Η απεργία της 6ης Απριλίου με τη μαζική συμμετοχή της κατέδειξε τις δυνατότητες που υπάρχουν ανάμεσα στους εργαζόμενους για την ανάπτυξη αγώνων απέναντι στην αφόρητη κατάσταση που βιώνει η κοινωνία με την πρωτοφανή ακρίβεια, την ανέχεια και τη φτωχοποίηση που μαστίζουν τα λαϊκά νοικοκυριά. Αυτή η κατάσταση και τίποτε άλλο, αυτές οι πιέσεις από την κοινωνία, είναι που έσπρωξαν τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να σπάσουν την πολύμηνη αφωνία και να προκηρύξουν την απεργία. Και μετά να νίψουν και πάλι τα χέρια τους και να αποτραβηχτούν ξανά στο σκοτάδι της απραξίας, εγκαταλείποντας του εργαζόμενους στη μοίρα τους. Καμιά αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρχει για τις προθέσεις των ηγεσιών αυτών, που στον απεργιακό αγώνα που δόθηκε δεν βλέπουν κλιμάκωση αλλά εκτόνωση, δεν βλέπουν συνέχιση αλλά πάγωμα. Όπως έπραξαν και πράττουν απέ­ναντι στο τερατούργημα Χατζηδάκη, όπως έπραξαν απέναντι στην καταιγιστική αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης στα δυο χρόνια πανδημίας, όπως έπρατταν και τα προηγούμενα χρόνια παραλύοντας το εργατικό κίνημα.

Απέναντι στη στάση των ηγεσιών αυτών υποτίθεται πως ορθώνεται το ταξικό κίνημα των δυνάμεων του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ, που με τις χωριστές κινητοποιήσεις διακηρύττουν πως αποτελούν το ταξικό ανάχωμα, το μετερίζι του αδιάλλακτου και ασυμβίβαστου αγώνα.
Το πόσο αδιάλλακτη, ωστόσο, είναι η στάση των δυνάμεων του ΚΚΕ μπορεί κάνεις να το διαπιστώσει -αν δεν ανατρέξει σε πιο παλιά γεγονότα- από τα τελευταία δυο χρόνια, όπου η κυβέρνηση αξιοποίησε την πανδημία για να περάσει σωρεία αντεργατικών νόμων και μέτρων, υποβοηθούμενη από τις ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος που ευθυγραμμίστηκαν με τις κυβερνητικές απαγορεύσεις και οδήγησαν το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα -παρά την πίεση και τα αυξημένα προβλήματα- στη μεγαλύτερη α­πραξία και υπονόμευση. Το ίδιο σιωπητήριο ακριβώς κήρυξαν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και τα δεκάδες εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες, που στις συνθήκες των κυβερνητικών απαγορεύσεων ούτε για μια στιγμή δεν κάλεσαν τους εργαζόμενους σε κινητοποιήσεις και επιδόθηκαν σε συμβολικές διαμαρτυρίες και σε διαμαρτυρίες αντιπροσώπων. Αν για πολλά προηγούμενα χρόνια καθιερώθηκε από τις ρεφορμιστικές ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος να κηρύσσουν εθιμοτυπικές και άνευρες απεργίες εν όψει του κρατικού προϋπολογισμού, τώρα από κοινού τόσο οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ όσο και του ΠΑΜΕ, τόσο για τον προϋπολογισμό του ’21 όσο και για του ’22 που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες, δεν κήρυξαν ούτε απεργία, ούτε καν μια στάση εργασίας, διευκολύνοντας την κυβέρνηση στο αντιλαϊκό της έργο.

Απέναντι στο αντιδραστικό τερατούργημα του νόμου Χατζηδάκη που έφερνε η κυβέρνηση πέρσι στη Βουλή, οι ηγεσίες της ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ και το ΠΑΜΕ κήρυξαν απεργία στις 3 του Ιούνη. Μόλις όμως η ηγεσία της ΓΣΕΕ κήρυξε υπονομευτικά άλλη απεργία στις 10 Ιούνη, έσπευσε αμέσως η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ να της στρώσει το δρόμο ακυρώνοντας την προγραμματισμένη απεργία, την ίδια ώρα που στεντόρεια κραύγαζε για «κλιμάκωση του αγώνα», για «απεργιακό πυρετό» και έστελνε τελεσίγραφα στην κυβέρνηση «να μην τολμήσει να ψηφίσει το νομοσχέδιο».

Τίποτε το ταξικό δεν υπάρχει στη στάση και στην πρακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ, πέρα από διακηρύξεις και παχιά λόγια που βροντοκοπά αφειδώλευτα, γκρεμίζοντας κάθε μέρα τον καπιταλισμό και το αστικό σύστημα και τους νόμους του, φτιάχνοντας μια εικονική πραγματικότητα ταξικού μετώπου, χτίζοντας ονειρικούς σοσιαλισμούς. Τα βροντερά λόγια, η επαναστατική φλυαρία και ο κούφιος αντικαπιταλισμός δεν αποτελούν παρά το μανδύα που προορίζεται να σκεπάσει μια γραμμή ρεφορμιστική ως το κόκαλο, παρόμοια με αυτή των ρεφορμιστικών ηγεσιών που υποτίθεται καταπολεμά.

Συνέχεια αυτής της λογοκοπίας, της ταξικής μεγαλοστομίας και των κούφιων φράσεων αποτελεί η πρακτική των δυνάμεων του ΠΑΜΕ των χωριστών κινητοποιήσεων, των καθαρών και αμόλυντων ταξικών συγκεντρώσεων που σχίζουν στα δυο το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα, που τεμαχίζουν τις δυνάμεις του, διασπούν την ενότητα και την δύναμή του. Και προεκτείνονται μέχρι τη δημιουργία άλλων σωματείων, καθαρών και «ταξικών», βάζοντας το φιτίλι και καλλιεργώντας την ιδέα της ευρύτερης διάσπασης του εργατικού κινήματος. Η πρακτική αυτή της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν έχει πίσω της τίποτε άλλο, παρά μια αντίληψη «αριστερής» φυγομαχίας και εγκατάλειψης του αναγκαίου αγώνα για την ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση σε αγωνιστική βάση του συνδικαλιστικού κινήματος. Μια στάση φυγής που απλόχωρα επιτρέπει στις συμβιβασμένες ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος να αλωνίζουν ελεύθερα, χαλαρώνοντας την πίεση που ασκείται πάνω τους και παρέχοντάς τους επιχειρήματα απέναντι στο διασπαστισμό. Μια στάση αποπροσανατολιστική, που μεταθέτει τα προβλήματα και τα ερωτήματα από το πραγματικό πεδίο για την ανάγκη, την απαίτηση και το περιεχόμενο των αγώνων, στη μορφή τους.
Που μεταθέτει τα ερωτήματα των εργαζομένων προς το σε ποια συγκέντρωση να πάνε, εντείνοντας τη σύγχυση αλλά και την απογοήτευση, μέσα από τον κατακερματισμό των δυνάμεων. Όταν το ΚΚΕ ακύρωνε την απεργία στις 3 του Ιούνη και τη μετέθετε μια βδομάδα μετά, στη μέρα που κήρυξε απεργία η ΓΣΕΕ, προφασίστηκε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων. Όταν τέθηκε εν όψει του κρατικού προϋπολογισμού το ζήτημα της απεργίας, πρόβαλε το πρόβλημα της έλλειψης δυνάμεων και την ανάγκη άθροισης και άλλων για να γίνει κάποιο απεργιακό βήμα. Τώρα, απέναντι στη δυνατότητα συγκέντρωσης δυνάμεων και άσκησης μεγαλύτερων και αποτελεσματικότερων πιέσεων απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης, έρχεται και πάλι να τις διασπάσει. Και όλα αυτά, στο όνομα του πιο αδιάλλακτου και ασυμβίβαστου αγώνα, όπως προβάλλει η ηγεσία του ΚΚΕ.

Κάτω από την ψευτοαγωνιστική πίεση της ολέθριας πρακτικής του ΠΑΜΕ, μια σειρά δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς -σε συναγωνισμό με την αγωνιστική φρασεολογία του ΚΚΕ- οδηγούνται στην αναπαραγωγή της ίδιας πρακτικής, με συνέπεια τον ακόμη μεγαλύτερο κατακερματισμό των δυνάμεων και την αποδυνάμωση της πίεσης που μπορεί να ασκήσει το εργατικό κίνημα τόσο απέναντι στο βασικό του στόχο, την κυβερνητική πολιτική, όσο και απέναντι στο μεγάλο εμπόδιο που εκφράζουν οι ηγεσίες και η γραμμή της ηττοπάθειας και του συμβιβασμού που κυριαρχεί στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Ανάμεσα στις συμπληγάδες του ΠΑΜΕ από τη μία και του αναρχοσυνδικαλισμού από την άλλη, που αποστρέφεται και απορρίπτει την οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος, οι δυνάμεις αυτές πραγματοποιούν τρίτη, ανεξάρτητη, χωριστή απεργιακή συγκέντρωση, σε σύμπλευση με το ρεύμα του αναρχισμού, τροφοδοτώντας και παροξύνοντας τις διαιρετικές και χωριστικές αντιλήψεις, διανθισμένες με ψευτοεξεγερτικές κραυγές. Αυτό βέβαια στην Αθήνα, διότι σε δεκάδες μικρότερες πόλεις συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις που εξαγγέλλουν οι ρεφορμιστικές ηγεσίες. Όπως το ίδιο έκαναν καιροσκοπικά και σε άλλες δεκάδες απεργιακές συγκεντρώσεις της ΑΔΕΔΥ ή της ΟΛΜΕ ή της ΠΟΕΔΗΝ κ.ά.

«Οι επαναστάτες πρέπει να δουλεύουν μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα;» αναρωτιότανε ο Λένιν πριν από 102 χρόνια στο μνημειώδες έργο του «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Και απαντούσε: «Οι γερμανοί «αριστεροί» θεωρούν πως γι’ αυτούς το ζήτημα είναι λυμένο και ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι κατηγορηματικά αρνητική. Κατά τη γνώμη τους είναι αρκετό να βγάζει κανείς λόγους και θυμωμένες κραυγές ενάντια στα «αντιδραστικά» και τα «αντεπαναστατικά συνδικάτα» για να «αποδείξει» πως είναι ανώφελο και μάλιστα απαράδεχτο για τους επαναστάτες τους κομμουνιστές να δουλεύουν στα κίτρινα, σοσιαλ-σωβινιστικά, συμφιλιωτικά, αντεπαναστατικά συνδικάτα… Όσο όμως κι αν είναι πεισμένοι οι γερμανοί «αριστεροί» ότι η τέτοια ταχτική έχει επαναστατικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα είναι ριζικά λαθεμένη και δεν περιέχει τίποτε άλλο από κούφιες φράσεις».

Οι κούφιες φράσεις -που έλεγε ο Λένιν- που η ηχώ τους προορίζεται για μια «επαναστατική» ικανοποίηση, που στην πραγματικότητα όμως σημαίνουν την αναχώρηση από το πεδίο της πραγματικής πάλης και των πραγματικών προβλημάτων της, είναι ακριβώς το στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτές τις δυνάμεις, είτε στην εκδοχή του ΠΑΜΕ είτε στο εξωκοινοβουλευτικό αντίγραφο. Πέρα από τις κούφιες φράσεις, είτε το ΠΑΜΕ, είτε ο «συντονισμός» των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν έχει να επιδείξει καμία μαζική κινητοποίηση, καμία κάθοδο δυνάμεων με μαζικούς όρους στο δρόμο ή σε αγώνες. Όσο και να ψάξει κανείς, τίποτε τέτοιο δε θα βρει, πέρα από την απεύθυνση στο συγκεκριμένο πολιτικό ακροατήριο από το οποίο προέρχονται και στο οποίο απευθύνονται οι δυνάμεις αυτές. Μόνο που αυτό δε συνιστά και ούτε μπορεί να διαμορφώσει μαζικό κίνημα. Όποια κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε με κάποια μαζικότητα, σε κάθε περίπτωση αναντίστοιχη των πραγματικών αναγκών, πέρασε κάτω από την πίεση των εργαζομένων και των δυνάμεων που παλεύουν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και εξαναγκάστηκαν να προκηρύξουν οι ρεφορμιστικές ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Στους υγειονομικούς, στους εκπαιδευτικούς, στους ναυτικούς, στην τοπική αυτοδιοίκηση ή στις πανεργατικές πανελλαδικές απεργίες, τα προηγούμενα χρό­νια, είτε στα χρόνια των μνημονίων. Άλλωστε οι δυνάμεις αυτές σε ποιον απευθύνονται για την κήρυξη απεργιακών αγώνων. Από ποιον το ζητούν και το απαιτούν. Προς ποια κατεύθυνση ασκούν πιέσεις. Και σε ποια κατεύθυνση ζητούν και από τους εργαζόμενους να πιέσουν για τη διεξαγωγή αγώνων. Μα προς τα σωματεία, τις ομοσπονδίες, τα εργατικά κέντρα και τις συνομοσπονδίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Και δεν είναι οξύμωρο, αντιφατικό, καιροσκοπικό και αλλοπρόσαλλο, όταν προκηρύσσονται οι αγώνες, αυτές οι δυνάμεις να διασπούν, να τεμαχίζουν και να υπονομεύουν, κραυγάζοντας «ταξικά», τους αγώνες αυτούς;

Η διέξοδος για το κίνημα των εργαζομένων, μπροστά στις μεγάλες δυσκολίες που ορθώνονται, περνάει μέσα από την πίεση για τη διεξαγωγή μαζικών διαδικασιών και συνελεύσεων και μέσα από την πίεση για διεξαγωγή αγώνων. Προϋπόθεση για την επιτυχία των αγώνων αυτών αποτελεί η μαζικότητά τους, η αποφασιστικότητα, η διάρκεια, ο συντονισμός και η κλιμάκωσή τους και υποχρεωτικά η διέξοδος για το κίνημα των εργαζομένων περνάει μέσα από τον παραμερισμό των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος, της φιλοκυβερνητικής τους στάσης, των αντιλήψεων της ηττοπάθειας και του συμβιβασμού. Αλλά περνάει ταυτόχρονα και μέσα από τον παραμερισμό των διασπαστικών αντιλήψεων, που από άλλο δρόμο υπονομεύουν και απομαζικοποιούν το εργατικό κίνημα.