Μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές από πυρκαγιές βίωσε ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, όπου πάνω από 1.300.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων έγιναν παρανάλωμα πυρός εξαιτίας του ότι ένας αποδιοργανωμένος και ασυντόνιστος από την κυβερνητική πολιτική κρατικός μηχανισμός προστασίας από τις φυσικές καταστροφές δεν στάθηκε ικανός να επέμβει και να ενεργήσει έγκαιρα και αποτελεσματικά για να σταματήσει τη μεγάλη καταστροφή. Από τη Βόρεια Εύβοια ως την Ηλεία, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία και από την Αττική ως τη Φωκίδα, για μέρες πυρκαγιές έκαιγαν και αναζωπυρώνονταν, με τον πληθυσμό αυτών των περιοχών να καλεί απεγνωσμένα την κυβέρνηση να στείλει πυροσβεστικά μέσα και να μη βρίσκει ανταπόκριση. Να παρακολουθεί απελπισμένος τη φωτιά να κατακαίει ανεμπόδιστα στο πέρασμα της δένδρα, ζώα, οικισμούς και να περιμένει αυτή να σβήσει στη …θάλασσα και ό,τι να διασώζεται να διασώζεται από τις απεγνωσμένες προσπάθειες των πυρόπληκτων κάτοικων, εθελοντών και ελάχιστων πυροσβεστών, καθώς το μόνο που είχε τελικά να του προσφέρει η κυβέρνηση ήταν ένα …μήνυμα εκκένωσης. Μια ειδοποίηση, δηλαδή, …να σηκωθεί και να φύγει ο κάθε κάτοικος για να «σωθεί», αφήνοντας το βιος του και την περιουσία του να καταστραφεί από τη φωτιά.

Σε αυτό το έσχατο σημείο καταποντίστηκε η «πολιτική προστασία της κυβέρνησης της ΝΔ», που τόσο πολυδιαφήμιζε, φτάνοντας -μάλιστα- ως το σημείο, οι υπουργοί της κατά την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου να δηλώνουν ότι «έχει γίνει μια εξαιρετικά πρότυπη δουλειά, μια πραγματική τομή φέτος, όχι μόνο όσον αφορά τα μέσα και τους εξοπλισμούς, αλλά και το προσωπικό». Ο τέως υπουργός ΠΡΟΠΟ, Μ. Χρυσοχοΐδης, ενώ είχαν ξεκινήσει οι πυρκαγιές να δηλώνει ότι η κυβέρνηση έχει σχέδια αντιμετώπισης των πυρκαγιών προσαρμοσμένα στην κλιματική αλλαγή, και ακόμα να τονίζει πως «αυτές οι πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες δεν μας βρίσκουν απροετοίμαστους»! Με μεγαλύτερο ακόμα θράσος ο Κυρ. Μητσοτάκης, στην πρόσφατη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για τις πυρκαγιές, παρά την τεράστια καταστροφή που έγινε, μέσα στην οποία φάνηκε όλη η άθλια κατάσταση του κρατικού μηχανισμού πολιτικής προστασίας, δεν δίστασε να επαναλάβει ότι «είχαμε προνοήσει να επενδύσουμε στην Πολιτική Προστασία, καταφέραμε και τη μετατρέψαμε σε μία αξιόμαχη κρατική οντότητα με υποδομές, προσωπικό, προϋπολογισμό και σχέδιο»!

Και όλα αυτά τα κυβερνητικά ψεύδη εκστομίζονται ξεδιάντροπα, όταν την ίδια ώρα στη δευτερολογία του στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης ομολόγησε ότι τα αεροπλάνα που πετάγανε για τις πυρκαγιές ήταν «τα 215, που είναι αεροπλάνα 50 ετών…». Όταν πάλι στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης ομολόγησε ότι σε δάση που κάηκαν «δεν υπήρχε καμία απολύτως πρόσβαση από κανέναν δασικό δρόμο», δηλαδή, δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο αντιπυρικής πρόληψης. Όταν η κυβέρνηση της ΝΔ από τα 17,7 εκατ. ευρώ, που ζητούσαν τα Δασαρχεία όλης της χώρας για έργα αντιπυρικής θωράκισης, τους ενέκρινε μόλις 1,7 εκατ. ευρώ. Όταν εξαιτίας, ακριβώς, της αποδυνάμωσης της πυροπροστασίας, η Ελλάδα ως προς την δριμύτητα των πυρκαγιών με 18.522,7 καμένα στρέμματα ανά μεγάλη πυρ­καγιά κατατάσσεται στην 1η θέση μεταξύ των 37 Μεσογειακών κρατών αλλά και όλων των κρατών της Ευρώπης.

Όπως το έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, έτσι και η κυβέρνηση της ΝΔ, απέναντι στο σοκ που προκάλεσε η ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού της να αποτρέψει την καταστροφή, έσπευσε να αντιδράσει με μέγιστη υποκρισία, με τον Κυρ. Μητσοτάκη να ζητά «δημόσια συγγνώμη». Ταυτόχρονα στη Βουλή να χαρακτηρίζει τις καταλογιζόμενες ευθύνες στην κυβέρνησή του ως «μύθους μέσα στη σύγχυση και στην ανεπαρκή εικόνα των συνθηκών». Να προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία της καταστροφής λέγοντας ότι «τα σπίτια και τα δέντρα ξαναγίνονται». Να διακηρύσσει πως «πετύχαμε το στόχο μας να προστατεύσουμε την ανθρώπινη ζωή», λες και ο στόχος της πολιτικής προστασίας είναι να δίνει ειδοποιήσεις «φύγετε να σωθείτε» και όχι να προστατεύει και τις ανθρώπινες ζωές, καταστέλλοντας ό,τι τις απειλεί, αλλά και να προστατεύει τα μέσα και τις υποδομές ζωής και τις ανθρώπινες δημιουργίες και το φυσικό περιβάλλον, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος.

Δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό η κυβερνητική αντίδραση αλλά κατέφυγε και στις τετριμμένες και επαναλαμβανόμενες επί χρόνια από τις κυβερνήσεις κούφιες δικαιολογίες πως επικράτησαν «ακραίες συνθήκες», ότι φταίει η «κλιματική κρίση», ότι «οι φωτιές φέτος είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά», με τις οποίες προσπάθησε να σκεπάσει τις ευθύνες τής πολιτικής της, που άφησε απροστάτευτο και αθωράκιστο όλο αυτό το κομμάτι που κατακάηκε. Πίσω από την επανάληψη αυτών των κούφιων και ανυπόστατων δικαιολογιών δεν βρίσκεται μόνο η πρόθεση συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών, αλλά και η πρόθεση υπεράσπισης αυτής της πολιτικής η οποία έχει σπείρει -διαχρονικά- νομοθετήματα για τα δάση που, για να εξυπηρετήσουν μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα, δίνουν «παράθυρα» για την καταστροφή τους.

Άλλωστε ο ίδιος ο Κυρ. Μητσοτάκης στην ομιλία του στη Βουλή δεν παρέλειψε να ανοίξει και την πόρτα για μπίζνες πάνω στα καμένα της φωτιάς, λέγοντας πως «θα πρέπει να μας απασχολήσει στο μέλλον η ασφάλιση συνολικά της περιουσίας, της ακίνητης περιουσίας έναντι των φυσικών καταστροφών» και αναγγέλλοντας «νέο θεσμό, του αναδόχου αναδάσωσης: ένας ενδιαφερόμενος ιδιώτης, ένα ίδρυμα, μία επιχείρηση, θα μπορεί να αναλαμβάνει όχι απλά τη μελέτη, αλλά και τα έργα αποκατάστασης μίας έκτασης».

Θέλοντας να αμβλύνει την αντιπολιτευτική πίεση, ο Κυρ. Μητσοτάκης έπαιξε στη Βουλή και το χαρτί της «συναίνεσης», απευθύνοντας στα κόμματα της αντιπολίτευσης τη ρητορική πρόταση «να καταλήξουμε τουλάχιστον σε κάποιους άξονες συμφωνίας για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών» και ανακοινώνοντας πως «έχει αναθέσει το σχεδιασμό της μεθεπόμενης μέρας της Βόρειας Εύβοιας σε έναν άνθρωπο ο οποίος είναι γνωστός σε όλους μας, δεν προέρχεται από το δικό μας πολιτικό χώρο» (στο παλιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Σταύρο Μπένο). Ενώ σαν υπουργό Πολιτικής Προστασίας στην ανασχηματισμένη κυβέρνησή του συμπεριέλαβε τον πρώην υπουργό Άμυνας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που τελικά ναυάγησε.

Η αλήθεια είναι ότι, όταν πήραν διαστάσεις οι πυρκαγιές στις αρχές Αυγούστου, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν άσκησαν κάποια έντονη πίεση. Με ένα εκπληκτικά ομοιόμορφο τρόπο απέφυγαν να καταγγείλουν άμεσα την κυβέρνηση:
Ο Αλ.Τσίπρας δήλωσε πως «υπάρχουν σοβαρότατες ευθύνες γι’ αυτό που ζούμε. Δεν είναι όμως τώρα η ώρα της απόδοσής τους» και έστρεψε την προσοχή του περισσότερο στο πώς θα εκμεταλλευθεί τις πυρκαγιές για να «ισοζυγίσει» τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ στο Μάτι το 2018 με αυτές της ΝΔ το 2021 με τη ρήση «Αν πριν από τρία χρόνια, στην αρχή της κλιματικής κρίσης αιφνιδιαστήκαμε, σήμερα δεν υπάρχει δικαιολογία… Ο κρατικός μηχανισμός δεν υπήρξε ποτέ υποδειγματικός».
Ο Δ. Κουτσούμπας του ΚΚΕ δήλωσε «δεν είναι ώρα για μεγάλα λόγια, τώρα είναι ώρα μάχης.
Είναι όμως και ώρα προβληματισμού, γιατί για μία ακόμη χρονιά φάνηκε η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αντιπυρικής προστασίας, με επίκεντρο την πρόληψη
», βλέποντας το πρό­βλημα όχι στην κυβερνητική πολιτική αλλά στον …«ανολοκλήρωτο σχεδιασμό».
Η Φ. Γενηματά του ΚΙΝΑΛ δήλωσε πως: «ασφαλώς είναι ώρα μάχης. Θα έρθει η ώρα των ευθυνών. Ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά θα υπάρξει αυτοκριτική για τα εγκληματικά λάθη και τις παραλείψεις της Κυβέρνησης».

Σε αντιδιαστολή με αυτό το πολιτικό σκηνικό, που δίνει περιθώριο στην κυβέρνηση να ελίσσεται ακόμα και σε στιγμές έντονης παλλαϊκής κατακραυγής, εκείνο που προέχει είναι ακριβώς να επιδιωχθεί αυτή η κατακραυγή να μετασχηματισθεί σε μια ισχυρή λαϊκή κινητοποίηση για την πιο έντονη καταγγελία και απομόνωση της κυβερνητικής πολιτικής. Σε μια λαϊκή κινητοποίηση που θα βάλει σε πρώτη γραμμή τη στήριξη των πυρόπληκτων, στους οποίους η κυβέρνηση δίνει ψίχουλα και υποσχέσεις «ανάταξης» που θα εξαρτηθούν, όπως είπε ο Κυρ. Μητσοτακης, από τις «ιδιωτικές δωρεές». Όπως έγινε περίπου από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ για την αποκατάσταση από τις πυρκαγιές του 2007 στην Ηλεία, που αποδείχθηκε εμπαιγμός.

Οι πυρόπληκτοι χρειάζεται, για να μην εξαπατηθούν, να οργανώσουν αγώνα για τις διεκδικήσεις αποκατάστασης, αποζημίωσης και στήριξης τους, στον οποίο να εκδηλώσουμε την αλληλεγγύη μας.