Το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών κατέδειξε με τραγικό τρόπο τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής των μνημονίων, του ξεπουλήματος του πλούτου του δημοσίου και των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ παράλληλα -μέσα στο νέο πολιτικό κλίμα που διαμορφώνει- διατυπώνονται διάφορες πολιτικές προτάσεις σε σχέση με τις συγκοινωνίες από δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, για να τοποθετηθούν απέναντι στην κυρίαρχη αστική αντίληψη που υπηρέτησαν τα κυβερνητικά κόμματα, της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ μαζί με τα ποικίλα δεκανίκια τους, από το ΛΑΟΣ και τους ΑΝΕΛ, μέχρι το ΠΟΤΑΜΙ, τη ΔΗΜΑΡ και το ΜέΡΑ25.

Μια τέτοια πρόταση διατύπωσε το Π.Γ. του ΚΚΕ στις 11/3, που λέει:
«Στον αντίποδα βρίσκεται η πρόταση του ΚΚΕ. Ο σιδηρόδρομος μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο, γρήγορο, ασφαλές και φτηνό μέσο μετακίνησης του λαού και μεταφοράς προϊόντων σε όλη τη χώρα. Αυτό προϋποθέτει όμως «απελευθέρωση» από τις ράγες του κέρδους, προϋποθέτει μεταφορές και υποδομές με κριτήριο την ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών, μέσα από έναν ενιαίο κρατικό φορέα, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, ενταγμένες στον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομίας, την κοινωνική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο».

Πρόκειται για μια σολομωνική με πολλαπλές αναγνώσεις και πολλούς «ευχαριστημένους» αναγνώστες, που μπορούν να το δουν και έτσι και αλλιώς. Σε κάθε όμως περίπτωση οδηγεί το λαϊκό κίνημα σε λάθος κατεύθυνση.

Από τη μία ανάγνωση, που βασίζεται στην επίκληση της «κοινωνικής ιδιοκτησίας» και τον «κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό» βγάζει κανείς το συμπέρασμα πως η πρόταση του ΚΚΕ παραπέμπει στο σοσιαλιστικό σύστημα, όπου θα έχει ανατραπεί το σύστημα του καπιταλισμού και η εργατική τάξη θα έχει κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Βέβαια σε μια τέτοια εκδοχή, που η εργατική τάξη θα έχει την πολιτική εξουσία, η αναφορά στον ενιαίο κρατικό φορέα και στον εργατικό έλεγχο τι νόημα έχουν;

Προσπερνώντας το ζήτημα ότι όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα, όπως οι «κοινωνικές ιδιοκτησίες» και οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του ΚΚΕ, ξεπετιούνται έτσι απλά με το ρίξιμο μιας πρότασης, που πιο πολύ παραπέμπει σε προεκλογική εξαγγελία παρά σε μια τοποθέτηση που περιγράφει πραγματικές(;) επαναστατικές αλλαγές, στεκόμαστε πιο πολύ στο ότι αν η πρόταση ενός κόμματος που αναφέρεται στο κομμουνιστικό κίνημα, απέναντι στην πολύνεκρη αυτή τραγωδία και τις εγκληματικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος μεταθέτει τη λύση όλων των προβλημάτων στο σοσιαλιστικό μέλλον, τότε αφαιρεί τη δυνατότητα από το λαό να προβάλει σήμερα και να παλέψει πάνω σε συγκεκριμένα άμεσα αιτήματα για να μη συνθλίβεται πάνω στις ράγες, να μην πνίγεται στις πλημμύρες, να μην καίγεται στις πυρκαγιές ή να μην σκοτώνεται στα εργοτάξια. Πρόκειται για μια πρόταση, που αποστερεί από την εργατική τάξη και το λαό τη δυνατότητα να διεξάγουν καθημερινούς διεκδικητικούς αγώνες για τη βελτίωση της ζωής του, που θέτει το λαό όχι μέσα, αλλά έξω από το στίβο της ταξικής πάλης, απομακρύνοντας εν τέλει το σοσιαλιστικό όραμα που κατά τα άλλα επικαλείται ακόμη παραπέρα.

Υπάρχει ωστόσο πίσω από την τοποθέτηση -χρησμό- του ΚΚΕ και η άλλη ερμηνεία. Ότι η πρόταση για ένα «ενιαίο κρατικό φορέα», που εδώ μόνο αποκτά νόημα και η έννοια του εργατικού ελέγχου, αφορά στο σήμερα και στις συνθήκες του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. Μια πρόταση που έρχεται να συναντήσει τις κλασσικές τροτσκιστικές αναλύσεις και προτάσεις, τις προτάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ, που διατυπώνονται όλα τα τελευταία χρόνια, των λεγόμενων μεταβατικών προγραμμάτων, που μετέτρεψαν τις δυνάμεις αυτές σε ουρά τής «πρώτη φορά κυβέρνησης της αριστεράς» και της σοσιαλδημοκρατίας, σε ουρά εν τέλει της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, που στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ βρήκαν τη χρυσή εφεδρεία για την απρόσκοπτη κυριαρχία τους στη χώρα.

Να τι γράφει τώρα στην ανακοίνωσή του το ΝΑΡ μετά τα Τέμπη.
«– Αποκλειστικά δημόσιο σιδηροδρομικό δίκτυο, με εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση, ενιαιοποίηση και λειτουργία του υπό εργατικό-κοινωνικό έλεγχο για την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών και την κάλυψη όλων των περιοχών της χώρας. Έξω η Ferrovie/­Hel­lenic Train, η Cosco και συνολικά η επιχειρηματική λογική του κέρδους από τις δημόσιες συγκοινωνίες και μεταφορές …

Πάλη συνολικά ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τη λογική του κέρδους και των «απελευθερωμένων αγορών», όπου οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Κάτω τα χέρια από τα δημόσια αγαθά! Ρεύμα, νερό, υγεία, εκπαίδευση, ενέργεια, υποδομές και κλάδοι στρατηγικής σημασίας σε δημόσια ιδιοκτησία, χωρίς αποζημίωση των εταιρειών που τους λεηλατούν, και με εργατικό έλεγχο».

Όλα αυτά κατά το ΝΑΡ ή και κατά το ΚΚΕ συντελούνται στα πλαίσια της σημερινής κατάστασης, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και χωρίς να έχει προηγηθεί η ανατροπή του αστικού κράτους και η εγκαθίδρυση της επαναστατικής εξουσίας. Στα πλαίσια της κατάστασης της καπιταλιστικής κυριαρχίας, ισχυρίζονται οι θιασώτες ενός τέτοιου «μεταβατικού προγράμματος» ότι μπορεί να επιβληθεί καθεστώς λειτουργίας του κρατικού καπιταλιστικού τομέα απαλλαγμένου από ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, απαλλαγμένου από τη λογική του κέρδους, από την καπιταλιστική δηλαδή λειτουργία και πρακτική. Και ισχυρίζονται, παράλληλα, ότι μπορεί να επιβληθεί στα πλαίσια της αστικής εξουσίας εργατικός έλεγχος. Και μπορεί να προβάλλονται αυτού του είδους οι μεταρρυθμιστικές, ρεφορμιστικές αντιλήψεις, είτε στο όνομα του επαναστατικού μαρξισμού, είτε στο όνομα του μαρξισμού-λενινισμού, όμως η απόσταση που χωρίζει αυτές τις δυνάμεις από το μαρξισμό-λενινισμό είναι τόση όση και η απόσταση που χωρίζει τις συνθήκες που επιβλήθηκε ο εργατικός έλεγχος των μπολσεβίκων και των επαναστατημένων εργατών της Ρωσίας του 1917 από τις σημερινές συνθήκες.

Πίσω από μια τέτοια καρικατούρα επίκλησης εργατικού ελέγχου, τα συνθήματα και τα αι­τήματα των κρατικοποιήσεων αυτού του χαρακτήρα έχουν μια σειρά αρνητικές συνέπειες για το λαϊκό κίνημα, καθώς σπέρνουν την αυταπάτη ενός πιο ανθρώπινου καπιταλισμού, που μπορεί τάχα να απαλλαγεί σε ορισμένους βασικούς του τομείς από τη λειτουργία του κέρδους και να γίνει πραγματικά φιλολαϊκός.
Στην πραγματικότητα, τι υποστηρίζουν οι ηγεσίες των ρεφορμιστικών δυνάμεων; Ότι μπορεί σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας το κράτος της άρχουσας τάξης, το κράτος των μονοπωλίων, των μεγαλοεφοπλιστών και τραπεζιτών να παραδώσει τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις του σε εργατικό-κοινωνικό έλεγχο που θα λειτουργούν στα πλαίσια μιας φιλολαϊκής πολιτικής και θα υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες. Και επί πλέον μπορούν δήθεν οι εργαζόμενοι σήμερα, σε συνθήκες κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και χωρίς την ανατροπή αυτής της κυριαρχίας, να διαμορφώσουν νέους λαϊκούς θεσμούς εργατικού, κοινωνικού ελέγχου στις επιχειρήσεις της κεφαλαιοκρατίας που θα υπηρετούν το λαό. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως πρόκειται για την καλλιέργεια μιας μεγάλης αυταπάτης που συσκοτίζει και διαστρεβλώνει τη σημερινή πραγματικότητα της πιο άγριας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης που βιώνουν στο πετσί τους οι εργαζόμενοι και προσανατολίζει τους αγώνες των εργαζομένων όχι στην πάλη για τα άμεσα και γενικά αιτήματα αλλά σε μια άπιαστη χίμαιρα.

Αποτελούν την επιτομή της ρεφορμιστικής αντίληψης πως, χωρίς την επαναστατική ανατροπή της πολιτικής εξουσίας της άρχουσας τάξης και τη συντριβή του αστικού κράτους, είναι δυνατό στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος να προκύψουν, να διαμορφωθούν εργατικοί σοσιαλιστικοί θεσμοί και μορφές οργάνωσης της κοινωνικο-οικονομικής ζωής, που βαθμιαία και με ειρηνικό τρόπο εξελισσόμενοι θα μετασχηματίζουν σιγά-σιγά το καπιταλιστικό σύστημα σε σοσιαλισμό.

Παράλληλα, αποπροσανατολίζουν το κίνημα από τα πραγματικά άμεσα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της απαίτησης να μπει φραγμός στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος, όχι κάτω από την πλάνη πως οι κρατικές επιχειρήσεις δεν είναι ή μπορούν να μην είναι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά με την πασιφανή και δραματική επιβεβαίωση ότι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων σηματοδοτεί την κατάργηση εργατολαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Και η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας, της παιδείας, των μαζικών συγκοινωνιών, του ρεύματος, του νερού αποτελεί πάλη για την υπεράσπιση αυτών των λαϊκών δικαιωμάτων και κατα­κτή­σεων.
Κάτω από αυτές τις αντιλήψεις οι δυνάμεις του ΝΑΡ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του τροτσκισμού μετατρέπονται ξανά σε ουρά της σοσιαλδημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ.

Διότι ποια είναι η πολιτική δύναμη, σήμερα, ένα-δυο μήνες πριν τις εκλογές, που μπορεί να επικαλεστεί επανακρατικοποιήσεις; Ποια άλλη από το ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη έχει εξαγγείλει επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ κάτω από το κλίμα της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και της ακρίβειας και που καθόλου δεν αποκλείεται μέσα στο κλίμα αυτό της τραγωδίας των Τεμπών και των εκλογών να κλείσει το μάτι με ανάλογο τρόπο για τα τρένα.

Είναι τόσο προσκολλημένες οι δυνάμεις αυτές του ΝΑΡ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των μεταβατικών προγραμμάτων σε αυτές τις ρεφορμιστικές αντιλήψεις, που αδυνατούν να βγάλουν στοιχειώδη συμπεράσματα από την προηγούμενη περίοδο, όπου με τα συνθήματα της εθνικοποίησης των τραπεζών και της διαγραφής του χρέους αποτέλεσαν βασικό στήριγμα στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς έφτασαν μάλιστα να συγκροτούν -από κοινού με την κυβέρνησή του- κοινή επιτροπή λογιστικού ελέγχου για τη διερεύνηση υποτίθεται του χρέους, την ώρα που λίγους μήνες μετά ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραφε το τρίτο μνημόνιο με τους ξένους δανειστές και φόρτωνε με νέο χρέος τον ελληνικό λαό.