Το Σάββατο 5 Νοέμβρη όρισε το Υπουργείο Παιδείας ως ημερομηνία για την εκλογή των αιρετών εκπροσώπων των δασκάλων και καθηγητών στα Υπηρεσιακά Συμβούλια (Υ/Σ). Για δεύτερη συνεχή φορά, έπειτα από το Νοέμβρη του 2020, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ συνεχίζει αμετανόητη στο δρόμο που χάραξε, επιβάλλοντας ξανά την ηλεκτρονική ψηφοφορία στον τρόπο ανάδειξης των αιρετών και παρά την καθολική απόρριψή τους από το εκπαιδευτικό κίνημα. Υπενθυμίζουμε ότι το Νοέμβρη του 2020, εν μέσω πανδημίας και με πρόσχημα αυτήν, η κυβέρνηση προώθησε για πρώτη φορά «πιλοτικά» την ηλεκτρονική ψηφοφορία στα Υ/Σ συναντώντας την καθολική αποδοκιμασία των εκπαιδευτικών, οι οποίοι στο κάλεσμα των δύο Ομοσπονδιών σε αποχή συσπειρώθηκαν σε συντριπτικά ποσοστά άνω του 90%. Η προσπάθεια του ΥΠΑΙΘ να παρουσιάσει ως «εκσυγχρονισμό» και «εκδημοκρατισμό» τις ηλεκτρονικές κάλπες έπεσε στο κενό και η ηγεσία δέχθηκε ένα ισχυρό χαστούκι από τους εκπαιδευτικούς.

Τα Υ/Σ ήταν και παραμένουν όργανα του κράτους και της Διοίκησης, εργαλεία επιβολής της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής. Τα Υ/Σ εφαρμόζουν όλη την αντιδραστική-αντιεκπαιδευτική πολιτική, επιχειρούν να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση των εκπαιδευτικών όλες τις ανατροπές στο εργασιακό τους καθεστώς. Το μόνιμο φαινόμενο των εκπαιδευτικών-πλασιέ που περιφέρονται σε 2 έως και 5 σχολεία κάθε χρόνο, η αύξηση του διδακτικού ωραρίου, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και πολλά άλλα εργασιακά θέματα περνούν από τα σκοτεινά και μουχλιασμένα δωμάτια των Υ/Σ. Τα όργανα αυτά λοιπόν δεν είναι ούτε αθώα ούτε ουδέτερα.

Από την πρώτη στιγμή το 2020 ο Εκπαιδευτικός Όμιλος τόνιζε ότι «Η κυβέρνηση σήμερα χρησιμοποιώντας τα Υ/Σ ως όχημα θέλει να γενικεύσει την ηλεκτρονική ψηφοφορία στα ίδια τα συνδικάτα. Ξεκινώντας από τους 160.000 περίπου δασκάλους και καθηγητές, επιδιώκει να πετύχει τη νομιμοποίηση του μέτρου στη συνείδηση των πλατιών μαζών ώστε την επομένη να επιβληθεί ως ώριμο φρούτο στα σωματεία». Έπειτα από δυο ολόκληρα χρόνια και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του αντεργατικού-αντισυνδικαλιστικού νόμου «Χατζηδάκη», έχει γίνει πλέον απολύτως σαφές ότι είναι κεντρική επιλογή τής κυβέρνησης της ΝΔ να εφαρμόσει τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, όχι μόνο στα Υ/Σ, αλλά πρώτα και κύρια στα συνδικάτα. Στόχος της κυβέρνησης είναι να επιβάλει ένα νέο αντιδραστικό τοπίο σε ολόκληρο το σ/κ, να αφυδατώσει τη ζωντανή λειτουργία των σωματείων, να χειραγωγήσει και να ποινικοποιήσει τη συνδικαλιστική δράση. Το βλέμμα, λοιπόν, ήταν και παραμένει στραμμένο στα σωματεία, στην ανεμπόδιστη συνδικαλιστική δράση μακριά από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους. Η καθολική αποχή από την ηλεκτρονική φάρσα του 2020 αυτό ακριβώς το στόχο υπηρετούσε, την προάσπιση των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.

Αν το 2020 οι ηλεκτρονικές εκλογές φάνταζαν ως φάρσα, σήμερα επαναλαμβάνονται ως τραγωδία. Και αυτό γιατί οι συνδικαλιστικές παρατάξεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού (ΔΑΚΕ/ΝΔ – ΣΥΝΕΚ/ΣΥΡΙΖΑ και ΠΕΚ/ΠΑΣΟΚ) ανέκρουσαν πρύμναν από τη γραμμή της αποχής που υποτίθεται πως υπηρετούσαν 2020. Ήδη από την επομένη της αποχής και μπροστά στην κυβερνητική απόφαση να ορίσει ψευτο-αιρετούς στα Υ/Σ, μιας και οι ηλεκτρονικές κάλπες ήταν άδειες, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΔΑΚΕ και των ΣΥΝΕΚ έσπευσαν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας για τη στάση τους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η κυβερνητική παράταξη της ΔΑΚΕ από την επομένη της αποχής διακήρυσσε πως «ήταν ένα μεγάλο λάθος η αποχή» και διαβεβαίωνε πως δεν πρόκειται να το επαναλάβει. Σήμερα επιβεβαιώνουν έμπρακτα πως ποτέ δεν πίστεψαν στη γραμμή αποχής, ότι στην πραγματικότητα σύρθηκαν πίσω από αυτή τη θέση. Μετανοημένοι λοιπόν που έχασαν τα «προνόμια» της συνδιαλλαγής και του ρουσφετιού ως αιρετοί στα Υ/Σ δηλώνουν πλήρη υποταγή στα κυβερνητικά προστάγματα και σπεύδουν να συμμορφωθούν με τις εγκυκλίους, στηρίζοντας ανοιχτά και ανερυθρίαστα τις ηλεκτρονικές εκλογές. Η «αγρία» τριάδα των συνδικαλιστικών παρατάξεων ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ ξεπουλά -για μια ακόμα φορά- ανοιχτά τον κλάδο των εκπαιδευτικών (δασκάλων-καθηγητών), τον παραδίδει αφοπλισμένο στα πυρά της κυβερνητικής πολιτικής και δηλώνει έτοιμη να συμμετάσχει στις ηλεκτρονικές κάλπες εγκαινιάζοντας επικίνδυνους δρόμους. Το μέγεθος μάλιστα της υποκρισίας των ΣΥΝΕΚ/ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τελειωμό. Όπως γράφουν στην ανακοίνωσή τους, θέση τους ήταν η αποχή(!!) από τις ηλεκτρονικές εκλογές, αλλά αφού η ΔΑΚΕ/ΝΔ αποφάσισε να συμμετάσχει έτσι και αυτοί, σαν τους «αριστερούς» ψάλτες της κυβερνητικής πολιτικής, μπήκαν τρέχοντας στην μάχη της ηλεκτρονικής ψήφου. Από κοντά ακολουθούν ως κολαούζος και οι δυνάμεις της ΠΕΚ/ΠΑΣΟΚ.

Η στάση που εξέφρασε το τελευταίο διάστημα το ΠΑΜΕ/ΚΚΕ αποδεικνύει ξανά την έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη του κλάδου, την απουσία κάθε διάθεσης να παλέψει με μαζικούς όρους ενάντια στις ηλεκτρονικές κάλπες. Αντί να καλέσει από την πρώτη στιγμή σε αποχή ανακάλυψε μια «νέα» θέση, προτείνοντας να πάρουν τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία (ΕΛΜΕ-ΣΕΠΕ) την ευθύνη των δια ζώσης εκλογών για την ανάδειξη των αιρετών και να απέχει ο κλάδος από τις ηλεκτρονικές κάλπες. Στη συνέχεια -σύμφωνα πάντα με την πρόταση του ΠΑΜΕ- θα απαιτήσουν τα σωματεία από το ΥΠΑΙΘ να αναγνωριστούν τάχα ως αιρετοί οι εκλεγμένοι από τις «ζωντανές διαδικασίες των σωματείων». Μόνο που η πρότασή του ούτε νέα αλλά ούτε και αγωνιστική είναι. Αποτελεί ένα κακέκτυπο της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80, τότε που συγκροτούσε τα Υ/Σ κάτω από τη σημαία μάλιστα του «εργατικού ελέγχου»! Οι φαεινές ιδέες του ΠΑΜΕ μπορεί να φαντάζουν αμεσοδημοκρατικές, σπέρνουν όμως στην πράξη ένα σωρό ρεφορμιστικές αυταπάτες τόσο για το ρόλο των Υ/Σ όσο και για το αν τα σωματεία μπορούν να έχουν λόγο στη συγκρότηση και τη λειτουργία αυτών των διοικητικών οργάνων. Επιπλέον, στη σημερινή συγκυρία η γραμμή που πρόβαλαν πρόσφερε κάλυψη στη συνθηκολόγα γραμμή της συμμετοχής που χάραξαν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις των ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ σε ΟΛΜΕ και ΔΟΕ. Γι’ αυτό κιόλας οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ αναγκάζονται τώρα να ανακαλέσουν όπως-όπως την πρότασή τους και να υιοθετήσουν τη γραμμή της αποχής.

Μια γραμμή που από την πρώτη στιγμή και δίχως ταλαντεύσεις πρόβαλε το ταξικό ρεύμα των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ, αναγνωρίζοντας την ανάγκη να υπερασπίσει το εκπαιδευτικό κίνημα τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά του δικαιώματα, τις ζωντανές συλλογικές του διαδικασίες σε κόντρα με την πολιτική της υποταγής, της χειραγώγησης και του ελέγχου των σωματείων, της ποινικοποίησης και της απαγόρευσης της συνδικαλιστικής δράσης που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Είναι αυτή η αταλάντευτη στάση που μπλόκαρε την εφαρμογή του νόμου «Χατζηδάκη», το ΓΕΜΗΣΟΕ και τις ηλεκτρονικές κάλπες στις εκλογές στο σύνολο των ΕΛΜΕ (β/βάθμια) καθώς και στους περισσότερους ΣΕΠΕ(α/βάθμια) εδώ και δύο χρόνια, υπερασπίζοντας τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Είναι η ίδια γραμμή που επέβαλε την πραγματοποίηση αποκλειστικά ζωντανών συνεδρίων των δύο εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών (ΟΛΜΕ- ΔΟΕ) το καλοκαίρι του 2022.

Στη σημερινή συγκυρία, το μέτρο της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας πρέπει να καταγγελθεί απερίφραστα και σύσσωμα από τον κόσμο της εκπαίδευσης. Η αποχή από τις ηλεκτρονικές κάλπες είναι καθοριστικής σημασίας για το εκπαιδευτικό κίνημα. Αποτελεί μια αγωνιστική στάση αμφισβήτησης και αντίστασης στην καταπάτηση των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, στην επαναφορά του εργασιακού μεσαίωνα και στο τέλος των συνδικάτων που έχει κηρύξει η κυβέρνηση της Δεξιάς. Η μαζική αποχή από τις ηλεκτρονικές κάλπες εκφράζει και την αποδοκιμασία του κλάδου απέναντι στη συμβιβαστική και υποταγμένη γραμμή των δυνάμεων του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού, που σέρνονται πίσω από τις κυβερνητικές επιλογές, εγκαταλείποντας τον κλάδο, τα σωματεία και το Δημόσιο Σχολείο βορά στον αντιδραστικό άνεμο.

Το Σάββατο 5 Νοέμβρη κανένας εκπαιδευτικός, δάσκαλος και καθηγητής, δεν πρέπει να νομιμοποιήσει με τη συμμετοχή του τις ηλεκτρονικές εκλογές. Οι δεκάδες χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές οφείλουν να ορθώσουν ξανά το ανάστημά τους απέναντι στην κυβερνητική πολιτική αλλά και στη συμβιβαστική πολιτική του φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού. Είναι η ώρα να πουν ξανά το Μεγάλο Όχι. «Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξαναέλεγε».

Εκπαιδευτικός Όμιλος