Από μακρυά ακούγεται το μεγάφωνο ενός Ντάτσουν:
«Ακούσατε – Ακούσατε. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Έλληνες και Γερμανοί.
Η στήλη ανεβάζει την παράσταση
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΙΑΤΡΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ.
Γέλια με το τσουβάλι και δάκρυα με τη σέσουλα.
Προλάβετε! Προλάβετε!»

(Ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης βρίσκονται μπροστά σε ασθενοφόρο, που γράφει στα πλάγια: «Ιδιωτική Φαρμακευτική «ΑΔΩΝΟΒΕΛΛΟΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ, «Η Παράγκα». Ακούγεται η εναρκτήρια μουσική της παράστασης του Καραγκιόζη).

KAPAΓKIOZHΣ: Πάλι τυχεροί είμαστε ρε Χατζατζάρη που μας προσέλαβε η «ΑΔΩΝΟΒΕΛΛΟΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ». Είδες που είχανε δίκιο πως η κρίση είναι ευκαιρία;

XATZHABATHΣ: Ούτε του παπά να μην το πεις που βρήκαμε δουλειά. Έστω και για δυο μήνες. Ευτυχώς που είδα την αγγελία. Τι κάνουμε τώρα;
KAPAΓKIOZHΣ: Θα πηγαίνουμε σπίτι – σπίτι να πουλήσουμε το φάρμακο για τη γιατρειά του κορονοϊού, στους αγαθιάρηδες.

XATZHABATHΣ: Καλά. Ας ξεκινήσουμε τότε.
KAPAΓKIOZHΣ: Γρήγορα να φτιάξεις το φάρμακο 623-A.

XATZHABATHΣ: Δεν το ξέρω αυτό το φάρμακο.

KAPAΓKIOZHΣ: (διαβάζει το χειρόγραφο για την παρασκευή του φαρμάκου) Λοιπόν, αμέσως βράσε ψαρόκολλα και ρίξε μέσα γύψο και τσιμέντο, μέχρι να γίνει χυλός.

XATZHABATHΣ: Σε τι χρησιμεύει το τσιμέντο;

KAPAΓKIOZHΣ: Nα, θα κολλήσει η ψυχή και δε θα μπορεί να την πάρει ο Xάρος. Ξέρω κι εγώ; Έτσι λέει το παλιόχαρτο.

(Μέσα στο ασθενοφόρο υπάρχουν πολλά πλαστικά, μαύρα και μπλε, μπουκαλάκια. Γεμίζουν τα μπλε μπουκαλάκια με το χυλό).

XATZHABATHΣ: Καλά τα μπλε εμείς τα γεμίσαμε. Τα μαύρα τι έχουν;
KAPAΓKIOZHΣ: Ποτάσα.

(Ξεκινούν και φτάνουν στο πρώτο σπίτι. Χτυπούν το κουδούνι. Τους ανοίγει ο Μπαρμπαγιώργος.)

KAPAΓKIOZHΣ: Καλημέρα σας. Από την «ΑΔΩΝΟΒΕΛΛΟΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ». Σας φέραμε τη θεραπεία για τον κορονοϊό.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Ορέ τ’ μ’ λιες! Κι θα ’σθώ;
KAPAΓKIOZHΣ: Βεβαίως και θα σωθείτε. Αν πάτε τώρα σε νοσοκομείο…. πόσο χρονών είστε; Ογδόντα; Μάλιστα. Θα σας δώσουν αριθμό προτεραιότητας 8.000. Και ξέρετε τι αριθμό εξυπηρετούν τώρα; Το δέκα. Μάλιστα! Ήταν βλέπετε και ο Πορτοσάλτε που ήθελε να γκρεμίσουν τα δημόσια νοσοκομεία, τα μνημόνια, να και ο Άδωνις που απόλυε το προσωπικό και λυπότανε τα οξυγόνα… και χαιρέτα τα Δημόσια. Ενώ με το φάρμακο αυτό αύριο θα είστε περδίκι, σύμφωνα με τις οδηγίες της εταιρείας.
ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Και τι να κάνου πιδάκι μ’;
KAPAΓKIOZHΣ: Παίρνετε το μπλε μπουκαλάκι στο ένα χέρι. Με το άλλο χέρι πιάνετε έναν κορονοϊό, του ανοίγετε το στόμα και του ρίχνετε το φάρμακο μέσα. Το επαναλαμβάνετε για κάθε κορονοϊό και όσο περισσέψει το πίνετε. Για μεγαλύτερη εξασφάλιση, τρίβεστε και με την ποτάσα.

ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΩΡΓΟΣ: Δό μου το, πιδάκι μ’. Δό μου το. Πόσου κάν’;
XATZHABATHΣ: 300 ευρώ το φάρμακο και 50 ευρώ η ποτάσα. Η εταιρεία προσαρμόζει τις τιμές ανάλογα με τη ζήτηση…

(Πουλούν και σε άλλα σπίτια. Σε ένα σπίτι τους διώχνουν γιατί πιστεύουν στο θεό τους και όχι στην επιστήμη).

KAPAΓKIOZHΣ: Μη βιάζεστε, μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε. Χατζατζάρη πιάσε το πετραχήλι!

(Ο Χατζηαβάτης φοράει ένα πετραχήλι και αρχίζει να σταυροκοπιέται και να ψέλνει μουρμουρίζοντας, για να μην καταλαβαίνουν τι λέει).

XATZHABATHΣ: Ο τζίτζιρας, ο μίτζιρας, ο χότζιρας, ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά, τη μιτζιριά, τη χοτζιριά, τη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα μίτζιρα τζιτζιμιτζιχότζιρα. Εκκλησιά μολυβδωτή γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή, ποιος σε γλυκομολυβδοκαντηλοπελέκησε; Του γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή ο γιος. Αν είχα τα γλυκομολυβδοκαντηλοπελέκια του θα σε γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκούσα καλύτερα από του γλυκομολυβδοκαντηλοπελεκητή το γιο!

(Τους δίνουν για το ξεμάτιασμα 50 ευρώ).

KAPAΓKIOZHΣ: Είδες που είχανε δίκιο πως η κρίση είναι ευκαιρία;
XATZHABATHΣ: Παναγία μου! Καραγκιόζο κοίτα πίσω μας.

(Εξαγριωμένοι ασθενείς, συγγενείς, φίλοι, κατακαμένοι από την ποτάσα, το τσιμέντο, τα ξεματιάσματα, τους κυνηγούν βρίζοντας).

ΤΕΛΟΣ

Τάνια