Αν γυρίσει κανείς 200 χρόνια πίσω στις συνθήκες μέσα στις οποίες ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε το νεοελληνικό κράτος και κυρίως στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν οι ανταγωνισμοί και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στις εξελίξεις αυτές, θα βρει τις ρίζες όλων των δεινών που μαστίζουν τη χώρα μας, την εξάρτηση, τη στρεβλή ανάπτυξη της οικονομίας, την πρόσδεσή της στο άρμα των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτή την πλευρά είναι που προσπαθεί να κρύψει και να συσκοτίσει η αστική τάξη, το γεγονός δηλαδή ότι ο ηρωικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με σαφές κοινωνικό υπόβαθρο πέτυχε να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό, αλλά ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας έμεινε ανεκπλήρωτος: Το νεοσύστατο κράτος δημιουργήθηκε υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, που ορίστηκαν ως “προστάτιδες” και ήταν παρούσες σε κάθε βήμα και σε κάθε επιλογή του, με την ανοχή και την ενεργητική στήριξη της ίδιας της τσιφλικάδικης και της αστικής τάξης και των εκπροσώπων της που δέθηκαν σε ένα κουβάρι μαζί τους, προδίδοντας στην ουσία τούς αγώνες και τις θυσίες του λαού.

Η Ελληνική Επανάσταση (υπό την επίδραση των επαναστατικών κινημάτων της εποχής και ιδιαίτερα της Γαλλικής Επανάστασης) εκδηλώθηκε ενώ ήδη είχε αρχίσει να επικρατεί ένα αντιδραστικό πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη. Μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα, οι νικήτριες δυνάμεις συναντήθηκαν το 1815 στη Βιέννη με στόχο να μοιράσουν τη “λεία” τους και τις σφαίρες επιρροής, αλλά και να επιβάλουν την “Παλινόρθωση” επαναφέροντας στους θρόνους όλους τους έκπτωτους μονάρχες σύμφωνα με την αρχή της “νομιμότητας” και της “ελέω θεού Μοναρχίας”. Η “Τετραπλή Συμμαχία” Αυστρίας, Ρωσίας, Αγγλίας, Πρωσίας ήταν μια πραγματικότητα, η οποία σύμφωνα με τη συνθήκη της Βιέννης θα λειτουργούσε ως “διαρκές Συνέδριο”, ώστε οι “μεγάλοι” της εποχής να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να καθορίζουν τις τύχες των λαών. Η παλιά φεουδαρχία και τα ανώτερα αστικά στρώματα συμμάχησαν στην κατάπνιξη των φιλελεύθερων και επαναστατικών δυνάμεων της εποχής (καρμπονάροι, γιακωβίνοι), με πρωταγωνιστή τον καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ, που μαζί με τον τσάρο Αλέξανδρο της Ρωσίας και την Πρωσία ίδρυσαν παράλληλα την Ιερή Συμμαχία, που λειτουργούσε ως χωροφύλακας με στόχο την ένοπλη καταστολή των εθνικοαπελευθερωτικών και κοινωνικών κινημάτων. Ο γενικός αυτός αντιδραστικός τόνος του Μέτερνιχ, οι θεωρίες του περί “παγκόσμιας επαναστατικής συνωμοσίας”, ο πραγματικός φόβος της εξέγερσης των εθνών που καταπίεζε η Αυστροουγγαρία, ο κίνδυνος να πέσει ο Κάτω Δούναβης στα χέρια των άλλων Δυνάμεων, δημιουργούν το κλίμα της καταδίκης από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης και της αναγνώρισης της νομιμότητας της εξουσίας του Σουλτάνου. Η αποκήρυξη του κινήματος του Υψηλάντη και διαγραφή του από τους καταλόγους των αξιωματικών από τη Ρωσία, οι οδηγίες της Αγγλίας προς τον αρμοστή της στα Επτάνησα Μαίτλαντ να παίρνει μέτρα ενάντια στην Επανάσταση και να καταδιώκει τους φιλικούς είναι έμπρακτα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο λόγος για τον οποίο δεν προχώρησαν στην ένοπλη επέμβαση για την καταστολή της, όπως σε άλλες περιπτώσεις (στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας, στο Καντίζ της Ισπανίας), οφείλεται από τη μια στην πραγματικότητα που δημιούργησαν πέρα από τη θέλησή τους οι επιτυχίες των ίδιων των επαναστατών (στη γρήγορη εξάπλωσή της επανάστασης και στις μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες στην Πελοπόννησο και στη Στερεά και στο φιλελλληνικό ρεύμα που δημιούργησαν) και από την άλλη στα ιδιαίτερα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Να σημειώσουμε εδώ ότι η Αγγλία διαφοροποιούνταν γενικά από τη μέθοδο των στρατιωτικών επεμβάσεων της Ιερής Συμμαχίας, προκρίνοντας τη μέθοδο της οικονομικής διείσδυσης, η οποία θεωρούσε ότι είναι πιο κερδοφόρα και οδηγεί σε διαρκέστερη εξάρτηση.

Τα μυθεύματα για τη “συμπάθεια” και τη “στήριξη” των ομοδόξων από τη μεριά της Ρωσίας και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Καποδίστρια ως υπουργού εξωτερικών υπέρ της ελληνικής υπόθεσης και για τα “φιλελληνικά” αισθήματα της Αγγλίας που εξέφρασε ο Κάνινγκ -για τα οποία πολύ μελάνι έχει χυθεί από την αστική ιστοριογραφία- καμία σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλία-Ρωσία-Γαλλία αντιμετωπίζουν τον ελληνικό αγώνα ως μέρος του “Ανατολικού Ζητήματος” και καθορίζουν τη στάση απέναντί του από τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους σε σχέση μ’ αυτό. Ανταγωνίζονται σκληρά, δηλαδή, και περιτριγυρίζουν σαν τις ύαινες το σώμα του “μεγάλου ασθενούς”, της υπό κατάρρευση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή: Η Ρωσία την έξοδό της στη θάλασσα και την προώθηση προς τη Αν. Μεσόγειο, η Γαλλία τις προνομιακές οικονομικές συμβάσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (διομολογήσεις) τις χρονολογούμενες από το 1535, η Αγγλία, αποικιακή δύναμη με εμπορικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, τον αποκλειστικό έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και των δρόμων προς τις Ινδίες. Αγγλία και Γαλλία, αλληλοϋποβλέπονται αλλά συμφωνούν στην ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης προς νότο. Η ισορροπία αυτή δυνάμεων και κυρίως η ανάσχεση της Ρωσίας εξυπηρετείται αρχικά από τη διατήρηση της ακεραιότητας της ασθενούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η ίδια η πραγματικότητα που διαμορφώνεται, όμως, από την ντε φάκτο επικράτηση της Επανάστασης θα οδηγήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να επανεξετάσουν τη στάση τους στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αδύναμου κρατιδίου υπό την πολλαπλή “προστασία” τους. Τον τόνο της μεταστροφής δίνει η Αγγλία από το τέλος του 1822, με φορέα της “νέας γραμμής” τον υπουργό εξωτερικών και μετέπειτα πρωθυπουργό Γεώργιο Κάνιγκ, που βλέπει ότι ένα μικρό και αδύναμο κράτος στη Ν. Βαλκανική θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης και να βρίσκεται κάτω από τη δική της επιρροή (η Αγγλία ήδη κατέχει τα Επτάνησα από το 1814), γι’ αυτό ενθαρρύνει και τη σύναψη δανείων (1824/1825), ζήτημα στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Παράλληλα, όλες οι Δυνάμεις, κινήθηκαν στην κατεύθυνση της δραστηριοποίησης πρακτόρων των συμφερόντων τους, με πρωταγωνιστή την Αγγλία που από την αρχή του αγώνα προσπαθεί να δημιουργήσει αγγλόφιλο κλίμα ώστε οι Έλληνες να ζητήσουν την “προστασία” της, με αποκορύφωμα το κατάπτυστο “Ψήφισμα της Υποτέλειας” που η αγγλόδουλη μερίδα του Μαυροκορδάτου κατόρθωσε να εξασφαλίσει το 1825, παρασύροντας και τους οπλαρχηγούς σε μια δύσκολη καμπή της επανάστασης, με το οποίο στην ουσία προσφέρεται στο πιάτο η τύχη του μελλοντικού ελληνικού κράτους στην Αγγλία για το καταστήσει προτεκτοράτο. Οι κινήσεις αυτές όλων των Δυνάμεων για την εξασφάλιση της επιρροής τους στο εσωτερικό της επαναστατημένης χώρας σχηματοποιήθηκαν μετά το β΄ εμφύλιο πόλεμο στη δημιουργία τριών ξενόδουλων κομμάτων, του Αγγλικού, του Γαλλικού και του Ρωσικού, που διακήρυτταν την ανάγκη της ξένης “προστασίας” για το “συμφέρον” του αγώνα.

Ο αδυσώπητος ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων από κει και πέρα θα φέρει στα διεθνή παζάρια των αλλεπάλληλων συνεδρίων τη μορφή της κρατικής υπόστασης του μελλοντικού ελληνικού κράτους και διάφορες προτάσεις θα πέσουν στο τραπέζι ανάλογα με τα συμφέροντα της καθεμιάς. Έτσι από το “σχέδιο των τριών τμημάτων” της Ρωσίας (τριών αδύναμων φόρου υποτελών στο Σουλτάνο ηγεμονιών) – και μετά την υπογραφή διάφορων συμφωνιών – θα φτάσουμε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1829, που αναγνωρίζει αυτόνομο ελληνικό κράτος αλλά και ντε φάκτο το δικαίωμα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις να επεμβαίνουν στα “εσωτερικά της Τουρκίας”, την οποία αποδέχεται η Τουρκία στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων (ήττα στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο, συνθήκη της Αδριανούπολης 1829). Η ανάγκη να πλειοδοτήσουν η Αγγλία και η Γαλλία, θα οδηγήσει στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, με το οποίο ιδρύεται “ανεξάρτητο” ελληνικό κράτος με ασφυκτικά σύνορα (Πελοπόννησος, Στερεά, Κυκλάδες, Β. Σποράδες), στο οποίο αποτυπώνεται με σαφήνεια η κουτσουρεμένη αυτή ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους, καθώς “οι τρεις Αυλές” ορίζονται ως “εγγυήτριες” και καθορίζεται η αποκλειστική αρμοδιότητά τους να επιβάλουν το πολίτευμα της χώρας, την απόλυτη μοναρχία, και να επιλέξουν το μονάρχη, χωρίς καν να ζητηθεί η γνώμη του ελληνικού λαού που αγωνίστηκε και μάτωσε για την ελευθερία του. Έτσι μπαίνει μια θηλιά τριπλής εξάρτησης της χώρας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, επιβάλλεται ο Όθωνας (μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου του Σαξ Κόμπουργκ), εγκαινιάζεται η κυριαρχία της ξενοκρατίας που θα καθορίζει τις τύχες της χώρας και θα επεμβαίνει στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της, με τη συνδρομή βεβαίως του βασιλιά και των ξενόδουλων κυβερνήσεων που αποτύπωναν και τον συμβιβασμό των κοτζαμπάσηδων και της αστικής τάξης, που εγκατέλειψε και πρόδωσε στην ουσία τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Τα εξωτερικά δάνεια ως παράγοντας βαθέματος της εξάρτησης

Πέρα, όμως, από το βαρίδι της “προστασίας” που σημάδεψε τη δημιουργία του νέου κράτους, τα εξωτερικά δάνεια έπαιξαν έναν καθοριστικό ρόλο στο να τυλιχτεί βαθιά η χώρα στα δίχτυα του ξένου κεφαλαίου και των ισχυρών κυβερνήσεών του. Η θηλιά στο λαιμό της χώρας μπήκε πριν καλά-καλά αποκτήσει κρατική υπόσταση με τα λεγόμενα κατά ειρωνικό τρόπο “δάνεια της ανεξαρτησίας” το 1824 και 1825, όταν σώθηκε το έχει που πρόσφερε πρόθυμα ο λαός από το υστέρημά του και τα λίγα χρήματα της Φιλικής Εταιρείας και δεν είχε απομείνει δραχμή ούτε για πολεμοφόδια. Συνάφθηκαν με Άγγλους τραπεζίτες με όρους όχι απλά τοκογλυφικούς, αλλά ληστρικούς. Το πρώτο για ονομαστικό κεφάλαιο (αυτό που χρεωνόταν η χώρα) 800.000 λίρες και πραγματική τιμή 472.000 λίρες (59%) και το δεύτερο για ονομαστικό κεφάλαιο 2 εκατομμύρια λίρες και πραγματική τιμή 1.100.000 λίρες (55%). Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε τοκοχρεολύσια, προμήθειες, μεσιτείες που παρακρατήθηκαν από τους ξένους τοκογλύφους για να φτάσουν τελικά στην Ελλάδα 540.000 λίρες συνολικά, που διασπαθίστηκαν από τις φατρίες των αστοκοτζαμπάσηδων που βρήκαν την ευκαιρία να γεμίσουν τις τσέπες τους. Δέχτηκαν μάλιστα να δεσμεύσουν τη μοναδική περιουσία της χώρας, τα εθνικά κτήματα και τα εθνικά έσοδα, λειτουργώντας ως υπηρέτες των ξένων προστατών. Τα δάνεια αυτά τα χρώσταγαν και οι επόμενες γενιές κι έτσι όπως διασπαθίστηκαν οδήγησαν στην πρώτη πτώχευση το 1827 δίνοντας στις Μεγάλες Δυνάμεις την αφορμή να επέμβουν στα εσωτερικά της χώρας που σπαρασσόταν από τις έριδες των αστοκοτζαμπάσηδων που χωρισμένοι σε αγγλόφιλους, γαλλόφιλους και ρωσόφιλους αιματοκυλούσαν το λαό. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια οι Μεγάλες Δυνάμεις επιλέγουν, όπως είδαμε, βασιλιά για την Ελλάδα και εγγυώνται για τη χορήγηση νέου δανείου 60 εκατομμυρίων, η καθεμιά για το 1/3 των υποχρεώσεών του. Αποκτούν έτσι το δικαίωμα να “επαγρυπνούν” για να πληρώνονται τα τοκοχρεολύσια και επιβάλλουν τον όρο να διατίθενται τα πραγματικά έσοδα του Δημόσιου Ταμείου για την εξυπηρέτηση του δανείου. Από το δάνειο αυτό, με τους τόσο βαρείς όρους, έφτασαν στην Ελλάδα μόλις 9 εκατομμύρια που ξοδεύτηκαν ασύστολα για πολυτέλειες από την Αντιβασιλεία και την αυλή και για τη μισθοδοσία των Βαυαρών αξιωματικών.

Η μη εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυσίων οδήγησε τη χώρα σε νέα πτώχευση το 1843 και πιέσεις από τις “εγγυήτριες” δυνάμεις για επιβολή αυστηρών οικονομικών μέτρων, γεγονός που μαζί με τον απολυταρχισμό του Όθωνα οδηγεί σε λαϊκό ξέσπασμα στις 3 Σεπτέμβρη 1843 που ζητά Σύνταγμα και απαιτεί την έξωση του Όθωνα. Αυτό το γεγονός αναγκάζει τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην επιβάλουν οικονομικό έλεγχο προκειμένου να σωθεί ο θρόνος. Με την παραχώρηση Συντάγματος πέρασαν στο προσκήνιο οι πολιτικοί των ξενικών κομμάτων, οι Μαυροκορδάτοι, Κωλέττηδες, Μεταξάδες, Κουντουριώτηδες και Λόντοι που λειτουργούσαν ως πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, σε μια περίοδο που οι αστοί, έμποροι και τραπεζίτες, είχαν πια δεθεί στενά με τους τσιφλικάδες-κοτζαμπάσηδες και εκμεταλλεύτηκαν τη λαϊκή εξέγερση για να κάνουν κουμάντο στον τόπο.

Η ιστορία της χώρας από κει και πέρα είναι μια διαρκής σειρά επεμβάσεων, καλυμμένων και ανοιχτών, των Μεγάλων Δυνάμεων που -στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους για να αποκτήσουν τον αποκλειστικό έλεγχο και να καταστήσουν την Ελλάδα εξάρτημά τους- εκμεταλλεύτηκαν τη διαφθορά της αστοτσιφλικάδικης κλίκας που κατασπαταλούσε τα έσοδα του δημόσιου ταμείου και ήταν πρόθυμη να ζητιανεύει δάνεια με ληστρικούς όρους, αλλά και τη Μεγάλη Ιδέα που φρόντιζαν να συντηρούν και να προβάλλουν ως τη λύση για όλα τα προβλήματα για να εκτονώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τους πιο χαρακτηριστικούς σταθμούς αυτής της πορείας εξάρτησης, που οδήγησαν στην πρόσδεση της χώρας στο άρμα των ιμπεριαλιστικών χωρών, θα παρουσιάσουμε σε επόμενο δημοσίευμα.