Επιτομή ρεφορμιστικών αυταπατών

Με τη χώρα να έχει μπει εδώ και καιρό σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, διάφορες δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά και που απλώνονται σε ένα ευρύ τόξο από την εξωκοινοβουλευτική ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΝΑΡ και τις διάφορες τροτσκιστικές οργανώσεις, μέχρι την ΛΑΕ, το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ, επαναφέρουν τα «μεταβατικά» προγράμματα. Πρόκειται για πολιτικά πλαίσια, αιτήματα και προτάσεις, που το περιεχόμενό τους τα τοποθετεί με ένα θολό τρόπο ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό και που επί της ουσίας δεν αποτελούν τίποτε άλλο από προτάσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. Και ως τέτοια, καταλήγουν να γίνονται οχήματα αυταπατών και εκλογικών και ρεφορμιστικών «διεξόδων» και να ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες στη σοσιαλδημοκρατία, με την οποία -ειδικά σε φάσεις όπως αυτή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015- επικοινωνούν ανοιχτά.

Τα «μεταβατικά» προγράμματα ή παρουσιάζονται ως πολιτικά προεκλογικά σχέδια ή -ακόμα χειρότερα- γίνονται απογειωμένες λίστες αιτημάτων «διεκδίκησης» τα οποία προτείνονται -υποτίθεται- στα σωματεία. Ξεκινούν από αιτήματα για τους μισθούς και τις συντάξεις, που αποτελούν στόχο της άμεσης πάλης και ανακατεύονται, όχι τυχαία, με προγραμματικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις για κάθε τομέα του κράτους και της κοινωνίας, που απαιτούν τον εκδημοκρατισμό ή αφοπλισμό της αστυνομίας, ορίζουν την αύξηση φορολόγησης των πλούσιων(!) και καταλήγουν στη διαγραφή του χρέους και στις εθνικοποιήσεις των τραπεζών, των βιομηχανιών και των βασικών μέσων παραγωγής με… εργατικό έλεγχο! Πρόκειται επί της ουσίας για μια συνολική διαχειριστική πρόταση του κράτους της αστικής τάξης, ώστε ο καπιταλισμός να αποκτήσει «ανθρώπινο πρόσωπο» και σταδιακά να μετατραπεί σε κράτος της εργατικής τάξης, χωρίς την προϋπόθεση της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη μέσα από την επαναστατική ανατροπή της εξουσίας των κυρίαρχων εκμεταλλευτριών τάξεων και τη συντριβή και αντικατάσταση του αστικού κράτους και όλων των βασικών δομών και λειτουργιών του. Πρόκειται δηλαδή για την επιτομή του ρεφορμισμού.

Πριν από οτιδήποτε άλλο όμως, και τα «πλαίσια αιτημάτων» που μπαίνουν σήμερα ως αιτήματα άμεσης διεκδίκησης των συνδικάτων, στην πραγματικότητα από άλλη πλευρά, συμβάλλουν στην κατάσταση διάλυσης που επικρατεί στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με απογειωμένες από την πραγματικότητα διεκδικήσεις, μετατρέπονται σε «πλαίσια» αποσυσπείρωσης, αφού αυτά που -υποτίθεται- διεκδικούν δεν υπάρχουν παρά μόνο στα κεφάλια των εισηγητών τους. Και είναι σίγουρα αστείο το επιχείρημα ότι η αναπαραγωγή αιτημάτων και διεκδικήσεων, που βρίσκονται σήμερα μακριά από τους συσχετισμούς της ταξικής πάλης και το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος, μπορεί να συμβάλει στη «ζύμωση» και τη μετατροπή τους σε πραγματικές διεκδικήσεις εργαζομένων. Αποσπασμένα από την πραγματική δυνατότητα αγωνιστικής διεκδίκησής τους από τα σωματεία, τέτοια πλαίσια μετατρέπονται σε ευχές που κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στη συσπείρωση και την αγωνιστική ανασύνταξη των συνδικάτων.

Από εκεί και πέρα, τα αιτήματα των γενικότερων μεταρρυθμίσεων και της μεταμόρφωσης του αστικού κράτους, όπως αυτά που αφορούν τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, τη φορολόγηση των πλούσιων, τις εθνικοποιήσεις τραπεζών, βιομηχανιών με… εργατικό κοινωνικό έλεγχο, στα πλαίσια του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς την ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της άρχουσας τάξης, εκτός από παιδαριώδεις αυταπάτες, συνιστούν την αναπαραγωγή των απατηλών προγραμμάτων της σοσιαλδημοκρατίας που δεκαετίες τώρα τα εισηγείται. Και με την οποία σίγουρα επικοινωνούν. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα διαβασμένος για να κατανοεί σήμερα το ρόλο του κράτους και των κατασταλτικών του μηχανισμών, ως μηχανισμών περιφρούρησης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης… δηλαδή των πλούσιων που, με αιτήματα προς το κράτος τους, θέλει ο ποικιλώνυμος αντικαπιταλισμός να τους φορολογήσει. Τέτοια αιτήματα-προτάσεις δεν μπορούν να έχουν κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά να καλλιεργούν συγχύσεις, να γεννούν αυταπάτες για το ρόλο του κράτους, τη φύση και τα όρια αυτού του συστήματος. Και ως τέτοιες προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στο κίνημα. Αυτές οι πολιτικές θέσεις και οι φορείς τους είναι καταδικασμένοι να προσφέρουν -ή ακόμη και να γίνονται- τροφή στις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, όπως συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 που κατάπιε ολόκληρες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή τμήματά τους.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα γνωστά -ειδικά από το 2010 και μετά- συνθήματα για τη διαγραφή του χρέους και τις εθνικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο. Πρόκειται για ακραία διαχειριστικές λογικές, που ξεχνούν πάντα το ζήτημα της εξουσίας. Τις συνθήκες δηλαδή στις οποίες διατυπώνονται τέτοια «αιτήματα», οι οποίες τελικά είναι αυτές που κρίνουν και το περιεχόμενό τους. Και για όσους μηχανιστικά επικαλούνται τον Λένιν, αυτές οι συνθήκες δεν αφορούν ούτε την προεπαναστατική περίοδο ούτε το σοσιαλισμό για να μπορεί να υπάρχει πραγματικός εργατικός έλεγχος, όπως λένε. Αφορούν τον καπιταλισμό και ο «έλεγχος», που μπορεί να υπάρχει σε αυτές τις συνθήκες, είναι μόνο οι κάλπικες αυταπάτες περί «συνδιοίκησης» που εισηγήθηκε η σοσιαλδημοκρατία τη δεκαετία του ’80. Για αυτό και τα μεταβατικά προγράμματα των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του αντικαπιταλιστικού χώρου δεν διέφεραν ουσιαστικά από αυτά του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ του 2015 ή του ΜέΡΑ25 σήμερα.

Στους καιρούς της πανδημίας το ΝΑΡ έθεσε επιτακτικά την «εθνικοποίηση των ιδιωτικών μονάδων υγείας» και τώρα επαναφέρει τις εθνικοποιήσεις ολόκληρων τομέων και βασικών μέσων παραγωγής, όπως της ενέργειας, των μεταφορών, των τραπεζών κλπ. Μετατρέπει δηλαδή την υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε αιτήματα(!) προς το κράτος της αστικής τάξης. Αιτείται δηλαδή σήμερα τον σοσιαλισμό! Γιατί η εθνικοποίηση του ιδιωτικού τομέα, η απαλλοτρίωση δηλαδή του μεγάλου κεφαλαίου με εργατικό έλεγχο μόνο σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει. Εκτός και αν αιτούνται και αντιμετωπίζουν τις εθνικοποιήσεις ως πράξεις που αφορούν το σήμερα, όπως αυτές που επιλέγει να πραγματοποιεί το καπιταλιστικό σύστημα κατά καιρούς. Όπως συνέβη και συμβαίνει με τράπεζες, αεροπορικές ή ακόμη και εταιρίες ενέργειας, είτε την περίοδο των μνημονίων είτε σήμερα ή γενικότερα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Μόνο που το κράτος της αστικής τάξης δεν περιμένει τα αιτήματα των συνδικάτων ή τα «αντικαπιταλιστικά» μεταβατικά προγράμματα για να κάνει αυτές τις κρατικοποιήσεις. Γιατί πολύ απλά γίνονται προς όφελος των συμφερόντων της μεγαλοαστικής τάξης. Δηλαδή των πλούσιων, που ο αντικαπιταλιστικός χώρος πολεμάει. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να συμβαίνει και με το δημόσιο χρέος που, ειδικά για εξαρτημένες και υποτελείς χώρες όπως η Ελλάδα, αποτελεί ένα ακόμη εργαλείο ελέγχου, αλλά δεν είναι βέβαια το μόνο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί από μόνο του την αιτία των δεινών του λαού, όπως προβάλλεται. Ακόμα δηλαδή και αν διαγραφόταν το χρέος (και τέτοια συμβαίνουν στον καπιταλισμό) σε αυτές τις συνθήκες, οι ιμπεριαλιστές δυνάστες και η κυρίαρχη τάξη διαθέτουν πολλούς μηχανισμούς αφαίμαξης του λαού και σίγουρα τις πολιτικές επιλογές που θα το ξαναδημιουργήσουν. Από όποια σκοπιά και αν τα θέτουν οι εισηγητές των μεταβατικών προγραμμάτων, τέτοια αιτήματα είναι καταδικασμένα να βρεθούν στην αγκαλιά της κυρίαρχης τάξης και ειδικά της σοσιαλδημοκρατίας. Και να συμπαρασύρουν στους κόλπους της ομάδες, οργανώσεις και σωματεία που υιοθετούν τέτοια απατηλά σχέδια.

Άλλωστε με την σοσιαλδημοκρατία ακριβώς επικοινωνεί και το γνωστό σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση». Με το οποίο όλοι αυτοί οι φορείς των μεταβατικών προγραμμάτων και των διαχειριστικών αυταπατών συναντήθηκαν με το ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 και τον οποίο είτε ηθελημένα, είτε άθελά τους τροφοδότησαν. Γιατί ανεξάρτητα από το τι μπορεί να έχουν στο μυαλό τους οι εμπνευστές του, ανεξάρτητα από τις χωροταξικές διευκρινίσεις περί πτώσης της κυβέρνησης «από τα κάτω και από αριστερά»… το «κάτω η κυβέρνηση» στις σημερινές συνθήκες ένα πράμα μπορεί να σημαίνει. Κάλπες και η εναλλακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό δεν μπορεί να μην το γνωρίζουν και να μην το καταλαβαίνουν αυτοί που με τόσο πάθος το αιτούνται. Οι ίδιοι άλλωστε που έλεγαν πριν το 2015 ότι απαιτούν την πτώση «και κάθε άλλης κυβέρνησης που θα εφαρμόσει αυτή την πολιτική» μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ το «κάτω η κυβέρνηση» το ξέχασαν. Και ας εφάρμοσε την ίδια πολιτική. Το «ξέχασαν» γιατί καταλάβαιναν πολύ καλά ότι το «κάτω ο ΣΥΡΙΖΑ» σήμαινε κάλπες και «πάνω ο Μητσοτάκης». Αυτό δηλαδή που κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν όλοι αυτοί που επαναφέρουν το «κάτω η κυβέρνηση» σήμερα. Πρόκειται για ένα σύνθημα που ο τροτσκιστικός και ο αντικαπιταλιστικός χώρος προτάσσει επιτακτικά όποτε στην κυβέρνηση είναι η δεξιά και εξαφανίζει όταν είναι το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό και συνοδεύει πάντα τα μεταβατικά προγράμματα και όλη μαζί η πολιτική τους πρόταση καταλήγει να υπηρετεί τη σοσιαλδημοκρατία. Για αυτό και το «κάτω η κυβέρνηση» δεν είναι τίποτε άλλο από μία προτροπή για το… εκλογικό παραβάν! Πλήρως αφομοιώσιμο από την κυρίαρχη τάξη και το σύστημά της.

Δυστυχώς για όλους, οι καιροί δεν προσφέρονται για εύκολες και αφελείς τοποθετήσεις. Το «κάτω η κυβέρνηση» και τα «αντικαπιταλιστικά» μεταβατικά προγράμματα… σε συνθήκες καπιταλισμού, έχουν απαντηθεί από την ίδια τη ζωή. Αιτήματα σαν αυτά, στις παρούσες συνθήκες αποτελούν την επιτομή του ρεφορμισμού και, όσο και αν φαντάζουν επιθετικά σε κάποιους κύκλους, είναι αυτά που δεν ενοχλούν ούτε το σύστημα, ούτε την κυβέρνηση, ούτε κανέναν απολύτως από τους απολογητές αυτής της πολιτικής. Γιατί πολύ απλά οι εθνικοποιήσεις με εργατικούς ελέγχους, αποτελούν απογειωμένους εκτός πραγματικότητας βερμπαλισμούς. Και ως τέτοιοι, μόνο χαμόγελα προκαλούν σε αυτούς που καλούνται σήμερα να απαλλοτριώσουν τους τραπεζίτες και ακόμα περισσότερα στους τραπεζίτες τους ίδιους.