Εικοσιεφτά χρόνια μετά το τέλος του απαρτχάιντ, η αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική της φτώχειας και της εγκληματικής διαχείρισης της πανδημίας με τις εκατόμβες νεκρών παροξύνει τις ανισότητες (είναι χαρακτηριστικό ότι ο μισός πληθυσμός ζει κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ η ανεργία καλπάζει στο 32,6%), δημιουργώντας ένα εξαιρετικά εύφλεκτο κοινωνικό υπόστρωμα. Ωστόσο η φυλάκιση του κατηγορούμενου για διαφθορά πρώην προέδρου Ζούμα αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τον πολύπαθο λαό της Ν. Αφρικής, πυροδοτώντας έκρηξη βίας και κοινωνικής αναταραχής.

Η συσσσωρευμένη οργή και αγανάκτηση των εξαθλιωμένων-φτωχοποιημένων λαϊκών στρωμάτων εκφράστηκε με τις μαζικές λεηλασίες σταθμών καυσίμων, τραπεζών, επιχειρήσεων, καταστημάτων (και «λάφυρα» είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα, ηλεκτρικές συσκευές και ρούχα), τις πυρπολήσεις οχημάτων και κτηρίων και τις συγκρούσεις με το στρατό και την αστυνομία.

Τα επεισόδια επικεντρώθηκαν στην επαρχία Γκαουτένγκ αλλά και στην Κουαζούλου-Νάτα, από όπου κατάγεται ο Ζούμα. Η κυβέρνηση του νυν προέδρου Ραμαφόζα, που σε μια επίδειξη κυνισμού μίλησε για «καιροσκοπικές πράξεις εγκληματικότητας», επιστράτευσε άρον άρον 25.000 στρατιώτες για την «αποκατάσταση της τάξης». Οι νεκροί μεχρι στιγμής ανέρχονται σε 117 (από τις πλαστικές σφαίρες των δυνάμεων καταστολής, ενώ πολλοί ποδοπατήθηκαν κατά τη διάρκεια των ταραχών) και 2.200 είναι οι συλληφθέντες.