Ένας νέος προσωρινός συμβιβασμός στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας, με στόχο την αποκλιμάκωση των συγκρούσεων οι οποίες κορυφώθηκαν επικίνδυνα τελευταία, προέκυψε μετά από διαπραγμάτευση στη Μόσχα ανάμεσα σε Ερντογάν και Πούτιν και, παρά τις τριβές και τις διαφωνίες, οδήγησε σε μία νέα, εύθραυστη συμφωνία.
Η αποτελεσματικότητα της συμφωνίας μέλλει, βεβαίως, να κριθεί στην πράξη, ενώ ήδη υπάρχουν εκατέρωθεν καταγγελίες για παραβίασή της. Θυμίζουμε ότι η ρωσο-τουρκική συμφωνία του Σότσι το 2018 για το Ιντλίμπ, περίπου ενάμιση χρόνο πριν, αποδείχθηκε τελικά αδύναμη να αποτρέψει τη σύγκρουση των στρατών Συρίας και Τουρκίας. Ο συριακός στρατός επιδιώκει την εκκαθάριση της περιοχής κυρίως από τζιχαντιστές και φιλότουρκους μισθοφόρους που έχουν μαζευτεί στο Ιντλίμπ μετά την ήττα τους από άλλα πεδία συγκρούσεων της Συρίας. Η τουρκική αστική τάξη, με τις πλάτες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πρωτίστως ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, και την μέχρι πρότινος ανοχή της Ρωσίας, έχει επέμβει 4 φορές στην περιοχή με το πρόσχημα της «προστασίας αμάχων», επιδιώκοντας την εγκατάσταση στην περιοχή για τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα.
Η τεταμένη “ηρεμία” που επικρατεί στο Ιντλίμπ, φορτίζεται επιπρόσθετα από τις νέες ενισχύσεις του τουρκικού στρατού που συνεχίζονται. Παράλληλα, οι πιθανότητες διατήρησης της συμφωνίας εκεχειρίας φάνηκαν να περιορίζονται και από τις νέες δηλώσεις του Ερντογάν, που απείλησε το συριακό στρατό με «μονομερή δράση» σε περίπτωση «παραβίασης» της εκεχειρίας, τονίζοντας: «Εάν αθετηθούν οι υποσχέσεις για την επιχείρηση “Ανοιξιάτικη Ασπίδα”, διατηρούμε το δικαίωμα να καθαρίσουμε την περιοχή με τις δικές μας μεθόδους».
Η τωρινή συμφωνία πάντως κατέληξε στα εξής σημεία: Τερματισμός των εχθροπραξιών κατά μήκος της λεγόμενης «ζώνης αποκλιμάκωσης συγκρούσεων». Δημιουργία «διαδρόμου ασφαλείας» πλάτους 6 χλμ. κατά μήκος της οδικής αρτηρίας Μ4 που συνδέει τη Λαττάκεια με τη βόρεια Συρία. Κοινές περιπολίες Τούρκων και Ρώσων στρατιωτικών κατά μήκος της οδικής αρτηρίας Μ4 από τις 15 Μάρτη. Εξάλειψη όλων των τρομοκρατικών ομάδων που δρουν στο Ιντλίμπ επειδή «οι απειλές σε βάρος πολιτών και υποδομών δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με οποιεσδήποτε προφάσεις». Υποστήριξη της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας από Ρωσία και Τουρκία επειδή «η διένεξη στη Συρία δεν έχει στρατιωτική λύση και πρέπει να διευθετηθεί ως εξέλιξη πολιτικής διαδικασίας, που θα υιοθετήσουν και θα υλοποιήσουν οι ίδιοι οι Σύριοι, σύμφωνα με την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ».
Φαίνεται, όμως, πως τα παζάρια είναι ευρύτερα μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας, ΕΕ και ΗΠΑ. Ο Ερντογάν και η Τουρκία βγαίνουν χαμένοι από αυτή τη συμφωνία καθώς, όντας στριμωγμένοι και περικυκλωμένοι στα πολεμικά πεδία, με σοβαρές αντιπαραθέσεις με την Μόσχα, περιορίστηκαν από μία επιδιωκόμενη ζώνη 32 χιλιομέτρων σε 6 χιλιόμετρα γύρω από την οδική αρτηρία Μ4, για κοινές περιπολίες με τους Ρώσους. Το γεγονός αυτό και κυρίως η αλλαγή στάσης της Ρωσίας, ώθησε τον Ερντογάν σε αναζήτηση ερεισμάτων σε δεδομένους συμμάχους στη Δύση ( ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ), γεγονός που αυτοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν, ώστε να αποκαταστήσουν την επιρροή τους στην Τουρκία, έναντι της Ρωσίας. Γι’ αυτό το σκοπό ο Ερντογάν εργαλειοποίησε το προσφυγικό, ώστε να ενισχύσει την εικόνα του μέσα και έξω από την Τουρκία, ασκώντας πίεση και εκβιάζοντας την ΕΕ μέσω της Ελλάδας με τα γεγονότα του Έβρου.
Ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Πομπέο έσπευσε να στείλει μήνυμα: «Πιστεύουμε σθεναρά ότι ο εταίρος μας στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία, έχει πλήρες δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στον κίνδυνο που έχει προκαλέσει αυτό που κάνουν εντός Συρίας ο Άσαντ, οι Ρώσοι και οι Ιρανοί», ξεκαθαρίζοντας επίσης ότι το αλισβερίσι με την Άγκυρα κλιμακώνεται σε όλα τα ανοιχτά θέματα που «τρέχουν» στην περιοχή, κόντρα σε κάθε αυταπάτη περί «απομονωμένης Τουρκίας». «Η τουρκική κυβέρνηση μας έχει ζητήσει διάφορα πράγματα και εμείς αξιολογούμε όλα αυτά τα αιτήματα».
Αποκαλυπτικές όμως ήταν και οι δηλώσεις του γγ του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ, ότι «η Τουρκία είναι ο σύμμαχός μας που έχει περισσότερο επηρεαστεί από την αναταραχή και τη βία στη Συρία. Κανένας άλλος σύμμαχός μας δεν έχει υποφέρει τόσο πολύ από τρομοκρατικές επιθέσεις. Και κανένας άλλος δεν φιλοξενεί περισσότερους πρόσφυγες». Ξεκαθάρισε δε ότι «το ΝΑΤΟ θα συνεχίσει να στηρίζει την Τουρκία με ένα εύρος διαφορετικών μέτρων. Αυτό περιλαμβάνει αμυντικά πυραυλικά συστήματα, συμβάλλοντας στην προστασία της Τουρκίας απέναντι σε απειλές από τη Συρία. Στηρίζουμε ακόμα την Τουρκία με στρατιωτική εναέρια και ναυτική παρουσία». Ακόμα, υπενθύμισε ότι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, «το ΝΑΤΟ επένδυσε πάνω από 5 δισ. δολάρια σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Τουρκία. Περιλαμβανομένων σημαντικών υποδομών όπως ναυτικές βάσεις και εγκαταστάσεις ραντάρ. Όλα αυτά δείχνουν την ισχυρή δέσμευση του ΝΑΤΟ απέναντι στην ασφάλεια της Τουρκίας».
«Κατανόηση στις ανησυχίες» της Τουρκίας εξέφρασε όμως και η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, κρίνοντας απαραίτητο στην παρούσα χρονική περίοδο να σημειώσει ότι «ως αποτέλεσμα όσων συμβαίνουν στο Ιντλίμπ, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες για την Τουρκία» αλλά και ότι «ο Τούρκος Πρόεδρος δεν αισθάνεται ότι τον στηρίζουμε επαρκώς αυτήν τη στιγμή». Τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε η επιλογή της Γερμανίας να συντηρήσει τη συζήτηση για τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, επαναφέροντας πρόταση που προ μηνών είχε διατυπώσει η υπουργός Άμυνας της χώρας, αναζωπυρώνοντας και έτσι το παζάρι γύρω από τους όρους και τα ανταλλάγματα για τις «ισορροπίες» στην περιοχή, αλλά και την «επόμενη μέρα» στη Συρία.
Χαρακτηριστική ήταν όμως και η στάση της Γαλλίας. Από τη μία ύψωνε τους τόνους, με τον ΥΠΕΞ Ζαν Ιβ Λε Ντριάν να δηλώνει πως η ΕΕ «δεν θα υποκύψει στον εκβιασμό» που ασκεί η Τουρκία με το Μεταναστευτικό, από την άλλη εξηγούσε ότι «μας χρειάζεται να έχουμε τάχιστα μια μεγάλη, ειλικρινή, δημόσια διασαφήνιση με την Τουρκία για να γνωρίζουμε με ποια πλευρά είναι ο καθένας και πού βρίσκονται τα κοινά συμφέροντά μας».
Ενδεικτική, τέλος, είναι και η παρέμβαση του Αμερικανού μεγαλοεπιχειρηματία Τζορτζ Σόρος, γνωστού πρωτοπόρου στην προώθηση κρίσιμων ιμπεριαλιστικών αντιλαϊκών σχεδιασμών. Σε άρθρο του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» με τίτλο «Η Ευρώπη πρέπει να σταθεί στο πλευρό της Τουρκίας απέναντι στα εγκλήματα του Πούτιν στη Συρία», παρατηρούσε ότι η ανάμειξη της Ρωσίας στη Συρία συνδέεται με την επιθυμία της «να ανακτήσει την περιφερειακή και παγκόσμια επιρροή» και υποστήριζε πως οι ενέργειες της Ρωσίας στη Συρία «προκάλεσαν πανικό στην Άγκυρα, ωθώντας την να ενθαρρύνει τους πρόσφυγες που ήδη βρίσκονταν στο έδαφός της να στραφούν προς την Ευρώπη». Υπενθύμιζε δε παλιότερες συστάσεις του προς την ΕΕ «να αφυπνιστεί σχετικά με την απειλή που η Ρωσία συνιστά για τα στρατηγικά της συμφέροντα» και κατέληγε ότι «η Ευρώπη θα πρέπει να προσπαθήσει να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν απέναντι στον Πούτιν, ως προς την προσπάθεια επίτευξης εκεχειρίας που θα διατηρούσε μια “ζώνη ασφαλείας” στο Ιντλίμπ».
Με αυτά τα δεδομένα ο Ερντογάν προσπαθεί να κερδίσει “πόντους” και μερίδιο από τα μεγάλα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που διεκδικούνται στη Συρία από τους ιμπεριαλιστές. Το ενδιαφέρον και την επιδίωξη της Τουρκίας να βάλει στο χέρι τα πετρέλαια της Συρίας και δη τα κοιτάσματα που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Κούρδων μαχητών των «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF), που είναι υπό την «προστασία» του αμερικανικού στρατού, εξέφρασε ο Ερντογάν. Αποκάλυψε μάλιστα ότι πρότεινε στον Πούτιν, να χρηματοδοτήσουν την ανοικοδόμηση στη Συρία με έσοδα από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου στις περιοχές Χάσακα και Ντέιρ Εζόρ, που είναι υπό τον έλεγχο κυρίως των κουρδικών δυνάμεων. Ο Ερντογάν πρόσθεσε ότι θα κάνει την ίδια πρόταση και στον Τραμπ, ενώ ισχυρίστηκε ότι ο Πούτιν δεν απέρριψε την πρότασή του, απαντώντας ότι αυτό «είναι πιθανό». Και μόνο το γεγονός ότι η Τουρκία εποφθαλμιά τα πετρέλαια της Συρίας φανερώνει ότι η επέμβαση στα βόρεια εδάφη της εξυπηρετεί ευρύτερους σκοπούς και επιδιώξεις, πέρα από τη διαχείριση του Κουρδικού, για τις οποίες η κυβέρνηση Ερντογάν παζαρεύει με όλους τους «παίχτες», παραβιάζοντας ανοιχτά την κυριαρχία και τα σύνορα μιας τρίτης χώρας, με την ανοχή των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ.