Με στόχο την «αναθέρμανση» των σχέσεων και της εξομάλυνσης των αντιθέσεων, που οξύνθηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο Τραμπ, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλες την περασμένη εβδομάδα (15/06) η Σύνοδος Κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ.

Στην κοινή δήλωση ΕΕ-ΗΠΑ, με τον τίτλο «Προς μια ανανεωμένη διατλαντική εταιρική σχέση», οι δύο πλευρές του Ατλαντικού επισημαίνουν ότι προτίθενται να συνεργαστούν πάνω σε τέσσερις πυλώνες:
Α) στον τερματισμό της πανδημίας της COVID-19 και στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων στην παγκόσμια Υγεία,
Β) στην «προστασία του πλανήτη» και την προώθηση της «πράσινης ανάπτυξης»,
Γ) στην ενίσχυση του εμπορίου, των επενδύσεων και της τεχνολογικής συνεργασίας,
Δ) στην οικοδόμηση ενός περισσότερο «δημοκρατικού, ειρηνικού και ασφαλή κόσμου».

Μέσα από τους πυλώνες αυτούς ξεχύνεται όλη η αρπακτική ιμπεριαλιστική πολιτική που συνεπάγεται τον ανταγωνισμό με τους ανατολικούς ιμπεριαλισμούς Κίνας και Ρωσίας για ΑΠΕ, δρόμους μεταφοράς, εξόρυξη υδρογονανθράκων, πλουτοπαραγωγικών πηγών, μοίρασμα των σφαιρών επιρροής. Ήταν εμφανής η προσπάθεια Μπάιντεν να δείξει συνεργατικό πνεύμα προκειμένου να δημιουργήσει νέα ισχυρή ευρωατλαντική συμμαχία, ενόψει της οξύτατης αντιπαράθεσης με την οικονομική και στρατιωτική άνοδο της Κίνας και την επάνοδο της Ρωσίας. «Το ταξίδι μου στην Ευρώπη έχει να κάνει με τη συσπείρωση όλων των δημοκρατιών του κόσμου γύρω από την Αμερική», δήλωσε, αποδίδοντας -ουσιαστικά- στο ανατολικό στρατόπεδο την απολυταρχία. Αλλά και οι Ευρωπαίοι -δια στόματος ντερ Λάϊεν και Σ. Μισέλ- πανηγυρίζουν μεν για «την Αμερική που επέστρεψε», όμως κρατάνε και σοβαρές επιφυλάξεις, καθόσον οι «οικονομικές σχέσεις» με την Κίνα είναι σημαντικές για την οικονομική ανάκαμψη της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, αναζητούνται κατάλληλοι συμβιβασμοί, που να μπορούν να αμβλύνουν τις αντιθέσεις Ευρωπαίων και Αμερικάνων.

Η νέα περίοδος συνεργασίας εγκαινιάστηκε με πρώτο βήμα τη διευθέτηση της 17χρονης διαμάχης για τις κρατικές ενισχύσεις Airbus-Boeing στις εμπορικές μεταφορές και την απόσυρση ένθεν κακείθεν των πρόσθετων δασμών ύψους 11,5 δισ. δολαρίων για τους εισαγωγείς κυρίως χάλυβα και αλουμινίου. Σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, οι αμερικανικές χαλυβουργίες πιέζουν την κυβέρνηση Μπάιντεν να διατηρηθούν οι «δασμοί εθνικής ασφάλειας» που επέβαλε ο Τραμπ στις ευρωπαϊκές εισαγωγές χάλυβα (25%) και αλουμινίου (10%), αλλά και στις εισαγωγές από Κίνα, Ινδία, Νορβηγία, Ρωσία, Ελβετία, Τουρκία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα.

Προτάθηκε επίσης -σαν επόμενο βήμα- μία εκτεταμένη, διαφανής, βασισμένη σε αποδείξεις έρευνα για την προέλευση του κορονοϊού, που «να είναι ελεύθερη από παρεμβάσεις» και βεβαίως να… επιρρίπτει την ευθύνη για την προέλευση της πανδημίας σε διαρροή από το κινέζικο ερευνητικό κέντρο του Χουνάν. Όψιμο ενδιαφέρον εκδηλώνεται και στο προσχέδιο που, ενώ δεν κάνει καμία αναφορά ώστε να αρθούν προσωρινά οι πατέντες για τα εμβόλια (την οποία πρότεινε δημαγωγικά ο Μπάιντεν), αντίθετα επικεντρώνεται στην αύξηση της παραγωγής εμβολίων μέσω του εθελοντικού διαμοιρασμού τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, υποστηρίζοντας έτσι τα συμφέροντα αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών. Στο προσχέδιο δίνεται η «υπόσχεση» του εμβολιασμού τουλάχιστον των 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού έως τα τέλη του… 2022!

Εκείνο όμως που αποτελεί το κορυφαίο θέμα της Συνόδου είναι η ανακοίνωση της δημιουργίας ενός διατλαντικού «διαρθρωμένου διαλόγου» για να συντονιστούν οι πολιτικές ΗΠΑ-ΕΕ απέναντι στη Ρωσία. Αυτή η προσπάθεια προσέγγισης προς το ρώσικο ιμπεριαλισμό επιχειρεί να διασπάσει μία άτυπη (όχι χωρίς προβλήματα) συνεργασία μεταξύ Κίνας-Ρωσίας. Στο πλαίσιο αυτό υπάγονται και οι συνομιλίες Μπάιντεν-Πούτιν την περασμένη Τετάρτη (16/06) στη Γενεύη. Οι Αμερικάνοι αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία μίας «καλύτερης σχέσης με τη Ρωσία» σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος (κλιματική αλλαγή, ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, «ειρηνευτική» διαδικασία στη Μ. Ανατολή), αλλά ωστόσο δηλώνουν πως θα απαντήσουν δυναμικά σε τυχόν «επιθετικές ενέργειες». Επιπλέον, σε συνεργασία με την ΕΕ θα συντονίσουν τις δράσεις τους απέναντι στις «καταστροφικές ενέργειες της Ρωσίας», όπως η «παρέμβασή της σε δυτικές δημοκρατικές διαδικασίες, η παραπληροφόρηση, οι κυβερνοεπιθέσεις». Η γνωστή τακτική «καρότου και μαστιγίου» από μία ηγεμονική δύναμη που -αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι πλέον στα καλύτερά της- προσπαθεί να δημιουργήσει συμμαχίες με όποιο τίμημα, βλέποντας να απειλείται η πρωτοκαθεδρία της από την Κίνα.

Ως προς το θέμα των «παγκόσμιων εμπορικών στρεβλώσεων» που προκαλούν η Κίνα και η Ρωσία, διεισδύοντας στις προνομιακές αγορές και σφαίρες επιρροής του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα επιδιώξουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, προκειμένου να εμποδιστεί η ταχύτατη μετατροπή της Κίνας σε τεχνολογική υπερδύναμη κυρίως σε τομείς που αφορούν την κυβερνοασφάλεια και τις τεχνολογικές πλατφόρμες.

Πάντως, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αμβλύνουν -κατά το δυνατόν- τις εμπορικές διαμάχες με την Ευρώπη, προκειμένου να συμπήξουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα ένα ισχυρό μέτωπο κατά της Κίνας και της Ρωσίας.

Από την πλευρά της η ΕΕ -με τις κραυγαλέες αντιθέσεις τόσο μεταξύ κρατών-μελών, όσο και μεταξύ των αστικών τάξεων των ίδιων των κρατών- επιχειρεί με τη νεκρανάσταση των διατλαντικών σχέσεων να επωφεληθεί από τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας και να βελτιώσει τη θέση των μονοπωλίων της. Άλλωστε ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Χ. Μάας δεν μάσησε τα λόγια του: «Ζούμε σε μια περίοδο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας και η ΕΕ πρέπει τουλάχιστον να διατηρήσει την κυριαρχία της, ώστε να μη γίνει παιχνίδι στα χέρια οποιασδήποτε πλευράς». Με λίγα λόγια, παρά τις κορώνες για την επικείμενη συνεργασία, ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός δείχνει πως δεν είναι διατεθειμένος να εναρμονιστεί πλήρως, οικονομικά και γεωπολιτικά, με τις αμερικάνικες επιδιώξεις.