Άουσβιτς, 1944. Ο Ούγγρος Σαούλ Αουσλόντερ, “απασχολείται” από τους ναζί ως Sonderkommando, ως ένας από τους Εβραίους που εξαναγκάζονται να συνοδεύουν – να σπρώχνουν, στην ανάγκη, τους ομόθρησκούς τους – και όχι μόνο, καθώς στο Άουσβιτς δολοφονήθηκαν αιχμάλωτοι διαφόρων θρησκευμάτων, εθνοτήτων, κοινωνικών και πολιτικών φρονημάτων – γυμνούς στους θαλάμους αερίων, περιμένοντας μέχρι το Zyklon B να κάνει τη δουλειά του. Στη συνέχεια περισυλλέγουν τις σωρούς, τα κομμάτια, όπως αποκαλούνται από τους Γερμανούς, τις καίνε, πετάνε τις στάχτες στο ποτάμι και καθαρίζουν σχολαστικά τους θαλάμους ώσπου να ‘ρθει η δική τους σειρά – οι ναζί δεν θέλουν μάρτυρες.
Όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την (δις) θανάτωση ενός εφήβου, τον αναγνωρίζει ως γιο του κι αποφασίζει να τον θάψει σύμφωνα με το εβραϊκό τελετουργικό, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή ν’ αποκαλυφθεί, την ίδια ώρα που οι Sonderkommandos οργανώνουν εξέγερση και ζητούν τη συμμετοχή του.

Τελευταίος σταθμός του αφιερώματός μας, η πολυβραβευμένη ταινία του Ούγγρου Λάζλο Νέμες “Ο γιος του Σαούλ”.
Το καλοκαίρι του 1944, τα σοβιετικά στρατεύματα που προελαύνουν στην Πολωνία κυνηγώντας τους οπισθοχωρούντες Γερμανούς, απελευθερώνουν το ένα μετά το άλλο τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: Μαϊ­ντάνεκ, Μπέλζεκ, Σόμπιμπορ, Τρεμπλίνκα. Δεν φτάνουν στο Άουσβιτς, το μεγαλύτερο από τα κέντρα μαζικής εξόντωσης παρά τον Ιανουάριο του 1945, όπου ανακαλύπτουν εκτός από τις εκατοντάδες χιλιάδες κοστουμιών και φορεμάτων, πάνω από 6,5 τόνους ανθρώπινων μαλλιών – τεκμήριο της πιο ακραίας θηριωδίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έχει μεσολαβήσει πάνω από χρόνος από την εξέγερση του ’44 (Άουσβιτς – Οκτώβρης), όταν Ούγγροι και Έλληνες κρατούμενοι μάχονται μέχρις εσχάτων, αφού προηγουμένως καταφέρνουν ν’ ανατινάξουν κάποια από τα κρεματόρια.

Με μιαν ασθμαίνουσα κάμερα που κλείνει τον χώρο του Άουσβιτς στο τετράγωνο που αντιστοιχεί στο φιλμ των 40 mm, μ’ έναν καταιγισμό τρομαχτικών ήχων στο φόντο, ο Ούγγρος σκηνοθέτης Λάζλο Νέμες, πρώην βοηθός του Μπέλα Ταρ (“οι Αρμονίες του Βερκμάιστερ”, “το άλογο του Τορίνο”), παρακολουθεί το νεκροζώντανο Ουγγροεβραίο Σαούλ σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια ν’ αποδώσει αξιοπρέπεια στη σωρό ενός αγοριού, που είναι; θα μπορούσε να είναι; γιος του, εν μέσω της εξέγερσης των συγκρατουμένων του, που θα παρασύρει και τον ίδιο. “Ο γιος του Σαούλ” ωστόσο δεν αφορά κυρίως τους εξεγερμένους του Άουσβιτς, όπως δεν αφορά μόνο το Ολοκαύτωμα.

Ο ίδιος ο Νέμες λέει σχετικά: “Το ερώτημα που φιλοδοξεί ν’ απαντήσει η ταινία είναι αν υπάρχει εσωτερική επιλογή και διέξοδος όταν δεν υπάρχουν εξωτερικές. […] Δεν ήθελα να μιλήσω αυστηρά για τη σωματική επιβίωση. Δεν εννοώ κάποιου είδους μεταφυσική λύτρωση, αλλά τη δυνατότητα απόδρασης από την τρέλα, από το απόλυτο αδιέξοδο. […] Δεν μπορείς ν’ αναπαραστήσεις την απόλυτη φρίκη. Μπορείς να κάνεις τον θεατή να την υποπτευθεί, μπορείς να την υπονοήσεις, μπορείς να τη θολώσεις στην άκρη του κάδρου, δεν μπορείς όμως να τη δείξεις ως αληθινή εικόνα. Το να μετατρέψεις τη φρίκη σε θέαμα είναι η απόλυτη ανηθικότητα. […] Σκοπός μας ήταν να ακολουθήσουμε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο από τη συνηθισμένη προσέγγιση των ιστορικών δραμάτων, το τεράστιο πεδίο δράσης τους και την πολυσήμαντη αφηγηματικότητά τους. […] Ένας από τους λόγους για τους οποίους γύρισα τον “Γιο του Σαούλ” είναι η οργή μου. Έχω θυμώσει με όλες τις προηγούμενες κινηματογραφικές προσεγγίσεις του Ολοκαυτώματος των Εβραίων. […] Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων δεν ήταν ζήτημα επιβίωσης, όπως παρουσιάζεται σε ταινίες που δείχνουν και λένε πάρα πολλά. Η νέα γενιά θεατών πρέπει να αντιληφθεί ότι το Ολοκαύτωμα δεν είχε να κάνει με τον συναισθηματισμό και με τις προγραμματισμένες επεξηγήσεις. Το Ολοκαύτωμα ή­ταν ζήτημα θανάτου. Ήταν ζήτημα δολοφονιών. Άνθρωποι εξολόθρευαν άλλους ανθρώπους, άνθρωποι διοικούσαν μια βιομηχανία εξολόθρευσης άλλων αν­θρώ­πων. […] Η προσέγγιση του θεατή πρέπει να επιστρέψει ξανά στο επίπεδο της ανθρωπιάς. Γιατί νομίζω ότι ο ίδιος ο άνθρωπος και η στάση του απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση είχαν χαθεί μέσα στην ευκολία των κλισέ της δραματουργίας και της εξωραϊσμένης εικονογράφησής της […]».
Με μια χειρονομία απύθμενης γενναιοδωρίας, ο Νέμες υποκλίνεται στην ανθρωπιά που αναδύεται στα συντρίμμια της ύπαρξης, εκεί που η ταπείνωση έχει τσακίσει κάθε ελπίδα για ζωή. Την ίδια στιγμή που απαρνιέται τους ζωντανούς, ο Σαούλ διεκδικεί αξιοπρέπεια για ένα νεκρό παιδί, το παιδί του, το παιδί κανενός και καθενός.

Δεν υπάρχει ανθρώπινο διάβα χωρίς νόημα – ακόμα κι όταν όλα τα σημάδια δείχνουν το αντίθετο – όσο υπάρχει συνείδηση. Στεγνός από πίστη κι ελπίδα (“είμαστε όλοι νεκροί”, ξεστομίζει σε ανύποπτη στιγμή), ο Σαούλ διαβαίνει τον Αχέροντα με αίσθημα ύστατου χρέους προς αυτούς που χάθηκαν, αλλά κι αυτούς που θα ‘ρθουν: ν’ αφήσει πίσω του ένα ίχνος αθωότητας – ένα ίχνος Ανθρώπου.
Μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών.