποτα το νέο δεν προέκυψε από τη συνάντηση με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Αμπάς.

Η επίσκεψή του στο Ισραήλ, δεν σχετίζεται μόνο με τις απαιτήσεις της ισραηλινής ηγεσίας κατά της επίτευξης συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αλλά και με τις προσπάθειες για περιφερειακό οργανισμό «ασφαλείας» και μια περιφερειακή «κοινή αγορά» στην κατεύθυνση επισημοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με μοναρχίες του Περσικού Κόλπου.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να υπάρξει επανεκκίνηση της σχέσης με τη Σαουδική Αραβία, καθώς θέλει αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από τα κράτη του Κόλπου και στενότερη συνεργασία των αραβικών κρατών με το Ισραήλ για την αντιμετώπιση του Ιράν. Όπως έγινε γνωστό, ο Μπάιντεν έθεσε στο τραπέζι την ενδεχόμενη άρση της απαγόρευσης που έχει επιβάλει στην πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία. Σε δηλώσεις του, εκτόξευσε απειλές κατά του Ιράν λέγοντας πως επιφυλάσσεται να χρησιμοποιήσει βία έναντι της Τεχεράνης, ως «τελευταίο μέσο» προκειμένου να την εμποδίσει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, τονίζοντας πως είναι στο χέρι του Ιράν να αποφασίσει εάν θέλει να κλείσει συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ερωτηθείς εάν έχει πάρει δέσμευση από την ισραηλινή ηγεσία πως δεν θα ενεργήσει δίχως να ειδοποιήσει τις ΗΠΑ σε περίπτωση απόφασης για επίθεση στο Ιράν, απέφυγε να το συζητήσει.

ΗΠΑ και Ισραήλ υπέγραψαν την  Κοινή Διακήρυξη της Ιερουσαλήμ, με στόχο την αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν, υπενθυμίζοντας τη σύγκλιση διμερών στρατηγικών συμφερόντων έναντι του βασικού περιφερειακού ανταγωνιστή τους. Στο κείμενο που έδωσε ο Λευκός Οίκος, Ισραήλ και ΗΠΑ δείχνουν ότι επιβεβαίωσαν πως «η στρατηγική τους σχέση βασίζεται σε κοινές αξίες, συμφέροντα και αληθινή φιλία». Δεν στρέφονται μόνο κατά του Ιράν και της όποιας «προσπάθειάς του για πυρηνικά όπλα», αλλά και κατά της «επιθετικότητας του Ιράν και των αποσταθεροποιητικών δραστηριοτήτων» του. Στο ίδιο κάδρο βάζουν και τη λιβανέζικη σιιτική οργάνωση «Χεζμπολάχ», την παλαιστινιακή ισλαμική οργάνωση «Χαμάς» και την επίσης παλαιστινιακή «Ισλαμική Τζιχάντ». Παράλληλα, υπάρχουν σαφείς αναφορές σε αμερικανική επιπρόσθετη «βοήθεια» προς το Ισραήλ, αξίας πολλών δισ. δολαρίων για διάφορα στρατιωτικά σχέδια.
Αποκαλυπτικές ήταν όμως και οι αναφορές του Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τη συνεργασία των ΗΠΑ με το Ισραήλ και άλλες αραβικές χώρες στην ευρύτερη περιοχή, καθώς έδειξε ότι δεν θέλει να αφήσει το παραμικρό περιθώριο στην Κίνα ή στη Ρωσία να αναλάβουν δράση. «Υπάρχουν τόσα πολλά ζητήματα που διακυβεύονται, που θέλω να ξεκαθαρίσω ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ηγούμαστε στην περιοχή και να μη δημιουργήσουμε κενό που θα γεμίσουν η Κίνα ή και η Ρωσία, ενάντια στα συμφέροντα του Ισραήλ, των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών».

Η παραπάνω δήλωση του Μπάιντεν, αποτυπώνει χωρίς περιστροφές το πραγματικό περιεχόμενο αυτής της περιοδείας: Την άμεση διασύνδεση μεταξύ των σχεδιασμών των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και του εντεινόμενου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού τους με την Κίνα και τη Ρωσία. Ενδεικτικό αυτού του εντεινόμενου ανταγωνισμού είναι το γεγονός ότι λίγες μόνο μέρες μετά την περιοδεία Μπάιντεν στην περιοχή, ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν επισκέφτηκε την Τεχεράνη, στο πλαίσιο τριμερούς συνόδου για τη Συρία με τους ομολόγους του από το Ιράν,  Ραϊσί, και την Τουρκία, Ερντογάν. Σε μια άμεση απάντηση ο Πρόεδρος του Ιράν, Ραϊσί, δήλωσε: «Αν οι επισκέψεις Αμερικανών αξιωματούχων σε χώρες της περιοχής έχουν στόχο να ενισχύσουν τη θέση του σιωνιστικού καθεστώτος και να εξομαλύνουν τις σχέσεις του με κάποιες χώρες, οι προσπάθειες αυτές δεν θα φέρουν ασφάλεια». Δήλωσε, επίσης, ότι παρακολουθεί στενά «όλες τις εξελίξεις» στην περιοχή και ότι η χώρα του «θα απαντήσει με αποφασιστικό τρόπο στην παραμικρή κίνηση εναντίον της εδαφικής ακεραιότητάς της», ενώ επισήμανε ότι η χώρα του δεν θα υποχωρήσει από τη «δίκαιη και λογική» στάση της στις συνομιλίες για την αναβίωση της συμφωνίας του 2015.

Στο μεταξύ, στην Τεχεράνη συναντήθηκαν ο επικεφαλής του Ιρανικού Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, Μοχάμαντ Εσλαμί και ο αναπληρωτής διευθυντής της ρωσικής εταιρείας πυρηνικής ενέργειας «Rosatom», Νικολάι Σπάσκι, συζητώντας τρόπους διεύρυνσης της διμερούς πυρηνικής συνεργασίας για ειρηνικούς σκοπούς. Ταυτόχρονα, σε εξέλιξη είναι συζητήσεις για την ένταξη του Ιράν στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης εντός του 2022, όπου συμμετέχουν η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, το Καζακστάν, η Κιργισία, το Πακιστάν, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Παράλληλα Ιράν, Σαουδική Αραβία, αλλά και Τουρκία υπέβαλαν αίτηση ένταξης στους BRICS. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η επιλογή του Ιράν να συμμετάσχει τον Αύγουστο σε σειρά στρατιωτικών ασκήσεων στη Νότια Αμερική, και δη στη Βενεζουέλα, μαζί με τη Ρωσία και την Κίνα.

Στον εντεινόμενο ανταγωνισμό, σε μεγάλο πρόβλημα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική στις νέες συνθήκες έχει αναδειχθεί ο πάλαι ποτέ σίγουρος σύμμαχος, η Σαουδική Αραβία, που πλέον προβαίνει σε αυτόνομες κινήσεις οικοδόμησης σχέσεων με Κίνα και Ρωσία και δικές της επιλογές στην ενεργειακή πολιτική. Με δεδομένη την όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας, η επίσκεψη του Μπάιντεν στο Ριάντ έγινε με πολλές δυσκολίες, ψυχρό κλίμα και πενιχρά όπως αναμενόταν αποτελέσματα.

Η επίσκεψη επικεντρώθηκε στην ενεργειακή κρίση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη συνεργασία στον τομέα ασφαλείας ενώ έγινε συνάντηση και με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Σαλμάν. Υπενθυμίζεται ότι ο Σαουδάραβας πρίγκιπας θεωρείται υπεύθυνος για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι, μέσα στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη το 2018. Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Μπάιντεν δήλωνε ότι θέλει να καταστήσει τη Σαουδική Αραβία «κράτος παρία» μετά τη δολοφονία του Κασόγκι. Αφού εκλέχτηκε αποχαρακτήρισε έκθεση η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε «εγκρίνει» τον φόνο.

Σήμερα, με την ιδιότητα του προέδρου των ΗΠΑ, καλείται να διαχειριστεί επικοινωνιακά και ουσιαστικά μια δύσκολη κατάσταση, καθώς η ενεργειακή κρίση που έχει προκληθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξε τα δεδομένα και πλέον η Ουάσιγκτον έχει την ανάγκη της Σαουδικής Αραβίας και των πολύτιμων πετρελαϊκών κοιτασμάτων που διαθέτει.
Με τις ΗΠΑ να αναζητούν χειροπιαστή λύση, που όμως δεν μοιάζει σε αυτή τη φάση εφικτή, η Σαουδική Αραβία, κάνει τις δικές της κινήσεις στην σκακιέρα υπερδιπλασιάζοντας την ποσότητα του ρωσικού μαζούτ, το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Οι αυξημένες πωλήσεις μαζούτ, που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή στη Σαουδική Αραβία δείχνουν την πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Μπάιντεν, που βλέπει επίσης πολλές χώρες να προχωρούν σε αγορές από τη Ρωσία, με σημαντικότερες την Κίνα και την Ινδία.

Η Σαουδική Αραβία και οι ΗΠΑ υπέγραψαν 18 συμφωνίες συνεργασίας σε διάφορους τομείς (διάστημα, χρηματοοικονομικά, ενέργεια, υγεία), σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε το Ριάντ. Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία ματαίωσε τις ελπίδες των ΗΠΑ και του Ισραήλ ότι αυτή η επίσκεψη θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να τεθούν οι βάσεις για μια συμμαχία περιφερειακής ασφάλειας, που θα συμπεριλάμβανε και το Ισραήλ ώστε να αντιμετωπιστούν οι ιρανικές απειλές. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας είπε ότι δεν γνωρίζει να έγινε κάποια συζήτηση για τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας μεταξύ των χωρών του Κόλπου και του Ισραήλ και ότι το σουνιτικό βασίλειο δεν μετείχε σε τέτοιες συνομιλίες. Είπε, μάλιστα, ότι η απόφαση του Ριάντ να ανοίξει τον εναέριο χώρο του σε όλους τους αερομεταφορείς δεν έχει καμία σχέση με τη σύναψη διπλωματικών δεσμών με το Ισραήλ και δεν αποτελεί ένα πρελούδιο για περαιτέρω βήματα.

Συνολικότερα, η περιοδεία Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή και το περιεχόμενό της αναδεικνύουν την κρίση και τις δυσκολίες της εξωτερικής πολιτικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με επώδυνες προσαρμογές στις ανάγκες της ακόμα μεγαλύτερης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Αυτό αναγκάστηκε να παραδεχθεί σε δηλώσεις του ο Μπάιντεν λέγοντας ότι το ταξίδι του στην περιοχή είναι «μια ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε αυτό από το οποίο νομίζω ότι κάναμε λάθος να απομακρυνθούμε: Την επιρροή μας στη Μέση Ανατολή».