πως ανακοίνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ, οι εργασίες του 21ου συνεδρίου του θα γίνουν από τις 24 ως τις 27 Ιούνη. Οι θέσεις του ΚΚΕ για το συνέδριο αυτό παρουσιάστηκαν με περίεργη πρωτοτυπία, όχι σε ένα ενιαίο αλλά σε τρία διαφορετικά κείμενα. Αυτά δημοσιοποιήθηκαν διαδοχικά (1,2,3) με χρονική απόσταση το ένα από το άλλο, ενώ ακολούθησαν ορισμένα «υποβοηθητικά» σημειώματα του Ριζοσπάστη, με «ερωτήσεις και απαντήσεις» που εξηγούσαν το τι, το πώς και το γιατί της διαδικασίας, υποδείκνυαν στον αναγνώστη τη σωστή αλληλοσυσχέτιση των κειμένων και πρόβαλλαν επιλεκτικά ορισμένες θέσεις, όπως τη σχετική με το «κεντρικό ζήτημα» του συνεδρίου (που περιέχεται στο πρώτο κείμενο).

Οι «ερωτήσεις – απαντήσεις» του Ριζοσπάστη μάς διαφωτίζουν ότι:
«το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί το 21ο συνέδριο του Κόμματος είναι η ανάγκη να γίνεται ακόμα πιο διακριτός ο ρόλος του ΚΚΕ ως ισχυρής οργανωμένης ιδεολογικο-πολιτικής – εργατικής – λαϊκής πρωτοπορίας…

Γιατί όμως η ΚΕ θέτει ως κεντρικό ζήτημα το Κόμμα; Γιατί πρέπει να αφομοιωθεί καλύτερα και πιο βαθιά από όλο το κομματικό δυναμικό και να υπάρχει αντικειμενική εκτίμηση της προόδου που έχει κάνει το Κόμμα, των κατακτήσεών του σε ιδεολογικό – πολιτικό και μαζικό επίπεδο…».

Με άλλα λόγια «κεντρικό ζήτημα», όπως βλέπουμε, του 21ου συνεδρίου του ΚΚΕ είναι να κάνει ενδοσκόπηση αυτοεπιβεβαίωσης, όπου μια «αντικειμενική εκτίμηση» των πεπραγμένων του θα επιτρέψει «να αφομοιωθεί καλύτερα και πιο βαθιά» από όλους η «πρόοδος»(;) που έχει επιτύχει. Η οποία ωστόσο παραμένει εκτεθειμένη σε «πιέσεις» και σοβαρούς «κινδύνους», όπως προκύπτει από διάφορες διάσπαρτες ως και δραματικές αναφορές και στα τρία κείμενα των Θέσεων. Είναι διαρκώς αντιμέτωπη με δυσκολίες που πηγάζουν από «αντικειμενικούς παράγοντες και μεταβολές», αλλά και απειλείται επίσης, από «υποκειμενικές αδυναμίες», που πρέπει «να ξεπεραστούν», για να ανταπεξέλθει το ΚΚΕ σε συνθήκες «παντός καιρού» και να γίνει η δράση του «αποτελεσματικότερη σε όλα τα μέτωπα».

Ενώ έχει πλέον ολοκληρωθεί ο «διάλογος» και το ΚΚΕ βαδίζει προς το 21ο συνέδριό του, σημασία δεν έχει μόνο τι λένε οι Θέσεις του, αλλά και τι δεν λένε, και κυρίως τι κάνουν ήδη οι δυνάμεις του ΚΚΕ στην πράξη.

Την πολυδιαφημισμένη από τους ίδιους «στρατηγική» εξακολουθούν να τη θυμιατίζουν και να την εγκωμιάζουν ως τη μεγαλύτερη κατάκτησή τους, ένα φανταστικό, διαχρονικό, «επιστημονικά» επεξεργασμένο, ελιξίριο, εγγύηση για την ως τώρα, και για όλη την παραπέρα πορεία τους, μέχρι την «επαναστατική ανατροπή», την «εργατική εξουσία» και τον «σοσιαλισμό – κομμουνισμό»! Αλλά τα θυμιατά, βλέπουμε στα κείμενα των Θέσεων να λιγοστεύουν και θα δούμε με ποιόν τρόπο θα εκδηλωθούν ξανά και οι παρενέργειες από το ελιξίριο.

Η επαναστατική λογοκοπία των προηγούμενων χρόνων συντηρείται, αλλά όλο και πιο έκδηλα ξεθυμαίνει. Ο «διακριτός ρόλος» του ΚΚΕ με τα χωριστά δρομολόγια, ώρες, τόπο κλπ μετασχηματίζεται σιωπηρά σε ψιλο-ανοίγματα ή και πιο τολμηρά σε συμπράξεις με άλλες δυνάμεις, σε συνδικάτα, συλλόγους και όχι μόνο. Η άμεση παρουσία του ΠΑΜΕ σε ρόλο διοργανωτή κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες μάλλον αραιώνει, και με την ταμπέλα του διοργανωτή, βαθμιαία και κατά περίπτωση εμφανίζονται τα συνδικάτα που ελέγχει. Διάφορα σχήματα που σκάρωσαν στο παρελθόν (ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ κ.ά.) έχουν από καιρό εξαφανιστεί, οι θορυβώδεις όσο και κούφιες αντικαπιταλιστικές «αντεπιθέσεις» τους έχουν μπει στο ψυγείο και επανερμηνεύονται αναδιπλωμένες σε «ιδεολογικοπολιτικές αντεπιθέσεις», ενώ ορισμένα πομπώδη σλόγκαν παραλλάσσονται και επανεκδίδονται σε πιο υποτονικές απομιμήσεις (όπως η «απειθαρχία» σε «οργανωμένη απειθαρχία»).

Οι «ταξικές» κορώνες δείχνουν συνεπώς να μετριάζονται, αν και παραμένει προς το παρόν αλώβητο από τις νέες «επεξεργασίες» το καθιερωμένο από χρόνια στις γραμμές τους ρεφρέν «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά – χωρίς εσένα βίδα δε γυρνά» που το έχουν πρόχειρο για χρήση σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο και που αποτελεί, καθώς φαίνεται, το πιο τυπικό μάλλον δείγμα για το τι εννοούν «αντιστοίχιση» και σύνδεση με τη «στρατηγική»! Τα γεγονότα πιστοποιούν τελικά πως όσο κι αν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις συνεχίζονται, η φοβερή και τρομερή «στρατηγική» τους έδειξε πλέον τα όριά της και συναντά ξανά τα αδιέξοδά της.

Οι Θέσεις για το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ κλωθογυρίζουν αμήχανα γύρω από τον εαυτό τους, αποπνέοντας τυπικά και επιφανειακά πνεύμα αισιοδοξίας και προόδου στον αγώνα για τον «σοσιαλισμό – κομμουνισμό» αλλά ουσιαστικά και στην πράξη, πνεύμα σύγχυσης, ανασφάλειας και φόβου για το μέλλον.

Στην πραγματικότητα, «κεντρικό ζήτημα» του 21ου συνεδρίου του ΚΚΕ δεν είναι παρά μια νέα «επεξεργασία» των όρων συντήρησης και αναπαραγωγής του.

Χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό δείγμα λογοκοπίας και ταυτόχρονα σύγχυσης και ανασφάλειας είναι η παρακάτω θέση (στο πρώτο κείμενο):
«Το Κόμμα ως μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ),διατρέχει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της Ιστορίας του».

Ο Ριζοσπάστης, που τα σημειώματά του για το 21ο συνέδριο επικεντρώνουν επιλεκτικά σε ορισμένες θέσεις «για να μη «χαθούν», όπως λέει, μέσα στον όγκο των κειμένων, αυτά που η ΚΕ του ΚΚΕ θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικά, απαντάει στο ερώτημα: «Γιατί λένε οι Θέσεις ότι το Κόμμα «διατρέχει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της Ιστορίας του»;

Η απάντηση που δίνουν στο ερώτημα που οι ίδιοι θέτουν, αντί να αναιρέσει, επιτείνει τη θλιβερή εντύπωση μιας προοπτικής μαύρης και άραχλης για το κομμουνιστικό κίνημα. Και για να μην αφήσουν τον αναγνώστη τους να απορεί, αφού εξηγούν υποτίθεται τους λόγους, σπεύδουν ακόμα μία φορά να υπογραμμίσουν πως «συνεχίζεται η μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος και του κομμουνιστικού. Ο κίνδυνος νέων υποχωρήσεων είναι υπαρκτός».

Αφού έχουν εκστομίσει τα παραπάνω, που ηχούν σαν κηρύγματα απελπισίας, αλλά μπορεί να τα δει κανείς και σαν απειλή προς τα μέσα για ευθυγράμμιση με τις νέες «επεξεργασίες», καταλήγουν στο εξής αισιόδοξο επιμύθιο: «Στηριγμένοι στη στρατηγική, στο Πρόγραμμά μας, στις επεξεργασίες μας για επίκαιρα ζήτήματα, στη σημαντική πείρα από τη δράση μας στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, δεν αντιμετωπίζουμε «παραλυτικά» την κατανόηση των μεγάλων δυσκολιών και τον κίνδυνο νέων υποχωρήσεων, αλλά με μαχητικό πνεύμα, ασυμβίβαστης αναμέτρησης με αυτές τις συνθήκες και ταυτόχρονα ουσιαστικής βελτίωσης και αντιμετώπισης όσων ζητημάτων αφορούν τις δικές μας υποκειμενικές αδυναμίες ως Κόμμα».

Προτού εξετάσουμε τους λόγους που επικαλούνται προκειμένου να εξηγήσουν τις τόσο αγχώδεις και δυσοίωνες υπογραμμίσεις τους, για τον «κίνδυνο» που βλέπουν να απειλεί το κομμουνιστικό κίνημα (προφανώς και τους ίδιους), θα πρέπει να θυμίσουμε περί τίνος πρόκειται όταν κάνουν λόγο για τη «στρατηγική» τους. Οι ίδιοι εξάλλου επιμένουν να μνημονεύουν τα συνέδρια – ορόσημα, που ύστερα από μακροχρόνια κοιλοπονήματα διασπάσεις και αποχωρήσεις, επέβαλαν τη «στρατηγική» αυτή και την καθιέρωσαν έκτοτε ως το ύψιστο προϊόν των «επεξεργασιών» τους, με τη συμβολή μάλιστα αυθεντιών του είδους «μαρξιστών – επιστημόνων»!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το 18ο συνέδριο του ΚΚΕ «επεξεργάστηκε» και συνέθεσε με τη μέθοδο της κοπτοραπτικής, ένα διάτρητο κείμενο (συνονθύλευμα ρεβιζιονιστικών, τροτσκιστικών και παραδοσιακών ρεφορμιστικών ιδεών) για τις «αιτίες» που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στη Σοβιετική Ένωση και την Αν. Ευρώπη. Αν και το περιεχόμενό του προϊδέαζε για τα μεθεόρτια, σαν βασικό, νέο ρεβιζιονιστικό Ευαγγέλιο, αναδείχτηκαν οι παράλληλες «επεξεργασίες» του «Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος», που αντικατέστησε και αναθεώρησε και τις δικές τους προηγούμενες αναθεωρήσεις.

Το 19ο συνέδριο επισφράγισε τα τεκταινόμενα, ψήφισε νέο Πρόγραμμα και νέο Καταστατικό και έβαλε μπροστά μέτρα για την «αντιστοίχιση» της οργανωτικής κατάστασης με τις «στρατηγικές επεξεργασίες».
Το σημαδιακό αυτό συνέδριο, άφησε πράγματι εποχή, με τις αλλοπρόσαλλες οππορτουνιστικές «αριστερές» και δεξιές, σεκταριστικές και τροτσκιστικοφρενικές αποφάσεις του. Σε ποια αδιέξοδα και ναυάγιο της πολιτικής τους οδήγησαν οι αποφάσεις αυτές, είναι ήδη από πολύ καιρό γνωστό.

Στο έδαφος των αποφάσεων αυτού του συνεδρίου καθώς και των ανιστόρητων θεωριών του «Δοκιμίου», νεκρανάστησαν και περιέβαλαν με φωτοστέφανο ταξικής καθαρότητας και αδιαλλαξίας τις χρεοκοπημένες πριν από ένα και πάνω αιώνα θεωρίες του τροτσκισμού, σε συνδυασμό και με άλλες νεόκοπες οππορτουνιστικές – ρεβιζιονιστικές αντιλήψεις.

Οι καθοδηγητές του ΚΚΕ κήρυσσαν, εν μέσω μνημονίων, ένα είδος υπερβατικής μετάβασης στην υποτιθέμενη λαϊκή εξουσία τους. Με κάθε λεπτομέρεια οικοδομούσαν στα χαρτιά τον «σοσιαλισμό – κομμουνισμό» του μέλλοντος, παραγνωρίζοντας με εθελοτυφλία τις συνθήκες του παρόντος και τη ζοφερή πραγματικότητα που επέβαλαν στη χώρα τα ξένα αφεντικά και οι ντόπιοι λακέδες τους. Καθιερώνοντας τα «ξεχωριστά» κλπ δρομολόγια, έστρεψαν τις πλάτες στο πλατύ μαζικό και απλωμένο πανελλαδικά λαϊκό κίνημα και έμειναν μακριά από τους μεγάλους αγώνες της περιόδου, εξόν απ’ αυτούς που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ.

Την ίδια ώρα που εκδηλωνόταν απότομο βάθεμα της εξάρτησης, η ιμπεριαλιστική κηδεμονία της Ελλάδας έπαιρνε τις πιο απροκάλυπτες και κυνικές μορφές της ξενοκρατίας και η χώρα και ο λαός καταδικάζονταν στη μνημονιακή υποδούλωση, η ηγεσία του ΚΚΕ εξωράιζε «απ’ τα αριστερά» το καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας, έχοντας αναγορεύσει την Ελλάδα σε «ιμπεριαλισμό» και το αλυσσόδεμά της από τον διεθνή ιμπεριαλισμό, σε «αλληλεξάρτηση». Ανασκευάζοντας «απ’ τα αριστερά» και στην ουσία καταργώντας τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, το ΚΚΕ κατάγγελνε και αποδοκίμαζε τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, σαν αγώνα ξένο και αντίθετο τάχα προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης!

Περνούσαν γενεές δεκατέσσερις όσους διανοούνταν να τους κατατάσσουν στις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, ενώ έφτασαν στο σημείο να προβάλλουν σαν δήθεν «ταξική» την ανεκδιήγητη και παράλογη στα μάτια των ίδιων των σαστισμένων μελών και οπαδών τους διαβεβαίωση ότι : «Το ΚΚΕ δεν είναι Κόμμα της Αριστεράς» αλλά κόμμα κομμουνιστικό(!), εκχωρώντας έτσι, «επαναστατικά», την ιδιότητα του «αριστερού» κόμματος, στην αχαλίνωτη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα. Αλλά θα μάκραινε πολύ η παρένθεση αυτή αν επιμέναμε να αναφέρουμε ολόκληρη σειρά ακόμα από κωμικοτραγικά κατορθώματα που σήμανε η εφαρμογή στην πράξη της πολυπαινεμένης τους «στρατηγικής». Οι οικτρές για τους ίδιους συνέπειές της θα εξακολουθούν για πολύ ακόμα, όπως δείχνουν τα πράγματα, να τους καταδιώκουν.

Το 20ό συνέδριό τους, από μια άποψη, σήμανε «μία από τα ίδια». Διατήρησε όσα μέχρι τότε είχαν πάρει σχεδόν χαρακτήρα ταμπού, ωστόσο έντυσε τις προηγούμενες «επεξεργασίες» με νέο περιτύλιγμα, προχωρώντας σε «εξειδίκευση» της «στρατηγικής» κυρίως σε ό,τι αναφερόταν στον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο», μαζί και σ’ έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Από εξειδίκευση σε εξειδίκευση, έναν περίπου χρόνο μετά, ο Δ. Κουτσούμπας διακήρυσσε, σε κεντρικές ομιλίες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια σε περιοδείες του ανά την επικράτεια, ιδιαίτερα τη νησιωτική, ότι οι κομμουνιστές -όπως έκαναν πάντα- θα προασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας απέναντι σε κάθε επίδοξο εισβολέα! Θα δούμε ποια θα είναι η συνέχεια της οπερέτας αυτής προσεχώς, στο 21ο συνέδριο του ΚΚΕ. Βέβαιο είναι πως οι συγχύσεις και οι κραυγαλέες ανακολουθίες δεν είναι τυχαίες και συμπτωματικές, αλλά εγγενείς ιδιότητες της γραμμής τους, και δεν μπορεί να τις εξαλείψει κανένα φάρμακο «καλύτερης και πιο βαθιάς αφομοίωσης» των καινούργιων «επεξεργασιών» τους, όσο θα εξακολουθούν να πελαγοδρομούν στα νερά της ίδιας ναυα­γισμένης «στρατηγικής» τους.
Μία «στρατηγική» που αποτελεί σύμφυρμα ετερόκλητων και αλληλοσυγκρουόμενων αντιλήψεων, όσα βαψίματα και μερεμετίσματα της πρόσοψης κι αν της κάνουν, πράγματι, δεν μπορεί να έχει αισιόδοξη προοπτική και μέλλον…

Περιγράφοντας στις Θέσεις τους ένα μέλλον για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα όπου «ο κίνδυνος νέων υποχωρήσεων είναι υπαρκτός», ανάμεσα στις «πιέσεις» και τις «υποχωρήσεις» που διαπιστώνουν, η στασιμότητα φαντάζει μάλλον αισιόδοξη και παρηγορητική. Όπως σημειώνουν στις Θέσεις τους (στο πρώτο κείμενο) «από το 20ό ως το 21ο Συνέδριο και προς τιμήν των 100 χρόνων του Κόμματος, ούτε το Κόμμα, ούτε η ΚΝΕ κατόρθωσαν να διευρύνουν διακριτά τις δυνάμεις τους».

Στο ίδιο κείμενο, ανάμεσα στους παράγοντες που η ηγεσία του ΚΚΕ βλέπει με ανησυχία την επίδρασή τους είναι ότι : «περνάμε σε μια νέα, πιο σύνθετη και δύσκολη φάση. Σ’ αυτές τις συνθήκες αυξάνεται η αστική κι οππορτουνιστική πίεση… Παράλληλα ο ανταγωνισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στην κυβερνητική εναλλαγή είναι μία πηγή ιδεολογικής – πολιτικής ρεφορμιστικής και οππορτουνιστικής πίεσης στον περίγυρο του Κόμματος».

Αυτό που δεν λένε οι θέσεις τους, είναι πόσο οι ίδιοι συνέβαλαν να βαθύνει η πηγή της ρεφορμιστικής, οππορτουνιστικής πίεσης στον «περίγυρο» του ΚΚΕ. Δεν δημιουργήθηκε, βέβαια, η πηγή αυτή ούτε όταν στα χρόνια των μνημονίων δραπέτευε η ηγεσία του ΚΚΕ από το μαζικό λαϊκό κίνημα, στο όνομα της πάλης για την επαναστατική εξουσία, ούτε όταν εκχωρούσαν τον κόσμο της Αριστεράς στο δημαγωγικό πλιάτσικο του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα ωστόσο, με αυτά διευρύνθηκε και ξεχείλισε στο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο. Η πηγή αυτή αναπτύχθηκε διαβρωτικά πολλά χρόνια πρωτύτερα και έγινε μόνιμη ύστερα από την επιβολή του ρεβιζιονισμού στο ΚΚΕ τη δεκαετία του ’60. Έκτοτε διατηρήθηκε ανέγγιχτη σε όλες τις διαχρονικές μεταμορφώσεις και παραλλαγές του εγχώριου ρεβιζιονισμού, που κάλυπτε ανέκαθεν με «κομμουνιστικές» διακηρύξεις την αποθέωση των κοινοβουλευτικών αυταπατών, ως την πλήρη μετατροπή των φορέων της ρεβιζιονιστικής γραμμής σε νεροκουβαλητές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

(συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο του Λ.Δ.)