Οι πρόσφατες απεργίες και κινητοποιήσεις για το νόμο-σφαγείο των Χατζιδάκη-Μητσοτάκη δοκίμασαν τις αντοχές πολλών παραγόντων στο κοινωνικό, πολιτικό και συνδικαλιστικό πεδίο. Αποτέλεσαν ένα είδος τεστ για τις ταξικές, τις αντιδραστικές και τις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Συνάμα, ξαναφούντωσαν παλιές ιδέες για την ποιότητα του λαού και των συνδικάτων.

Μια προσφιλής θεωρία που πλασάρει κάτω από διάφορες ταμπέλες είναι αυτή του μεταλλαγμένου λαού. Πως ο κόσμος της εργασίας έχει αποδεχτεί την μοίρα και την ήττα του, πως τυρβάζει περί άλλων πραγμάτων, πως έχει ενσωματωθεί στο κυρίαρχο αστικό σύστημα και άλλα παρόμοια. Ο Μπ. Μπρεχτ σε μία σαρκαστική αντίκρουση των παραπάνω αποφάνθηκε «αφού δε μας αρέσει ο λαός, ας αλλάξουμε το λαό». Για μας είναι οδηγητική αρχή πως πρέπει να εμπιστευόμαστε τις μάζες, να έχουμε εμπιστοσύνη στο λαϊκό αισθητήριο, να υπηρετούμε το λαό.

Τι όμως εννοούμε με τα παραπάνω; Θα συμφωνήσουμε πως ο κόσμος είναι ακατέργαστος. Ακόμα και όταν βρίσκουμε ψήγματα σοφίας στο λόγο του, όταν θυμοσοφεί, τραγουδάει ή εφευρίσκει, απέχει πολύ από το να ξεπεράσει τους αστικούς μύθους και να δώσει το στίγμα μιας λεύτερης, δίκαιης και προκομμένης κοινωνίας. Ο κόσμος που κινείται γύρω μας και, σ’ ένα βαθμό, οι αγωνιστές και πρωτοπόροι άνθρωποι φέρνουν το στίγμα μιας εκμεταλλευτικής κοινωνίας και κουβαλούν μέσα τους όλους τους χαλκάδες του παρελθόντος. Προλήψεις, προκαταλήψεις, συστήματα αξιών, ταυτότητες χτίζονται πάνω στη σκουριά του παρελθόντος και οι «γανωτήδες» του αστικού συστήματος, δηλαδή το κράτος, το σχολειό, ο στρατός, τα ΜΜΕ, η Εκκλησία, η οικογένεια είναι -προς το παρόν- ισχυρότεροι από μια χούφτα ιδεολόγων κομμουνιστών που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Για να φτάσει ένας άνθρωπος του λαού ν’ αγωνίζεται, να διαβάζει και πολύ περισσότερο να στρατεύεται οργανωμένα, πρέπει να περάσει έναν Γολγοθά και «του λιναριού τα πάθη». Για να φτάσει ο εργάτης ή ο νεολαίος στο Μ-Λ ΚΚΕ πρέπει να ’χει άπειρη αντοχή, να υπερβεί δεκάδες εμπόδια, να ’χει ταξικό ένστικτο και γερό τσαγανό. Πολλές φορές πρέπει ν’ αντιμετωπίσει εκτός από τη χτισμένη γύρω μας καχυποψία, τα λάθη και τις αστοχίες μας. Δεν είναι διόλου εύκολο νά ’σαι πραγματικός κομμουνιστής στα «χρόνια της χολέρας». Για να φτάσει ο λαός μας στο επικό και μεγαλειώδες ΕΑΜ έπρεπε να προσπεράσει τη Μεγάλη Ιδέα, το Βενιζελισμό, τη φασιστική μεταξική λαίλαπα και την προδοσία των αστών στα χρόνια του φασισμού.

Έτσι είναι η ιστορία. Δεν είναι περίπατος στην Πανεπιστημίου ή στο Ζάππειο. Αλλά οφείλουμε να προσπεράσουμε ως μικρά στιγμιότυπα το ότι φταίει ο διπλανός μας (όπως λένε οι αναρχικοί) και ότι η κόλαση είναι οι άλλοι και να σκάψουμε βαθύτερα και καλύτερα για να βρούμε νερό. Αίφνης, τα συνδικάτα κυριαρχούνται από τον εργατοπατερισμό και τον πολυκέφαλο ρεφορμισμό. Η απεργία συκοφαντείται και η ταξική πάλη λοιδορείται. Το μοτίβο «εγώ δεν ασχολούμαι με την πολιτική» σπάει ταμεία, ιδιαίτερα στη νεολαία, και ο δρόμος τής πάλης είτε αμαυρώνεται, είτε έχει χιλιάδες εμπόδια.
Αλλά πού θα γεννηθεί το αύριο αν όχι στην γαλβανισμένη εμπειρία των μαζών; Από πού θα αντλήσουμε ιδέες και υλικό αν όχι από την ιστορική πείρα και την ταξική πάλη; Μέσα στους αγώνες θα βρούμε το σωστό και το λάθος. Εμείς δεν πρέπει να βλέπουμε την κατάσταση σε ακινησία και πετρωμένα τοπία αλλά σαν ποτάμι που κυλάει -άλλοτε βουερό, άλλοτε όχι- και να μαζεύουμε τις ιδέες, να τις ραφινάρουμε και να γυρίζουμε μ’ αυτές στο λαό. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και τις δυνάμεις μας. Δεν περιμένουμε τη Δευτέρα Παρουσία και εικόνες της αποκάλυψης που θα πέσουν από τον ουρανό. Αλλά στέρεα, γήινα, ανθρώπινα, ωριμάζοντας τις συνθήκες, μαζεύοντας σπυρί-σπυρί την ταξική πείρα, σφυροκοπώντας αδιάκοπα τις αλυσίδες που μας χαλκεύει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός.