Μετά από μια μακρά περίοδο προσαρμογής στην κυβερνητική γραμμή και στην πολιτική της «εθνικής» ομοψυχίας σε όλα τα βασικά ζητήματα, ο ΣΥΡΙΖΑ «ξεσπάθωσε» απέναντι στο αντεργατικό νομοσχέδιο των Χατζηδάκη – Βρούτση. «Πόλεμο προς τους εργαζόμενους» χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ο Τσίπρας και «μητέρα των μαχών» την πάλη για την ανατροπή του.

Και ενώ ένα χρόνο τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ευθυγραμμισμένος πίσω από την κυβέρνηση και την επιτροπή των ειδικών, καλούσε τον κόσμο να κουρνιάσει στα σπίτια του και άνοιγε το δρόμο στην κυβέρνηση να απεργάζεται και να προωθεί σωρεία αντιλαϊκών μέτρων, τώρα άλλαξε στάση και έφτασαν τα στελέχη του -ακόμη και ο Τσίπρας- να κατέβουν στο δρόμο ενάντια δήθεν στο αντεργατικό νομοσχέδιο. Ωστόσο, δεν δόθηκε η παραμικρή εξήγηση γιατί στις 6 Μάη και γιατί στην απεργία στις 10 Ιούνη κινητοποιήθηκαν κομματικά οι δυνάμεις του, ενώ επί ένα ολόκληρο χρόνο και βάλε καλούσαν το λαό να μείνει κλεισμένος στα σπίτια. Γιατί τώρα άλλαξε στάση; Όταν μάλιστα τα επιδημιολογικά δεδομένα δεν είναι καθόλου καλύτερα από πέρσι και όταν για μια ολόκληρη περίοδο η κυβέρνηση -με πρόσχημα την πανδημία- προωθούσε νόμους αυταρχισμού, νόμους αντεργατικούς, νόμους για τα πανεπιστήμια;

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανεβάζει τώρα τους τόνους απέναντι στην κυβέρνηση και τροποποιεί τη στάση της, καθώς βλέπει το ογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας στην κοινωνία και ιδιαίτερα στο πλατύ δημοκρατικό και προοδευτικό κοινό, που θέλει να το εκμεταλλευτεί εκλογικά. Αυτό που ενδιαφέρει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να προσπορίσει κομματικά οφέλη και να κλείσει την εκλογική ψαλίδα που τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία.

Να τι δήλωσε ο Τσίπρας την ημέρα της απεργίας στις 10 Ιούνη: «Ο κόσμος της εργασίας είναι που θα δώσει ρεπό διαρκείας πολύ σύντομα στην κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη(…). Και μια προοδευτική κυβέρνηση θα έρθει να ανατρέψει αυτές τις ρυθμίσεις του εργασιακού Μεσαίωνα».

Ξαναζεσταίνει ο Τσίπρας το χαλασμένο φαΐ που τάισε στον κόσμο την περίοδο των μνημονίων, ξαναζεσταίνει τις προεκλογικές υποσχέσεις και, τη στιγμή που αναπτύσσεται ο αγώνας των εργαζομένων, σπεύδει να κατευνάσει τον κόσμο και, με γλυκιές υποσχέσεις, να τον κοιμίσει και να τον ξαναστείλει στο σπίτι του με τη γλυκιά προσμονή των εκλογών για μια -όχι αριστερή αυτή τη φορά, αλλά- προοδευτική κυβέρνηση.

Ακόμη πιο κυνικά σε σχέση με τον Τσίπρα -αλλά στην ίδια ρότα- ξεδιπλώνει τον κοινοβουλευτικό του κρετινισμό, τιτιβίζοντας, ο Κυρίτσης -στέλεχος και πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ: «Το εργασιακό νομοσχέδιο του Χατζηδάκη μαθηματικά θα ψηφιστεί όσο μαζική και αν είναι η απεργία. Οι εργαζόμενοι πρέπει να στηρίξουν τις πολιτικές δυνάμεις που όχι μόνο θα αντιπαλέψουν, αλλά και που μπορούν να αλλάξουν αυτούς τους αντεργατικούς νόμους ως κυβερνητική πλειοψηφία».
Ό,τι ακριβώς έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στα προηγούμενα χρόνια των μνημονίων, υπονομεύοντας το ογκούμενο λαϊκό κίνημα, επαναλαμβάνει και τώρα. Όταν έλεγε πως με ένα άρθρο και ένα νόμο θα καταργήσει τα μνημόνια που μαύριζαν τη ζωή του λαού, έτσι και τώρα ο Τσίπρας υπόσχεται πως θα καταργήσει τον εργασιακό μεσαίωνα.

Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καίγεται μόνο για τις ψήφους και για το πώς θα φορέσει τη μάσκα τού αριστερού και του προοδευτικού για να ξεγελάσει τους εργαζόμενους και να τους συσπειρώσει εκλογικά.
Θέλει παράλληλα να δώσει τις εξετάσεις του στο αστικό σύστημα, στο ξένο και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο και να αποσπάσει τη στήριξή του. Να στείλει το μήνυμα πως δεν κινδυνεύουν οι μεγάλες αντιδραστικές τομές που προωθούνται με την κατάργηση του οχτάωρου, με το χτύπημα του δικαιώματος της απεργίας και με όλες τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις που δρομολογούνται.

Να τι γραφεί η Αυγή, η εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, σε άρθρο της στις 8/6:
«Υπάρχει ένας εφησυχασμός. Στην κοινωνία. Στους πολίτες. Στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Ότι μπορεί οι νεοφιλελέδες της κυβέρνησης Μητσοτάκη να ψηφίζουν ό,τι θέλουν στη Βουλή και να διαχειρίζονται όπως θέλουν την εξουσία, αλλά κάποια στιγμή θα φύγουν (ή θα τους διώξουν), θα έρθει ο επόμενος και θα τα πάρει πίσω επιστρέφοντάς μας στο 2019. […]
»Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Ο αντεργατικός νόμος, η πανεπιστημιακή αστυνομία, η εκχώρηση του ΕΣΥ στους ιδιώτες […] δημιουργούν νέα δεδομένα. Αρνητικά δεδομένα που είναι δύσκολο να ανατραπούν.
»Πρακτικά, η επόμενη κυβέρνηση θα θέλει να ξηλώσει και δεν θα μπορεί (κλασική παγίδα που στήνει η Δεξιά και την έχουμε ξαναζήσει). Δεν μπορεί κάθε φορά μια προοδευτική κυβέρνηση να αγωνίζεται από όλο και πιο δύσκολες θέσεις και να περιμένουμε να πετύχει δαπανώντας χρόνο και πολιτικό κεφάλαιο.
»Αυτό πρέπει να είναι σαφές και στα κόμματα και στους πολίτες. […]
»Και όσο περνούν τα χρόνια και ισχύει η κατάργηση του οκτάωρου και οι απλήρωτες υπερωρίες, όσο μένει η πανεπιστημιακή αστυνομία στα πανεπιστήμια, τόσο δυσκολότερο θα είναι να νομοθετηθεί η κατάργησή τους
».

Μια τέτοια τοποθέτηση δεν αποτελεί διαφωνία ή άδειασμα του Τσίπρα. Αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα μια ενιαίας καιροσκοπικής πολιτικής. Αποτελεί το βασικό πυρήνα μιας πολιτικής προσαρμογής στα βάθρα της πραγματικότητας της δεξιάς πολιτικής, επενδυμένης με «αριστερή» δημαγωγία.

Να τι λέει και στις 14 Ιουνίου στο Documento και ο Διονύσης Τεμπονέρας, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ.
«Το “εργασιακό” νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή συμπεριλαμβάνεται στα νομοθετήματα εκείνα που έχουν τέτοιο κοινωνικo-οικονομικό αντίκτυπο που μετά την ψήφιση και εφαρμογή τους αλλάζει μια για πάντα το πεδίο ρύθμισης -εν προκειμένω η “αγορά” εργασίας.
Δημιουργούνται τέτοια νομικού, οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα τετελεσμένα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα ανατρέψει οποιαδήποτε κυβέρνηση στο μέλλον
».

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.

Όσο το αριστερό χέρι θα σηκώνει ψεύτικες γροθιές, τόσο με το δεξιό χέρι θα υπογράφονται από το ΣΥΡΙΖΑ μνημόνια και «τετελεσμένα» που είναι «εξαιρετικά δύσκολο να ανατραπούν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει τα διαπιστευτήριά του στην ΕΕ και στο ΣΕΒ και εγγυάται την απρόσκοπτη συνέχιση των επιλογών του μεγάλου κεφαλαίου για το ξεθεμελίωμα των λαϊκών κατακτήσεων, κλείνοντας το μάτι πως με τη διγλωσσία και τη φιλολαϊκή του δημαγωγία μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα και να ενσωματώσει τις αναπόφευκτες λαϊκές αντιδράσεις.

Ακόμη και την πολιτική της ψευτοαγωνιστικής στάσης για την υποτιθέμενη «μητέρα των μαχών» δεν την κράτησε παραπάνω από ένα-δυο 24ωρα. Μετά την απεργία στις 10 Ιουνίου τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εξαφανίστηκαν, μαζί με τις ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών ενώσεων, που αρνήθηκαν να δώσουν προοπτική και συνέχεια στη μαζική απεργία της 10ης Ιουνίου. Σε ένα ενιαίο μπλοκ οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ με την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ καταψήφισαν τη διεξαγωγή νέας απεργίας, με φανερή πρόθεση να βάλουν ταφόπλακα στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων.

Τα ίδια αυτά στελέχη σε ΑΔΕΔΥ και ΟΛΜΕ έσπευσαν να ζητήσουν, ανοίγοντας την κερκόπορτα, την εξαίρεση όλου του κλάδου των καθηγητών από την 24ωρη απεργία με το πρόσχημα των πανελλαδικών, δίνοντας άλλοθι και βήμα στην κυβέρνηση να απαιτήσει -με υποκριτικές ευαισθησίες για την τύχη των παιδιών, τη στιγμή που ναρκοθετεί το εργασιακό τους μέλλον- την ακύρωση σχεδόν όλης της απεργίας.
Στη βουλή τέλος, κατά τη διαδικασία της ψήφισης του νομοσχεδίου, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν απέρριψε το νομοσχέδιο αλλά υπερψήφισε τα 56 από τα 128 άρθρα του, σχεδόν δηλαδή το μισό νομοσχέδιο, δίνοντας στην κυβέρνηση την ευκαιρία και το πάνω χέρι να μιλάει για το «ρεσιτάλ πολιτικής τρικυμίας και υποκρισίας».