Το μεγάλο προβάδισμα της ΝΔ στα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μάη προεξόφλησε μια ακόμα κυβερνητική θητεία του κόμματος της Δεξιάς, που το κοινοβουλευτικό χαρακτηριστικό της θα είναι ένας συσχετισμός, σε επίπεδο εδρών, δυσμενέστερος για την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση και ιδιαίτερα για την αξιωματική αντιπολίτευση που ο αριθμός των εδρών της θα απέχει κατά πολύ από εκείνες που θα κατέχει η ΝΔ.

Αυτό είναι προφανές, όπως ήδη φαίνεται από τις πρώτες μετεκλογικές δηλώσεις του Κ. Μητσοτάκη, πως θα δώσει μεγαλύτερο «αέρα» στο κόμμα της Δεξιάς να κλιμακώσει την αντιλαϊκή πολιτική του. Κάτι που επιδιώκει να το ενισχύσει ακόμα περισσότερο η ΝΔ με την προσφυγή σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις 25 Ιούνη. Σε αυτή τη δεύτερη κάλπη, η οποία θα γίνει με πιο αντιδημοκρατικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, έχοντας συγκεντρώσει, ήδη, εκλογικό ποσοστό 40,79%, θα προσπορισθεί ένα «μπόνους» 50 εδρών (1/6 των εδρών της Βουλής!), ενώ υπολογίζει και σε επιπλέον έδρες με το τρύγημα και των ψήφων των ακροδεξιών και συντηρητικών κομμάτων που έμειναν εκτός Βουλής.

Η ΝΔ είχε μια αύξηση 155.972 ψήφων σε σχέση με τις εκλογές του 2019, αλλά εκείνο που της επέτρεψε να παρουσιάσει αυτό το αποτέλεσμα ως μεγάλο θρίαμβο της δεν ήταν αυτή η αύξηση αλλά κυρίως το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βασικός ανταγωνιστής της για την κυβερνητική εξουσία, έπαθε μεγάλη καθίζηση στο εκλογικό ποσοστό του, χάνοντας 596.687 ψήφους, με συνέπεια να το χωρίζει ένα χάσμα της τάξης του 20% από το εκλογικό ποσοστό της ΝΔ.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης έσπευσε να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα ως «έγκριση των πολιτών η ΝΔ να κυβερνήσει αυτοδύναμη» και ως επιδοκιμασία της πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνησή του την τετραετία που πέρασε.

Η ερμηνεία αυτή, εντελώς παραπλανητική, θέλει να κρύψει τους ουσιώδεις παράγοντες που διαμόρφωσαν το συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα:
Θέλει να κρύψει τους εκβιασμούς που άσκησε με καταιγιστικό τρόπο η κυβερνητική προπαγάνδα στο εκλογικό σώμα και την ακατάσχετη κινδυνολογία με την οποία το βομβάρδισε.

Θέλει να κρύψει όλες τις αθέμιτες μεθόδους και πιέσεις που χρησιμοποίησε για να υφαρπάξει την ψήφο από τις πιέσεις εργοδοτών στους εργαζόμενους τους ως τo pass-επίδομα των 150 ευρώ για την εξαγορά των ψήφων των νέων.

Θέλει να κρύψει το ότι ταΐζοντας με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα έχει μεγάφωνα της πολιτικής της που, επί μια ολόκληρη τετραετία και ακόμα πιο έντονα την προεκλογική περίοδο, επιδόθηκαν και επιδίδονται σε φιλοκυβερνητική πλύση εγκεφάλου του εκλογικού σώματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μόλις, τις παραμονές των εκλογών, με υπουργική Απόφαση (Ε298/21-4-2023) υπό τον τίτλο «Πρόγραμμα χρηματοδότησης για την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας» χορηγήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό της Προεδρίας της κυβέρνησης 9.000.000 ευρώ στα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια με το πρόσχημα ότι «επλήγησαν ιδιαιτέρως από την πρόσφατη οικονομική διαταραχή που προκλήθηκε από τη ρώσικη επίθεση κατά της Ουκρανίας»(!) και επειδή «προάγουν την πολυφωνία»(!)

Θέλει να κρύψει, τέλος, ότι καθοριστικό ρόλο για το εκλογικό αποτέλεσμα έπαιξε η συναίνεση που απέσπασε η κυβέρνηση Μητσοτάκη απο το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ σε όλη την διάρκεια της θητείας της. ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ ψηφίζοντας πλήθος αντιλαϊκών νομοσχεδίων της ΝΔ ενέκριναν, επιδοκίμαζαν και εξωράιζαν -τέσσερα χρόνια τώρα- την πολιτική του κόμματος της Δεξιάς και, τελικά, με αυτή τη στάση τους το πριμοδότησαν και εκλογικά.

Αυτό εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον η ΝΔ και μπορεί τώρα να πλασάρει παραπλανητικές ερμηνείες για την εκλογική νίκη της. Να ισχυρίζεται πως πήρε «νωπή εντολή» για να συνεχίσει την αντιδραστική πολιτική της και ότι θέλει με τις εκλογές στις 25 Ιούνη να εξασφαλίσει ισχυρή στήριξη σε μια αυτοδύναμη κυβέρνησή της που θα κάνει «μεγάλες αλλαγές». Ο Κυρ. Μητσοτάκης από την πρώτη μετεκλογική δήλωσή του κιόλας είπε πως θέλει «να τρέξουν πιο γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις», με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να συμπληρώνει πως αρκετές από αυτές πρέπει να προχωρήσουν «χωρίς καθυστέρηση και μέσα στο καλοκαίρι».

Το ποια πολιτική θα «τρέξει» η νέα κυβέρνηση της ΝΔ είναι γνωστό και προαναγγελμένο: νέα μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικών περικοπών για τις κοινωνικές ανάγκες, εφαρμογή νέων μνημονιακών μέτρων που μπαίνουν σαν προα­παιτούμενα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, προχώρημα των ιδιωτικοποιήσεων σε όλους τους δημόσιους τομείς, διεύρυνση της λεηλασίας της ελληνικής οικονομίας μέσω πιο ληστρικών κινήτρων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, προώθηση της πολιτικής των παζαρεμάτων των κυριαρχικών δικαιωμάτων στα ελληνοτουρκικά, βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στις πολεμικές και επιθετικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ κ.ο.κ.

Με τη «φόρα» που της δίνει το εκλογικό αποτέλεσμα στις 21/5, η ΝΔ δεν κρύβει ότι θέλει να εκμεταλλευτεί την ενισχυμένη κυβερνητική πλειοψηφία της για προωθήσει και πιο γρήγορα αλλά και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις της. Καθώς η επόμενη Βουλή θα είναι σε χρόνο που συνταγματικά επιτρέπει διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η φιλοδοξία της -όπως την ξεφούρνισε ο συχνά προλαλών Αδ. Γεωργιάδης- φτάνει και ως την επιθυμία, αν μπορούσε, στις εκλογές της 25ης Ιούνη να βγάλει 180 βουλευτές για να έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, καταργώντας διατάξεις του που δυσκολεύουν το ολοκληρωτικό ξεδίπλωμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της (ανάμεσα σε αυτές και η κατάργηση του άρθρου 16 για τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση).

Η διαιώνιση της κυβερνητικής εξουσίας της Δεξιάς, με αυξημένη κυβερνητική πλειοψηφία, προαναγγέλλει νέα κύματα επιθέσεων στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Η πολιτική που η ΝΔ εμφανίζει ως οικονομική «ανάπτυξη» της χώρας, η πολιτική των κατακρεουργημένων μισθών, της υψηλής ανεργίας και υποαπασχόλησης, της υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων με ελαστικές μορφές εργασίας, εξουθενωτικά ωράρια και απλήρωτες υπερωρίες και υπερεργασία, της ακρίβειας που φέρνει η πολιτική στήριξης της κερδοσκοπίας του μεγάλου κεφαλαίου, της αρπαγής λαϊκών κατοικιών από αρπακτικά funds, του μεγαλώματος των οικονομικών ανισοτήτων που φέρνει η νεοφιλελεύθερη πολιτική της αναδιανομής όλο και περισσότερων οικονομικών πόρων στις κερδοφόρες «πράσινες» και άλλες μπίζνες του μεγάλου κεφαλαίου, της εμπορευματοποίησης της δημόσιας υγείας και παιδείας και των ιδιωτικοποιήσεων, του στραγγαλισμού των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, θα συνεχισθεί με την ίδια και μεγαλύτερη ένταση.

Η άμεση προοπτική που διαφαίνεται από το εκλογικό αποτέλεσμα έχει δημιουργήσει ένα βαρύ συναίσθημα, κυρίως σε όσους έτρεφαν προσδοκίες εκλογικής αντιμετώπισης της αντιλαϊκής πολιτικής. Ωστόσο, η ίδια η ζωή έρχεται να ξαναδείξει πως πραγματικό αντίβαρο στην αντιλαϊκή πολιτική είναι και παραμένει μόνο το αγωνιστικό ανάχωμα ανακοπής της, που μπορεί με αποτελεσματικό τρόπο να υψώσει η μαζική πανεργατική-παλλαϊκή εξωκοινοβουλευτική πάλη.

Αυτό αποδείχτηκε και στη διάρκεια της παρελθούσας κυβερνητικής τετραετίας τής ΝΔ, κατά τη διάρκεια της οποίας ό,τι παρεμποδίστηκε ή ακυρώθηκε από τα αντιδραστικά μέτρα προήλθε από τους μαζικούς αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας και όχι βέβαια από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση που λειτούργησε σαν τροφοδότης τής συνέχισης της κυβερνητικής κυριαρχίας της Δεξιάς.

Αυτός θα πρέπει να είναι και ο μπούσουλας με τον οποία θα πρέπει να πορευθεί ο λαός και η νεολαία μας στη νέα κυβερνητική θητεία της ΝΔ. Είναι βέβαιο πως η αντιδραστική πολιτική της θα μπορέσει να σταθεί τόσο λιγότερο όσο περισσότερο θα μπορέσουν να αναπτυχθούν οι μαζικές κοινωνικές αντιστάσεις ενάντιά της.