Σε προηγούμενο άρθρο του «Λαϊκού Δρόμου» ασχοληθήκαμε «εισαγωγικά» με το 1821, ως πρώτη απάντηση στα «φωσφορίζοντα» μυθεύματα της επιτροπής της Γιάννας Αγγελοπούλου. Ήδη, το Μ-Λ ΚΚΕ συνέστησε μία επιτροπή για να επεξεργαστεί στο ζήτημα. Αποφασίστηκε να υπάρξει αρθρογραφία στο Λαϊκό Δρόμο, στα Αντιτετράδια και στην Πορεία, εκδηλώσεις, δημιουργία βίντεο, ανάδειξη βιβλιογραφίας κλπ. Δε θεωρούμε το ζήτημα δευτερεύον από ιδεολογική άποψη. Η άρχουσα τάξη αναστοχάζεται, αναθεωρεί και ξαναγράφει το παρελθόν, όπως κάνει και η ηγεσία του ΚΚΕ, που μηδενίζει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ισοπεδώνει το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, εξοβελίζει την εθνική ανεξαρτησία και τροφοδοτεί τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με ανιστόρητες απόψεις. Ας μιλήσουμε λοιπόν για το 1821.

Μέρος Δεύτερο

Πλησιάζει ο χρόνος όπου η Επιτροπή της Γιάννας Αγγελοπούλου θα παρουσιάζει το παρελθόν μας, δηλαδή θα μας πει ποιοι είμαστε, πώς φτάσαμε ως εδώ ύστερα από 200 χρόνια ανεξαρτησίας, θ’ ακούσουμε πολλούς και για πολλά και καλό είναι να δεθούμε στο μεσιανό κατάρτι, γιατί θα μας ξεκουφάνουν οι Σειρήνες των αστών. Η επανάσταση θα βάλει το φωτοστέφανό της και θα καθαγιαστεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας, δηλαδή το βαθύ DNA της θα εξαφανιστεί, οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία – Γαλλία – Ρωσία) θα εξωραϊστούν και θα παρουσιαστούν σαν ο άξονας του καλού για να δικαιολογηθεί η καθυπόταξη της χώρας δύο αιώνες στις Δυτικές δυνάμεις, η οθωμανική αυτοκρατορία θα βαφτιστεί συλλήβδην σε Τούρκους, η αρβανίτικη κλεφταρματολική συνιστώσα τού 1821 θα εξαφανιστεί, οι βαλκανικοί λαοί επίσης και εν τέλει το ’21 θα παρουσιαστεί σαν να έπεσε από τον ουρανό, μόνο και ανάδελφο, ασύμπτωτο και ιδιαίτερο. Ούτε το ανατολικό ζήτημα θα αναλυθεί, ούτε η ιστορικότητα του ’21. Κυρίως όμως οι ιθύνοντες νόες θα φροντίσουν να εξαφανίσουν το ρόλο των κοτζαμπάσηδων και των τσιφλικάδων, δηλαδή των Ελλήνων που προσκύνησαν την οθωμανική διοίκηση, στρά­φηκαν ανοιχτά ενάντια στο εγερτήριο σάλπισμα της Φιλικής Εταιρείας και του Ρήγα και αντιμετώπισαν την οργή των εξεγερμένων.

Το 1821 λοιπόν ήταν εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση ως προς τους στόχους, έχοντας ταυτόχρονα κοινωνικό υπόβαθρο. Με σημερινούς και ανάλογους όρους είναι ό,τι λέει το Μ-Λ ΚΚΕ: «Αποτίναξη της διπλής κυριαρχίας. Του εξωτερικού και του εσωτερικού εχθρού».
Στη σημερινή πολιτική συγκυρία, η άρχουσα τάξη θα θελήσει να παρουσιάσει τα ψέματα για το 1821 ως αλήθειες και να θάψει το πραγματικό ιστορικό γεγονός για να μη γνωρίζουν οι μάζες. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι στις αστικές εφημερίδες φιλοξενούνται κατά κόρον απόψεις που διαστρέφουν την ιστορική αλήθεια αλλά και τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού κράτους που προέκυψε από το 1821. Ανάμεσά τους είναι και εκείνες διανοουμένων προερχόμενων από την άλλοτε “ανανεωτική Αριστερά”, σαν τον θεωρητικό πατέρα της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, τον Γιάννη Μηλιό, πρώην στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι διεθνείς εξελίξεις

Στα Βαλκάνια και στα δυτικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διαδραματίζεται αυτό που ονομάστηκε «ανατολικό ζήτημα». Δηλαδή το κενό που παρουσιάστηκε από τη φθορά και υποχώρηση της οθωμανικής δύναμης ήδη από τον 17ο αιώνα. Η κατάκτηση της Κρήτης (1669) ήταν το κύκνειο άσμα των Οθωμανών, ενώ για τα σχέδια του κράτους που αρχίζει από την Αυστρία και φτάνει ως την Αίγυπτο και τη Συρία ερίζουν η Αγγλία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία και η Ρωσία. Η προέλαση των Τούρκων στη «Χριστιανική Ευρώπη» έχει ανακοπεί και η μεγάλη Αικατερίνη στη Ρωσία (1762-1796) έχει σχέδια για να κατέβει στη Μεσόγειο. Όταν οι Γάλλοι καταλαμβάνουν το 1797 τα Επτάνησα και ο Ναπολέοντας εκστρατεύει κατά της Αιγύπτου (1798) είναι μία καλή ευκαιρία για τη μεγάλη Πύλη (Τουρκία) να ζητήσει τη βοήθεια των Ρώσων και για πρώτη φορά ο ρώσικος στόλος «βλέπει» τη Μεσόγειο. Με τη συνθήκη της Αδριανούπολης (1829) η Σερβία αποκτά την αυτονομία της και με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) η Ελλάδα την ανεξαρτησία της. Όλα τα παραπάνω ανοίγουν την όρεξη της Ρωσίας που αρχίζει τον Κριμαϊκό πόλεμο, ο οποίος βρίσκει τους Αγγλογάλλους στο πλευρό των Τούρκων. Παρά τις εκκλήσεις των Ρώσων στους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων, το 1853 οι Αγγλογάλλοι μπαίνουν στη Σεβαστούπολη κι έναν χρόνο μετά συνάπτεται η Ειρήνη των Παρισίων που αναβαθμίζει τα τουρκικά δικαιώματα και ταπεινώνει τη Ρωσία, ενώ βάζει την Αγγλία τοποτηρητή στην περιοχή. Η Αγγλία έχει μπει για τα καλά στη βιομηχανική ανάπτυξη, διαθέτει πρώτες ύλες από τις πολυάριθμες αποικίες της, κάνει άλμα στην κλωστοϋφαντουργία εισάγοντας τις μηχανές, διαθέτει το πλέον προηγμένο δίκτυο μεταφοράς σ’ όλο τον κόσμο, έχει εκτοπίσει Ισπανούς και Ολλανδούς και τέλος διαθέτει προηγμένο πιστωτικό σύστημα και νομοθεσία που ευνοεί την αγορά. Με δυο λόγια, έχει προχωρήσει γοργά στο δευτερογενή τομέα. Η Δυτική Ευρώπη προχωράει με άλματα. Ενσωματώνει την βιομηχανική επανάσταση που σαρώνει τις παλιές βιοτεχνίες (μανιφακτούρες) και αλλάζει δραματικά τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας (γεωργία – κτηνοτροφία – αλιεία).

Οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης αποτελούσαν πλέον (19ος αιώνας) το κέντρο ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στο οποίο προστίθενται μετά την ενοποίησή τους και οι ΗΠΑ. Ο πληθυσμός αυξάνεται από 250 σε 450 εκατομμύρια και το ασφαλιστικό και τραπεζικό σύστημα κάνει άλματα. Ο ατλαντικός ωκεανός είναι γέφυρα των δύο ισχυρότερων οικονομικών πόλων, η αγορά και οι τράπεζες κανοναρχούν.

Αλλά η αστική ανάπτυξη κουβαλάει μέσα της το σπέρμα των καταστροφών. Τεράστιες μάζες ανθρώπων οδηγούνται στο μαρασμό, την προλεταριοποίηση και το περιθώριο. Τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα θυσιάζονται στο βωμό της μεταστροφής της αστικής τάξης, που από επαναστατική γρήγορα ξεθυμαίνει σε συνεργάτιδα των φεουδαρχών και αποικιοκρατική δύναμη.

Έτσι, το 1848, ξεσπάει στο Παρίσι επανάσταση που ανατρέπει το Λουδοβίκο Φίλιππο, για να βρεθεί αντιμέτωπη με το στρατό του Λουδοβίκου Ναπολέοντα του Γ΄ που μετατρέπει την πρωτεύουσα της Γαλλίας σε λουτρό αίματος. Ταυτόχρονα σε όλη την Ευρώπη δυναμώνουν κι εξελίσσονται νέες αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις με έντονο λαϊκό και εργατικό χρώμα.

Στην Ουγγαρία ο πατριώτης Κόσουτ ζητά Σύνταγμα για τη χώρα του και οι Μαγυάροι επαναστάτες προκαλούν αναταραχή στη Βιέννη και την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, ενώ ο μισητός Μέτερνιχ είδε το τέλος της παντοδυναμίας του. Ταυτόχρονα δυναμώνουν όλες οι τάσεις για τα εθνοκράτη και ξεψυχούν τα μικρά και αδύναμα φεουδαρχικά κρατίδια. Στην Ιταλία ξεσπά γενικό κίνημα ενοποίησης με ηγέτη τον Μαντσίνι. Ανάλογη πορεία βλέπουμε και στη Γερμανία όπου η δυναστεία των Χοεντσόλερν, που στηρίζεται στους γιούνκερς (φεουδάρχες) και ελέγχει το στρατό, διαλύεται για να επανενωθεί μιλιταριστικά από τον καγκελάριο Βίσμαρκ, ο οποίος κατηύθυνε την Πρωσία και έπειτα την Γερμανία συγκρουόμενος με Άγγλους, Γάλλους και Αυστριακούς. Οι πόλεμοι του Βίσμαρκ έχουν σαν σταθμό τη σύγκρουση με τους Γάλλους, την επανάσταση στο Παρίσι και την Παρισινή Κομμούνα (1871) από τις στάχτες της οποίας αναδύεται η δύναμη της εργατικής τάξης.
Ταυτόχρονα στις ΗΠΑ ξεσπά εμφύλιος πόλεμος με 720.000 θύματα και ήττα των Νοτίων πολιτικών που υποστηρίζουν τη δουλεία. Μετά τον εμφύλιο οι ΗΠΑ μπαίνουν σ’ ένα γοργό δρόμο ανάπτυξης αφού διαθέτουν ανεξάντλητο πλούτο πρώτων υλών, ένα φιλελεύθερο αστικό πολιτικό σύστημα που δεν έχει βαρίδια φεουδαρχίας και τεράστια αύξηση πληθυσμού που ενσωματώνει γοργά μετανάστες. Στη δεκαετία του 1870, οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα τεράστιο εργοστασιακό φάσμα, ένα ευρύ σιδηροδρομικό δίκτυο και τεράστια συγκεντρωμένη τραπεζική δύναμη, ενώ δεν έχουν φθαρεί από τους πολέμους που κατέτρωγαν την Ευρώπη. Ακριβώς αυτήν την περίοδο που οι αποικιοκρατικές χώρες στερεώνουν την κυριαρχία τους, η Ελλάδα ακολουθεί τους συμμάχους στον πόλεμο της Κριμαίας ενώ οι Τούρκοι ερημώνουν Θεσσαλία και Μακεδονία.

Η λαϊκή μούσα θα τραγουδήσει:

«Μέσα με δέρνει ο θάνατος

απ’ τη στεργιά ο Τούρκος

κι από τη θάλασσα η Φραγκιά».

Η επανάσταση του 1821, εθνικοαπελευθερωτική ως προς τους στόχους της και κοινωνική ως προς το βαθύτερο εσωτερικό περιεχόμενο, απομακρύνονταν από τους στόχους της. Πολλοί επαναστάτες παροπλίστηκαν, οι φιλέλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα όπως οι Γαριβαλδινοί της Ιταλίας και ο λαός κατέβασε το κεφάλι απέναντι στην «ξένη ακρίδα» και αποδέχτηκε τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ. Στην Κρήτη όμως δεν παύουν οι εξεγέρσεις κατά των Τούρκων με κυριότερη αυτή του 1866 στην οποία παίρνουν μέρος και αρκετοί φιλέλληνες με κυριότερο τον Αύγουστο Φλουράνς που τον βρίσκουμε αργότερα στην Παρισινή κομμούνα. Το 1876 επαναστατεί πάλι η Θεσσαλία για να ενωθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αστική τάξη καταπολέμησε κάθε παραγωγική ανάπτυξη, στράφηκε στη γη και όχι στην βιοτεχνία, αγόραζε χωράφια και δεν έφτιαχνε βιοτεχνίες ενώ η αστικοτσιφλικάδικη -πλέον- τάξη συσπειρώθηκε γύρω από το παλάτι που αναδείχτηκε ισχυρός πόλος εξουσίας.

Επανερχόμαστε στο προκείμενο.

Να πώς παρουσιάζεται μέσα από αυθεντικά κείμενα των πρωταγωνιστών της επανάστασης ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.

Ο Φωτάκος (ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη) στα Απομνημονεύματά του λέει: «Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες δεν ήταν λαοπρόβλητοι, καθώς τινές γράφουσι και λέγουσι. Αλλ’ ήσαν ένα σώμα ενωμένον δια του μεταξύ τους συμφέροντος. Όλα τα γινόμενα έξοδα (από την φατρίαν των κοτζαμπάσηδων ήσαν εις βάρος του ραγιά, ώστε ο ραγιάς δεν είχε καμμίαν ανακούφισιν εκ μέρους των κοτζαμπάσηδων ή των λεγόμενων πληρεξούσιων (βεκίληδων). Όλος ο θόρυβος και η κίνησις εγίνετο προς το συμφέρον των Τούρκων και των συντρόφων των κοτζαμπάσηδων… Ούτοι ενήργουν ως υπηρέται των ορέξεων των Τούρκων και το επάγγελμα αυτό ήτο ο πόρος της απαλλαγής της από τα βάρη και τας φορολογίας. Εισέπραττον εκατόν και έδιδον μόνον εικοσιπέντε, εξαπατώντες τους Τούρκους. Τοιούτος ήτο ο κοτζαμπάσης, όστις κατά τα άλλα πάντα εμιμείτο τον Τούρκον, καθώς εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα της οικίας του. Η ευζωία του ήτο όμοια με εκείνην του Τούρκου και μόνον κατά το όνομα διέφερεν. Αντί π.χ. να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην και αντί να πηγαίνει εις Τζαμί, επήγαινεν εις Εκκλησίαν. Μόνον κατά τούτο υπήρχε διάκρισις…».

«Ο κοτζαμπασιδισμός ήταν μια πληγή αγιάτρευτη διά την μεγάλην μάζα του παραγωγικού πληθυσμού. Από το Αρχείον Ανδ. Λόντου πληροφορούμαστε ότι κατά το έτος 1789 οι κάτοικοι του Διακοφτού παραπονούντανε δια την τυραννία, αδικίες, καταφρόνιες που λαμβάνουν καθημερινώς από τον (φεουδάρχη) Χρύσανθο Χαραλάμπη. Επίσης, τον Απρίλιον του 1818 εις το χωριό Γελίνι Αιγαίου οι αγρότες εδήλωσαν ότι δεν μπορούν να κρατήσουν το βάρος των φόρων και, επειδή δεν τους άκουε κανείς, παράτησαν το χωριό και έφυγαν και πήγαν σ’ άλλα τσιφλίκια δουλευτάδες. Εις τα χρόνια αυτά, φαίνεται οι αγρότες καλλιεργητές κατεπιέζοντο πολύ από διάφορα δοσίματα και δι’ αυτό αναγκάζονταν να παίρνουν τα βουνά. Έφευγαν από τα κτήματα που δούλευαν και πολλές φορές κρύβονταν μέσα σε σπηλιές και λόγγους».

Και ο Ανώνυμος συγγραφεύς της «Ελληνικής Νομαρχίας», λίγο πιο ύστερα από το θάνατο του Ρήγα, τόνιζε ορθά κοφτά: «Τι λοιπόν (οι κληρικοί) διδάσκουν τον απλούστατον λαόν;… Αναφέρουσι ποτέ το ρητόν «μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος»; Εξηγώσι ποτέ τι εστί Πατρίς; Λέγουσι ποτέ πώς και ποιοι πρώτον πρέπει να τη βοηθήσουν; Φέρουσι ποτέ τα παραδείγματα του Θεμιστοκλέους, του Αριστείδου, του Σωκράτους και άλλων μυρίων εναρέτων και σοφών; Μας είπαν ποτέ πώς διοικείται ο κόσμος και ποια είναι η καλλιτέρα διοίκησις; Μας εξήγησαν ποτέ τι είναι αρετή;… Οι ιεροκήρυκες αρχινούν με τας ελεημοσύνας και τελειώνουν με τας νηστείας. Πώς θέλεις λοιπόν να εξυπνήσουν οι Έλληνες από της τυραννίας;…».

Αν η Φιλική Εταιρεία και οι διανοούμενοι είναι το «κεφάλι» της επανάστασης, τα οπλισμένα χέρια της είναι οι κλέφτες και το σώμα της αγρότες, ναύτες, επιτηδευματίες. Μέσα τους βρίσκονταν τίμιοι αστοί και μεγαλέμποροι. Απέναντί τους η οθωμανική αυτοκρατορία, ο ανώτατος ορθόδοξος κλήρος και οι κοτζαμπάσηδες.

Η κλεφτουριά λοιπόν είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων, κατά την προ του 1821 εποχή. Η λαϊκή Μούσα γι’ αυτό ύμνησε και τραγούδησε -πότε παθητικά και πότε με λυρική έξαρση- τα κατορθώματα, τη λεβεντιά και τα έργα των κλεφτών:

«Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,/ για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,/ χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν./ –Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,/ να κάνω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν/ και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους».

Άλλο δημοτικό τραγούδι πάλι λέει: «Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,/ δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες·/ μον’ καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,/ να βγουν οι βλάχες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες».

Και ο αγωνιστής του Εικοσιένα Ν. Κασομούλης επιγραμματικά τονίζει: «Πολλοί Έλληνες ραγιάδες, μη υπομένοντες τας αδικίας των διοικητών Τουρκών, τα βαρειά δοσίματα και τους τυραννικούς προεστούς, πάντοτε εφοβέριζαν με το σηκώνομαι κλέφτης».

Όμως ηχώ της λυσσασμένης αντεθνικής πολιτικής του Πατριαρχείου είναι τα όσα έγραφε τότε ο καλόγερος Κύριλλος Λαυριώτης: «Ο διεφθαρμένος την φρένα Ρήγας και οι περί αυτόν ακαίρως και αφρόνως σπουδάσαντες και προ γε τούτων άλλοι συχνοί επιχειρήσαντες μεν μηδέν μέγα ή μικρόν κατορθώσαντες, αλλά προς το κακώς δραμείν και σφας αυτούς παρέδωσαν θανάτω ασχήμονι, τους ομογενείς δε πιστούς μεγάλοις πειρασμοίς και ζημίαις εμβαλόντες». Και ο ίδιος κατακρίνει το Ρήγα για την εθνική του δράση και επιχαίρει για τη σύλληψη και θανάτωσή του: «…μερικώς μεν επί των καθ’ έκαστα: ως επί του παράφρονος Ρήγα, ος εκδούς εγκύκλια γράμματα διεγερτικά κατά των νυν τυράννων άνευ της Χριστού ευδοκίας κακώς ως κακός το ζην απεστέρεται· θοίνη (φαγητό) προσήκουσα τοις εν τω ποταμώ Ίστρω ιχθύσι γενόμενος μετά των αυτού συνωμοτών και ύλη της αιωνίου κολάσεως κατά του Χριστού λυττήσας (λύσσαξε) ούτε Χριστιανός ουθ’ Εβραίος, αλλά διάβολος ην ανθρώπου μορφήν ενδεικνύμενος».

Τι στάση κρατάει το Πατριαρχείο για την επανάσταση; Ας δούμε αυθεντικά τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ που αφόρισε την επανάσταση: «Και άλλοτε δια πολλών εκκλησιαστικών ημών εγκυκλίων γραμμάτων εδηλώσαμεν προς πάντας τους ομογενείς ημών ευσεβείς… της κραταιάς και αηττήτου βασιλείας το χρέος όπου έχομεν να φυλάττωμεν το πιστόν ημών του ραγιαλικίου και να δεικνύωμεν πάντοτε λόγοις και έργοις και κατ’ εξοχήν εν τοις παρούσι καιροίς… να διατηρήσητε εαυτούς ανωτέρους πάσης διαβολής και ενέδρας των υπεναντίων και εχθρών της κραταιάς βασιλείας… δίκην σάλπιγγος επηχήσαμεν εις όλων τας ακοάς… να μη τολμήσητε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να δεχθήτε ποτέ τους υπεναντίους και εχθρούς κατά της κραταιάς βασιλείας…».

Απέναντί τους φωτισμένοι διανοούμενοι όπως ο Άνθιμος Γαζής. Ιδού τι λέει απευθυνόμενος στον λαό:
«… Πρέπει να ξέρετε πως αυτά έχει ο πόλεμος. […] Θα πέσουν κεφάλια, θα χαλάσουν σπίτια, θα καούν χωριά, θα κλάψουν πολλές μανάδες. Μα τι να γίνει; Η ελευθερία δεν μπορεί να παρθεί με τα ψέματα, ούτε μπορούμε να πάρουμε μ’ ένα ρεσάλτο τα κάστρα της Τουρκιάς. Θα πολεμήσουμε, θα σκοτωθούμε, μα στο τέλος θα νικήσουμε…».

Αλλά και ο φλογερός πατριώτης Αντ. Οικονόμου, μεσαίος πλοιοκτήτης της Ύδρας, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, λέει:
«Αδέρφια, ο πόλεμος της ελευθερίας άρχισε. Παντού ακούεται το ντουφέκι. Οι Αγαρηνοί χτυπιώνται και διώχνονται από την πατρίδα μας. Μόνο εδώ οι τουρκολάτρες πρόκριτοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Είναι ντροπή μας να μην παίρνουμε μέρος εις τον εθνικόν αγώνα. Αντίς να είμαστε οι πρώτοι, μείναμε οι τελευταίοι. Οι άρχοντές μας δεν θέλουν να κινηθούν, γιατί φοβούνται τον πόλεμο και γι’ αυτούς ο πατριωτισμός είναι μόνο το πουγγί τους. Εμείς όμως τους φτιάξαμε τις περιουσίες τους. Εμείς θαλασσοπνιγήκαμε τόσες φορές. Εμείς με τη ζωή μας κρεμασμένη από μια κλωστή μαζέψαμε τα πλούτη που έχουν, για να τα κρύψουν στις στέρνες και να τα έχουν αυτοί και να μας καταφρονούν τώρα που δε μας έχουν ανάγκη.. Είναι δίκαιο και σωστό όμως να προτιμώνται τα πλούτη από την ελευθερία του γένους; Είναι δίκαιο να μένουμε αργοί εις την σημερινήν περίστασιν, που τ’ αδέρφια μας σκοτώνονται για την ελευθερία όλων μας; Οι άρχοντες προτιμούν το πουγγί τους και όχι την ελευθερία της πατρίδος. Πρέπει να τους αφήσουμε να προδίδουν την πατρίδα και να μας κάνουν και εμάς καταφρονεμένους αύριο στους άλλους Γραικούς και η ιστορία να μας γράψει προδότες εις τα κατάστιχά της; Ας θυμηθούμε του Ρήγα το κήρυγμα, που σάλπισε πριν από λίγα χρόνια και ας ορκιστούμε πάνω εις τον σταυρόν πως θα πολεμήσουμε ως τον ένα για την ελευθερία του γένους και για μια καλύτερη και δικαιότερη κατάστασή μας. Πρέπει όλα ν’ αλλάξουν και θ’ αλλάξουν, αν δώσουμε το χέρι και μείνουμε πιστοί στον όρκο μας. Τα πλεούμενα της Ύδρας μπορούν να κάνουν μεγάλα πράματα. Δεν είναι των αρχόντων, αλλά της πατρίδος. Θυμάστε τι έκαναν οι Φραντζέζοι και πόσο δόξασαν την Φράντζα. Ήρθεν η ώρα και οι Γραικοί να δείξουν εις όλον τον κόσμον πως δεν εξέχασαν την ιστορία των πατέρων τους. Ας μην αφήσουμε λοιπόν τους προεστούς να μας κυβερνούν. Η φωνή της πατρίδος μας καλεί να λάβωμεν τα όπλα και με τα καράβια μας να κάνουμε ό,τι κάνουν οι άλλοι γραικοί ναυτικοί…».

Όλοι οι σοβαροί μελετητές της επανάστασης χαρακτηρίζουν με τα πιο μελανά χρώματα τον κοτζαμπασιδισμό: «Οι μεγάλοι θησαυροί των εθνικών κτημάτων (δηλαδή των πρώην τουρκικών) και των ιδιωτικών και δημοσίων, που ύστερα από το διώξιμον και την καταστροφήν των Τούρκων έπεσαν στα ελληνικά χέρια, πολύ λίγο διατεθήκανε για τις ανάγκες της Επαναστάσεως και για όφελος του νέου κράτους που δημιουργούντανε». (Μέντελσον-Βαρθόλδη: Ιστορία της Επαναστάσεως τομ. Α΄).

«Εκείνος που ζημιώνει το Έθνος κανένα δε βλάφτει!… Τι πιο ταιριαστό γι’ αυτούς, παρά μια επανάσταση που θα τους έφερνε κέρδη; Έπαιρναν τους φόρους που πλήρωναν οι έλληνες αγρότες και τους τσέπωναν ταχτικώτατα, όπως τον παλιό καιρό τους μάζευαν οι Τούρκοι. Κι ακόμα, σα να μην έφταναν αυτά, έπαιρναν και τον παρά των Τούρκων, καθώς και τα χαλκώματα και τα έπιπλα των τουρκικών σπιτιών… Μια που γκρεμίστηκε το καθεστώς του Σουλτάνου, ο προεστώς (κοτζαμπάσης) άρχιζε να νομίζει τον εαυτούλη του Σουλτάνο… Οι Χριστιανοί εκείνοι πασάδες προετοιμάζονταν έτσι να εξακολουθήσουν το έργον των Τούρκων πασάδων».

«Ανάμεσα στους προύχοντας εξείχαν τώρα (δηλαδή στα 1824) οι δύο Αντρέηδες, ο Ζαΐμης και ο Λόντος, καθώς και ο πλούσιος από την Ηλεία γαιοκτήμονας Σισίνης, που οι κολλιγάδες του έπρεπε γονατιστοί να τονε καλούνε άρχοντα. Ο Σισίνης ευχόντανε να αποθάνει όπως ο Κλάρενς, πίνοντας κρασί της Μονεμβασιάς και επιθυμώντας το πιο πολύ να ξακολουθήσει η τουρκική-πασάδικη ζωή και να βλέπει μπροστά του να τρέμουν οι δούλοι και οι σκλάβες, ζώντας μέσα στα ωραία αγροκτήματά του, που είχαν μπαξέδες μεγάλους και μεγαλόπρεπους σταύλους, όπου τρέφονταν διαλεχτά άλογα».

Συμπερασματικά

Ωστόσο, η αστική τάξη δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να παραμερίσει τη δειλία και την προδοσία των κοτζαμπάσηδων που παρουσιάζονταν με δύο πρόσωπα. Η αναδυόμενη αστική τάξη εύκολα δεχόταν την επιρροή των ξένων κυβερνήσεων και κυρίως την αγγλική επίδραση, στο βαθμό μάλιστα που η Αγγλία είχε αναπτύξει τη δεύτερη εικοσαετία του 19ου αιώνα εκπληκτική οικονομική και πολιτική αποικιοκρατία. Στο εσωτερικό της χώρας επίσης δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να παίζει ένα αυτόνομο ρόλο, γι’ αυτό και υποχωρούσε συμμαχώντας με τους τσιφλικάδες και τους κοτζαμπάσηδες, όταν μάλιστα πολλοί από αυτούς βλέποντας το επαναστατικό κύμα, τρύπωναν σ’ αυτό για να το υποτάξουν και να το κατευθύνουν. Το «όλοι μαζί» που πλασάρει τώρα η κυρίαρχη προπαγάνδα είναι «παραμύθια της Χαλιμάς». Να τι έγραφε ο ραδιούργος εγγλεζόφιλος και δανειολήπτης Μαυροκορδάτος προς την αγγλική κυβέρνηση: «Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν έχουμε εργατικό κίνημα -αυτό θα προκύψει πολύ αργότερα- και τα μηνύματα από την Ευρώπη είναι ασθενικά». Διαβάζουμε επίσης σε προκήρυξη της Άνδρου: «Ήλθεν η ώρα να καταργήσωμεν την αθλιότητα, να απαλλάξωμεν την κατάντια μας και να δώσωμεν το παράδειγμα και εις τους λοιπούς νησιώτας και τους άλλους Γραικούς όπου στενάζουν από την αγροτικήν σκλαβιάν. Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι εις τους ολίγους τουρκάρχοντας που την νέμονται με το δικαίωμα του ισχυρότερου το οποίον απέκτησαν από τους Φράγκους και τους Οθωμανούς κατακτητάς. Ο εθνικός αγών μας δια να πάρει ουσιαστικήν σημασίαν πρέπει να ολοκληρωθεί με την κατάργησιν κάθε προνομίου και κάθε δικαιώματος τα οποία υποβιβάζουν την πλειονότητα των γεωργών εις την κατάστασιν του δούλου. Η ένωσις φέρει την δύναμιν και θα μας δώσει την εξουσίαν να εκτελέσωμεν την απόφασίν μας. Η κοινοκτημοσύνη δεν είναι ζορμπαλίκι, αλλά έργον δικαιοσύνης. Πρέπει να παύσωμεν να είμεθα κολλιγάδες, όπως επαύσαμεν να είμεθα ραγιάδες. Και αυτό είναι στο χέρι μας, αρκεί να μη δειλιάσωμεν. Θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον και την δούλευσίν τους. Δι’ όλα αυτά θα γίνει σύναξις εις την Μεσαριάν, δια να λάβωμεν από κοινού αποφάσεις. Το φέρσιμό μας αυτό θα μας κάνει πρωτολάτας εις τον δίκαιον αγώνα όλων των κολλίγων και θα γίνει άκουσμα εις όλα τα μέρη της πατρίδος και εις όλον τον κόσμον και παντού θα μας επαινέσουν και θα μας δώσουν δίκαιον».

Το τέλος του 1824 ξεκινάει η β΄ φάση του εμφυλίου πολέμου, αφού ο σουλτάνος είχε ζητήσει τη βοήθεια του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και ενώ είχε προηγηθεί η καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών από τους Τουρκοαιγυπτίους. Στις αρχές του 1825 η Αγγλία δίνει το δεύτερο δάνειο της ανεξαρτησίας και ο καλά εκπαιδευμένος στρατός του Ιμπραήμ αποβιβάζεται στη Μεθώνη. Μετά τη λήξη του εμφυλίου, ανάμεσα πάλι στους μικροκαπεταναίους και τον Κολοκοτρώνη από τη μία μεριά και τη «νόμιμη» κυβέρνηση από την άλλη, υπογράφεται (4 Απρίλη) το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης ανάμεσα στη Ρωσία και την Αγγλία και το 1828-29 (Λονδίνο-Αδριανούπολη) αποφασίζεται η ανεξαρτησία της Ελλάδας, που επικυρώνεται στις 3 Φλεβάρη 1830 (Λονδίνο). Μεσολάβησε η ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβρης 1927), που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των ελληνικών δυνάμεων, παρ’ ότι στις τελευταίες -όλο και περισσότερο- στους κόλπους της επανάστασης κυριαρχούσαν συντηρητικές και ξενόδουλες δυνάμεις. Το προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδας (1822) αποτελούσε περισσότερο μία φαντασιακή υπόσχεση παρά μια πραγματικότητα και η πλάστιγγα έγερνε προς το αγγλικό κόμμα του Μαυροκορδάτου και τις συνωμοσίες του Κωλέττη. Το νεότευκτο κράτος, που περιοριζόταν στο Μοριά, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, είχε ελάχιστη σχέση με την ενδοχώρα των Βαλκανίων και κυρίως με τη Σερβία του Καραγιώργη. Εκτός ελληνικού κράτους έμενε η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τα Ιόνια νησιά, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη και η «μικρή Ελλάδα» ήταν ο αρραβώνας των επαναστατημένων με τις μεγάλες δυνάμεις. Ο Καποδίστριας, πατερναλιστής, συγκεντρωτικός και ξεκομμένος από το λαό, μάλλον είχε στο μυαλό του ένα «άλλο έθνος» μοναρχικού τύπου, με απουσία συντάγματος. Έτσι ο Όθωνας ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη κοντυλιά.

Τις παραμονές της επανάστασης, λοιπόν, οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες διαμορφώνονται ως εξής:
• Το Πατριαρχείο ως βασικός φορέας του βυζαντινισμού και της δολοπλοκίας είναι εχθρικό σε κάθε νεωτεριστική και αστική δημοκρατική ιδέα. Στις παραμονές της εξέγερσης, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ βγάζει συνοδικό τόμο για να χτυπήσει τις ολέθριες ιδέες του διαφωτισμού, καταγγέλλοντας το Ρουσσώ, το Βολταίρο και τη γαλλική επανάσταση. Ήδη από το 1806 είχε αφορίσει τους κλέφτες και το 1821 την επανάσταση (λίγο πριν τον κρεμάσει ο Σουλτάνος). Δίπλα του οι Φαναριώτες, που ακολουθούν υποτελή και συμβιβαστική στάση στο Σουλτάνο με αντάλλαγμα τον διορισμό σε ανώτερες διοικητικές θέσεις, όπως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία-Βλαχία). Μόνο κατά την έναρξη της επανάστασης διαφοροποιήθηκαν για ίδιον όφελος οι Μαυροκορδάτοι που ίδρυσαν το αγγλικό κόμμα, οι Κωλέττηδες που προσχώρησαν στους Γάλλους και οι Υψηλάντηδες που ακολούθησαν ρωσόφιλη πολιτική. Οι κοτζαμπάσηδες, μαζί με τον μεσαίο κλήρο, φιλοδοξούν να πάρουν τα χτήματα των Τούρκων, είναι εχθρικοί προς το επαναστατικό κίνημα, ιντριγκαδόροι και σε κάθε περίπτωση προσδοκούν στις ξένες δυνάμεις χωρίς να έχουν καμιά εμπιστοσύνη στα επαναστατικά σκιρτήματα της κοινωνίας, μισούν την επανάσταση. Το εμποροτραπεζικό, εφοπλιστικό και μεσιτικό κεφάλαιο κινείται δυναμικά και αντιφατικά. Ένα μικρότερο τμήμα του δένεται με τους Αγγλογάλλους, ενώ το μεγαλύτερο αντιδρά στα πολιτικά δεσμά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στις παροικίες του εξωτερικού στηρίζει τη Φιλική Εταιρεία, ενώ η «διανοούμενη πλευρά» τους επιδιώκει να ωριμάσει το έθνος, όπως κηρύσσουν ο Αδ. Κοραής, ο Ανθ. Γαζής, ο Αλ. Μαυροκορδάτος.
Το Φανάρι, οι πρόκριτοι-κοτζαμπάσηδες-προεστοί, και ο ανώτερος κλήρος αποτελούν τα 3 εσωτερικά «κακά» της επανάστασης.
• Αντίθετα, οι μεγάλες μάζες του έθνους, οι αγρότες, οι ναύτες, οι ακτήμονες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι οπλισμένοι κλεφταρματoλοί πιστεύουν στην επανάσταση και την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού. Είναι αυτοί που αποτελούν το στρατό των ανυπότακτων. Οι αγρότες, οι ναύτες, οι γυρολόγοι, ο κατώτατος κλήρος, οι δάσκαλοι, οι μικρέμποροι, οι σπουδαστές, αποτελούν μια δραστήρια επαναστατική δύναμη που υπερνικά την ντόπια συντήρηση και τον υπέρτερο τούρκικο στρατό. Ο στόχος για μία ελευθερωμένη και δημοκρατική πατρίδα, για ένα κοινωνικό σύνταγμα στις αρχές του διαφωτισμού, συνέχει, συγκροτεί και εμπνέει.

Συνεχίζεται…