Η Γιάνις, Ισπανίδα φωτογράφος που ζει στη Μαδρίτη, αφοσιώνεται με πάθος στις δυο ανάγκες που φωλιάζουν στον πυρήνα της ύπαρξής της: Στον εντοπισμό ενός ομαδικού τάφου, όπου βρίσκονται θαμμένοι νεκροί Δημοκρατικοί του Ισπανικού Εμφυλίου – μεταξύ των οποίων και ο παππούς της, και στη μητρότητα.
Ο Αρτούρο, ο ανθρωπολόγος που τη συνδράμει στον εντοπισμό του τάφου, γίνεται ο απρόσμενος πατέρας του παιδιού της, το οποίο και φέρνει στον κόσμο την ίδια μέρα με την έφηβη Άνα, θύμα βιασμού. Οι δρόμοι κaι οι ζωές τους, συμπλέκονται ένθεν άρρηκτα.

Όπως όλοι σχεδόν οι μεγάλοι προοδευτικοί δημιουργοί, ο Πέδρο Αλμοδοβάρ γίνεται όλο και πιο πολιτικός, ωριμάζοντας. Αιχμή του δόρατος σ’ αυτήν την τελευταία ταινία του, οι αγνοούμενοι νεκροί των Δημοκρατικών του Ισπανικού Εμφυλίου, η συλλογική ιστορική μνήμη κι ο καθοριστικός ρόλος της στη διαμόρφωση ταυτότητας. Και για τον Αλμοδοβάρ, δεν μπορεί να υπάρξει πιο ισχυρός φορέας-θύλακας της ιστορίας, από τη γυναίκα-μάνα. «Δεν θα ολοκληρωθείς ποτέ, αν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι», λέει η Γιάνις στην Άνα, συμπυκνώνοντας την ουσία της συνείδησης.

Παίρνοντας απόσταση από τους πειραματισμούς που τον καθιέρωσαν, απλοποιώντας τα εκφραστικά του μέσα – χωρίς να χάνει ίχνος από τη φρεσκάδα και την αμεσότητά του, ο 72χρονος πια Πέδρο, υμνεί για μια ακόμα φορά τη γυναίκα και τη μητέρα, αποδίνοντας στο 10λεπτο φινάλε της πιο ώριμης δημιουργίας του, ένα συγκλονιστικό φόρο τιμής στους νεκρούς των δημοκρατικών Ισπανών, που είναι νεκροί όλων των δημοκρατικών ανθρώπων της υφηλίου. Η Γιάνις, βρίσκει τον πιο γενναιόδωρο εαυτό της στον αγώνα της για να φέρει στην επιφάνεια το αποσιωπημένο παρελθόν μιας ηρωικής γενιάς, κι η περηφάνια της ακτινοβολεί μίλια μακρύτερα από την αίθουσα ενός σινεμά.
Πιο ουσιαστική από ποτέ, η Πενέλοπε Κρουζ, καθοδηγείται από τον μέντορά της σ’ ένα αγωνιώδες ταξίδι αυτογνωσίας και ωρίμανσης, με συνοδοιπόρους ένα σπουδαίο επιτελείο ερμηνευτριών, όπως τη γνώριμη μούσα του Αλμοδοβάρ, Ρόσι ντε Πάλμα, και την εξαιρετική 25χρονη Μιλένα Σμιτ.

Σε συνεντεύξεις του στην ιταλική Repubblica και στο περιοδικό Αθηνόραμα, ο Αλμοδοβάρ καταθέτει: «Παρότι – ευτυχώς – η οικογένειά μου δεν θρήνησε νεκρούς από το φρανκικό καθεστώς, ακόμη συγκινούμαι όταν βλέπω στην τηλεόραση μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους να έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρέθηκαν τα οστά των αγαπημένων τους προσώπων. […] Ο ισπανικός λαός προετοιμαζόταν για τον θάνατό του Φράνκο και την πτώση του καθεστώτος. Η μετάβαση στη δημοκρατία απελευθέρωσε μια βαθιά καταπιεσμένη κοινωνία, ήρθε η νυχτερινή ζωή, το κίνημα πανκ, η Μαδρίτη έγινε η πιο ελεύθερη πόλη. […] Κάνω ταξικό, πολιτικό κινηματογράφο, με τις γυναίκες να έχουν την απόλυτη ηθική και αυτονομία. Πολλοί κριτικοί με μισούν γι’ αυτό, παρότι στην αρχή της καριέρας μου με εξυμνούσαν. […] Νομίζω ότι τα πάντα ξεκινούν από γεγονότα που έζησα και ανθρώπους που γνώρισα, αλλά ώ­σπου να φτάσουν στην οθόνη εξελίσσονται με το δικό τους τρόπο. Δουλεύω πάνω σε πράγματα που ξέρω, πράγματα που είδα, έζησα, έμαθα γι’ αυτά ή ακόμα και τα φαντάστηκα, τα οποία βέβαια μπορεί να συναντήσω παραλλαγμένα σ’ ένα μυθιστόρημα – μου αρέσει να παίρνω έμπνευση από βιβλία – και να πω: “Για δες τι όμορφα τα τοποθετεί και τα αναπτύσσει. Ας ξεκινήσω λοιπόν από αυτό”. […] Αυτά που μας συμβαίνουν και δεν μπορούμε να τα προβλέψουμε ή δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε, να τα αποδεχτούμε αν θέλετε, από την αρχαία Ελλάδα ήδη τα ονομάζαμε μοίρα. Άλλοτε είναι αστεία, συχνά όμως αποδεικνύονται υπερβολικά και τραγικά, πράγμα που με συναρπάζει. Γι’ αυτό έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στο μελόδραμα. […] Είναι αλήθεια πως οι θηλυκές η­ρωίδες μού ταιριάζουν περισσότερο, ίσως γιατί ανακάλυψα τη ζωή μέσα από τις γυναίκες. Η Λα Μάντσα, όπου μεγάλωσα, είναι ένα άγονο, ξερό μέρος και η δεκαετία του ’50 ήταν δύσκολη εποχή.
Πέρασα την παιδική μου ηλικία δίπλα στη μητέρα μου και τις φίλες της, τις γυναίκες της γειτονιάς. Όταν μιλούσαν μεταξύ τους, ανά δύο ή όλες μαζί, ένιωθαν ελεύθερες κι έλεγαν υπέροχες ιστορίες ή κουτσομπόλευαν αυτά που γίνονταν στο μικρόκοσμό μας – αλλά για μένα ήταν κι αυτά σαν παραμύθια, σαν μυθοπλασία. […] Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω ταινία για τη νέα γενιά, καθώς ξέρω μερικά πράγματα γι’ αυτήν, αλλά όχι την ουσία, την αληθινή ταυτότητά της. […] Θα μπορούσα να πω περισσότερα για τον αγώνα των νέων­ να βρουν δουλειά, να βρουν μια ιδεολογία να τους εμπνεύσει, αλλά για τη σχέση τους με τα σόσιαλ μίντια και το πώς βλέπουν τον κόσμο μέσα από αυτά, μάλλον όχι».

Μάθημα ιστορίας, πολιτικής γενναιότητας και καλλιτεχνικής μεστότητας, από έναν σπουδαίο δημιουργό.
Χρυσός Λέοντας γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ της Βενετίας για την Πενέλοπε Κρουζ.