Στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, τρεις Παλαιστίνοι μαχητές, φίλοι από παιδιά, ο Ταρέκ, ο Αμζάντ κι ο Ομάρ, σκοτώνουν έναν ισραηλινό στρατιώτη.
Οι ισραηλινοί αντιδρούν συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας τον Ομάρ, προσβλέποντας σε μια ομολογία που να ενοχοποιεί τον Ταρέκ, ηγετικό στέλεχος υποτιθέμενα των Παλαιστινίων.
Ο Ομάρ δεν υποκύπτει, ο έρωτάς του ωστόσο για την αδελφή του Ταρέκ Νάντια, γίνεται αιτία εμπλοκής του σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό παγίδευσης από τους ισραηλινούς, αλλά και καχυποψίας εκ μέρους των συντρόφων του.

Επιμένουμε παλαιστινιακά, με μια ταινία που απεικονίζει μ’ έντονα χρώματα τις συνθήκες ζωής και αντίστασης στην πολύπαθη Παλαιστίνη.
Ο Χανί Αμπού-Ασάντ, όπως κι ο έτερος γνώριμός μας Παλαιστίνιος σκηνοθέτης, ο Ελία Σουλεϊμάν, κινηματογραφούν εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, κι από διαφορετικές γωνίες, ποικίλες όψεις της ζωής στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Ο Ασάντ, δημιουργός και της ταινίας “Παράδεισος τώρα” (2005), περιγράφει με εντυπωσιακή αληθοφάνεια και με κοφτερή αφηγηματική γλώσσα στο “Ομάρ”, μια καθημερινότητα που σε κάθε σχεδόν πλάνο, ορίζεται από την αγριότητα της αδιάκοπης ισραηλινής καταστολής, παραδίνοντάς μας μια πολυπρισματική αναπαράσταση της άνισης από κάθε σκοπιά αναμέτρησης.

Οι αλληγορικές σεκάνς της έναρξης και του τελευταίου δεκάλεπτου, με τον Ομάρ να επιχειρεί να περάσει από την άλλη πλευρά του τείχους της ντροπής, αντανακλούν τη ρεαλιστική αλλά και τη συμβολική διάσταση του αποκλεισμού. Ο νεαρός φούρναρης Ομάρ, όπως και κάθε Παλαιστίνιος της Δυτικής Όχθης που μοιράζεται την κοινή μοίρα, αποκόπτεται όχι μόνο απ’ όσα κι όσους αποκλείει το τείχος, αλλά κι απ’ τον ίδιο του τον εαυτό και τις πιο απλές ανθρώπινες επιθυμίες.
Η αντίσταση στα κατεχόμενα περνάει κι από ένα καθ’ όλα αντιηρωικό μονοπάτι, που το διαβαίνει κανείς με βασική πυξίδα τη συνείδησή του.

Ύστατη, κι αδιάτρητη ως φαίνεται ασπίδα, το σχεδόν αόρατο δίχτυ αλληλεγγύης: ο ηλικιωμένος Παλαιστίνιος δεν αφήνει τον Ομάρ να “πέσει”, κι ο Ομάρ θα περάσει με τη βοήθειά του το τείχος, για να φτάσει ως το τέλος της αντιηρωικής πορείας του. Στο ίδιο πνεύμα, τα πλάνα με τα μικρά παιδιά που πετροβολούν τους Ισραηλινούς ασφαλίτες, οι πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν την κρίσιμη στιγμή, οι σκηνές της πάνδημης κηδείας, ως άλλο, απροσπέλαστο τείχος άρρηκτης ενότητας.

Σε συνέντευξή του γι αυτή του την ταινία, ο Αμπού-Ασάντ καταθέτει μεταξύ άλλων: «Για μένα, η αληθινή ζωή προσφέρει το καλύτερο υλικό για οποιονδήποτε αφηγητή και η συγκεκριμένη ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση. Πριν από αρκετά χρόνια, έπινα τσάι στη Ραμάλα μ’ έναν καλό μου φίλο, ο οποίος μου είπε ότι μια μέρα τον προσέγγισε ένας πράκτορας της κυβέρνησης, ο οποίος ισχυριζόταν ότι κατείχε προσωπικές πληροφορίες για κείνον. Στη συγκεκριμένη φάση, ο πράκτορας χρησιμοποίησε αυτό το “μυστικό” προκειμένου να κάνει τον φίλο μου να συνεργαστεί. Μόλις το άκουσα, ένιωσα ότι έπρεπε να ψάξω περισσότερο αυτό το θέμα, ν’ ανακαλύψω το πώς τέτοιες συνθήκες και τέτοιες πράξεις μπορούν να επηρεάσουν την αγάπη, τη φιλία και την εμπιστοσύνη. Μετά από σκέψη, βρέθηκα μια νύχτα να μην καταφέρνω να κοιμηθώ, και τότε έπιασα ένα κομμάτι χαρτί, και τέσσερεις ώρες αργότερα είχα την ακριβή δομή αυτού που το “Ομάρ” είναι σήμερα. […] Το Τείχος έχει χωρίσει τις Παλαιστινιακές πόλεις από τους εαυτούς τους, έχει χωρίσει χωριά, προσφυγικούς καταυλισμούς, και δημιουργεί καντόνια όπου ζουν οι Παλαιστίνιοι. […] Στην Ιερουσαλήμ, και οι δύο πλευρές είναι υπό κατοχή. Πρόθεσή μου ήταν να δημιουργήσω μία εικονική Παλαιστινιακή πόλη, η οποία νa διασχίζεται από το Τείχος τυχαία, χωρίς διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές. […] Το να πηδάει κανείς το Τείχος είναι μέρος της καθημερινής ζωής στην Παλαιστίνη. Υπάρχουν ακόμα κι άνθρωποι των οποίων η δουλειά είναι να βοηθούν άλλους να περνούν στην άλλη πλευρά. […] Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το Τείχος δεν αποτελεί μόνο σύνορο μεταξύ Ισραήλ και Δυτικής Όχθης, αλλά στην πραγματικότητα έχει χτιστεί με τέτοιο τρόπο που χωρίζει τους Παλαιστίνιους από τους εαυτούς τους. […] Το βασικό θέμα της ταινίας είναι η εμπιστοσύνη και το πόσο σημαντική είναι για τις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και το πόσο εύκολο είναι να χαθεί. […] Ενδιαφέρομαι να εξερευνήσω την ανθρώπινη εμπειρία και για τον λόγο αυτό η εμπιστοσύνη είναι η “φάτα μοργκάνa”, ο διπλός αντικατοπτρισμός που αποτελεί την απόλυτη οφθαλμαπάτη της ανθρώπινης εμπειρίας και αυτό που γεννά στους ανθρώπους τόσο σύνθετα συναισθήματα. […]».

Ολοζώντανοι διάλογοι και γκρο-πλαν, σκηνές καταδίωξης σπάνιας κινηματογραφικής λιτότητας, υποδειγματική πλοκή, ολοκληρωμένα πορτραίτα ηρώων, και κυρίως, πολυδιάστατος όσο και καίριος πολιτικός σχολιασμός σ’ αυτή τη δυνατή μαρτυρία, που απέσπασε το ειδικό βραβείο της Επιτροπής στην κατηγορία “Ένα κάποιο βλέμμα” στο φεστιβάλ Καννών του 2012.

Θέμις