Πλησιάζοντας στο ορόσημο της 29ης Μαρτίου για το Brexit εντείνεται το σκληρό παιχνίδι εκβιασμών και μπλόφας ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση και το σκληρό πυρήνα της ΕΕ και φουντώνει η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της Μ. Βρετανίας, η οποία βιώνει μια πολύπλευρη πολιτική αλλά και εθνική κρίση, αφού εμπλέκονται ζητήματα που αφορούν το μέλλον της Βορείου Ιρλανδίας, ακόμη και της Σκωτίας.
Η Τερέζα Μέι, η οποία έχει υποστεί, δύο φορές, ταπεινωτική κοινοβουλευτική ήττα στην προσπάθειά της να περάσει τη συμφωνία της για ένα “ήπιο” Brexit, βρέθηκε πάλι στα “σχοινιά” μετά την, πρωτοφανή για τα βρετανικά κοινοβουλευτικά χρονικά, απόφαση του προέδρου της Βουλής των Κοινοτήτων, Τζον Μπέρκοου, να μπλοκάρει μια τρίτη ψηφοφορία. Ο Μπέρκοου, που συγκαταλέγεται στους σφοδρούς πολέμιους του Brexit, αποφάσισε ότι η Μέι δεν έχει αυτό το δικαίωμα, παρά μόνο αν φέρει μια συμφωνία πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες, την ώρα που οι εκπρόσωποι της Κομισιόν αποκλείουν κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μπροστά στο νέο αδιέξοδο η Βρετανίδα πρωθυπουργός κατέθεσε στην ΕΕ αίτημα παράτασης, έως τις 30 Ιουνίου, της ημερομηνίας ενεργοποίησης του άρθρου 50 για την έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης.
Μετά από ένα “άγριο παζάρι”, στη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης 21/3, οι 27 ηγέτες της Ε.Ε. απέρριψαν το αίτημα της Μέι, επιφέροντας ακόμη ένα πλήγμα στην αξιοπιστία της. Με την πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας απούσα από την αίθουσα και έπειτα από μαραθώνιες διαβουλεύσεις, κατέληξαν σε μια κοινή απόφαση για διπλή παράταση της ημερομηνίας αποχώρησης, που αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και μεταφέρει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη βρετανική πλευρά.
Συγκεκριμένα αποφάσισαν πως αν το κοινοβούλιο της Βρετανίας εγκρίνει, έως τις 29 Μάρτη, τη Συμφωνία Αποχώρησης, τότε θα προσφέρουν αναβολή του Brexit έως τις 22 Μαΐου. Εάν καταψηφίσει τη Συμφωνία, τότε το Λονδίνο θα πρέπει να ενημερώσει την ΕΕ, μέχρι τις 12 Απριλίου, για το αν θα προχωρήσει στη διεξαγωγή ευρωεκλογών. Μόνο τότε θα εξετάσει η ΕΕ μια μεγαλύτερη παράταση. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης η Μ. Βρετανία θα αποχωρήσει από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία στις 12 Απριλίου.
“Μέχρι εκείνη την ημέρα, όλες οι επιλογές παραμένουν ανοιχτές. Συμφωνία, μη συμφωνία, μεγάλη παράταση, ακύρωση του Brexit”, υπογράμμισε ο Τουσκ και πρόσθεσε πως, μέχρι τότε, το Ηνωμένο Βασίλειο καλείται να αποφασίσει εάν θα συμμετάσχει στις ευρωεκλογές. Εάν η απόφαση είναι αρνητική, τότε η μεγάλη παράταση καθίσταται “αδύνατη”, τόνισε. Ο Τουσκ δήλωσε πάντως “πιο αισιόδοξος”, ενώ έκανε λόγο για “καλύτερη” και “πιο εποικοδομητική ατμόσφαιρα” από το αναμενόμενο.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, επανέλαβε ότι δεν υπάρχει χώρος για νέες τροποποιήσεις στη συμφωνία:
“Μας ζήτησαν διασαφηνίσεις τον Δεκέμβριο, τις δώσαμε. Μας ζήτησαν διασφαλίσεις τον Ιανουάριο, τις δώσαμε. Μου ζήτησαν περαιτέρω διαβεβαιώσεις την περασμένη Δευτέρα στο Στρασβούργο, κυρίως σε ό,τι αφορά στο backstop, τις έδωσα. Το πακέτο έκλεισε”.
Ερωτηθείς για το πόσο μεγάλη θα μπορούσε να είναι η παράταση, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, απάντησε μάλλον χαριτολογώντας “μέχρι το τέλος”.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, οι 27 ηγέτες της Ένωσης πιστεύουν ότι η Μέι έχει ελάχιστες πιθανότητες να περάσει τη συμφωνία από το κοινοβούλιο.
Η ίδια εμφανίστηκε αποφασισμένη να επιμείνει και μετά τη Σύνοδο επανέλαβε:
«Η σημερινή απόφαση υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η υπερψήφιση της συμφωνίας του Brexit από τη Βουλή την επόμενη εβδομάδα, ώστε να δώσουμε τέλος στην αβεβαιότητα με έναν ήπιο και τακτικό τρόπο.»
Η Μέι, η οποία δέχεται στο Λονδίνο πυρά από όλες τις πλευρές, εντός και εκτός του κόμματός της, την προηγούμενη της Συνόδου είχε απευθύνει διάγγελμα στον βρετανικό λαό για να εξηγήσει την επιλογή της για παράταση, εξαπολύοντας κατηγορίες στους βουλευτές που δεν στηρίζουν τη συμφωνία της, για ένα συντεταγμένο Brexit, ότι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλουν. Παράλληλα, εκτίμησε ότι η συμμετοχή της χώρας στις ευρωεκλογές θα είναι “πικρά διχαστική”.
Με αυτή την, υψηλού ρίσκου, κίνησή της ελπίζει ότι θα πιέσει, από τη μία μεριά, τη σκληρή πτέρυγα του κόμματός της, επισείοντας τον κίνδυνο ανατροπής της απόφασης του δημοψηφίσματος και, από την άλλη, να στριμώξει τους βουλευτές, κυρίως του Εργατικού Κόμματος, που θέλουν ένα ήπιο Brexit, ώστε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη πλειοψηφία για να περάσει η συμφωνία της σε μια τρίτη ψηφοφορία.
Με τα σενάρια για πρόωρες εθνικές εκλογές ή ακόμη και για ένα δεύτερο δημοψήφισμα να φουντώνουν, η Βρετανίδα πρωθυπουργός επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο γνήσιος υπερασπιστής του Brexit και να προβάλει τη συμφωνία της ως τη μοναδική που μπορεί να εξασφαλίσει αυτή την πορεία.
Παράλληλα επιχειρεί να εκθέσει το Εργατικό Κόμμα στα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα στις περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αγγλίας, που στήριξαν σε μεγάλη κλίμακα το Brexit στο δημοψήφισμα και όπου, παράλληλα, καταγράφεται υψηλή επιρροή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
“Αυτό που είναι σημαντικό είναι το Κοινοβούλιο να δράσει με βάση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι να προχωρήσουμε στο Brexit για τον βρετανικό λαό. Ειλικρινά ελπίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό με μια συμφωνία. Συνεχίζω να εργάζομαι για να διασφαλίσω ότι η Βουλή θα εγκρίνει μια συμφωνία, ώστε να αποχωρήσουμε με συντεταγμένο τρόπο. Αυτό που έχει σημασία είναι να σεβαστούμε την ψήφο του βρετανικού λαού”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το διάγγελμα της Μέι ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ένθεν κακείθεν, με βουλευτές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης να κάνουν λόγο μέχρι και για παραίτησή της, ενώ βουλευτές του Εργατικού Κόμματος τη χαρακτήρισαν ως τη “χειρότερη πρωθυπουργό” στην ιστορία της Μ. Βρετανίας και προέβλεψαν πρόωρες εκλογές, ακόμη και μέσα στον Απρίλη.
Τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης σχολίασαν ότι η Τερέζα Μέι “δεν επέλεξε με σοφία τα λόγια της”, δεδομένου ότι τώρα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ την υποστήριξη των μελών του κοινοβουλίου, προκειμένου να αλλάξουν στάση και να στηρίξουν τη συμφωνία της.
Γύρω από το θρίλερ του Brexit, το οποίο είναι απότοκο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2008, συμπυκνώνονται οι σύγχρονες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με τη σύγκρουση του βρετανικού ιμπεριαλισμού με τον γερμανογαλλικό άξονα, πριονίζοντας τα βάθρα της σταθερότητας της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας. Στη σύγκρουση αυτή παρεμβαίνουν, άλλοτε φανερά άλλοτε υπόγεια, και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με πρώτες και κυριότερες τις ΗΠΑ του Τραμπ, που έχει διακηρυγμένο στόχο τη διάλυση της Ε.Ε και ο οποίος φρόντισε να αποδοκιμάσει τη συμφωνία, στηρίζοντας τους υποστηρικτές του “σκληρού” Brexit.
Παράλληλα αναδεικνύονται με πολύ μεγάλη ένταση οι ενδοαστικές αντιπαραθέσεις γύρω από τον ευρύτερο προσανατολισμό του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Διεξάγεται στο παρασκήνιο ένας ανηλεής πόλεμος επικράτησης της μιας ή της άλλης μερίδας της βρετανικής ολιγαρχίας, που συμπυκνώνεται γύρω από τη στρατηγική για το Brexit.
Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Βρετανίας και τα πολιτικά της κόμματα είναι τριχοτομημένα. Ένα τμήμα της είναι υπέρ του “σκληρού” Βrexit, επιδιώκοντας μια γενικευμένη ρήξη με την ΕΕ και το Βερολίνο. Ένα τμήμα της επιδιώκει μια σχετική αυτονομία από την ΕΕ, αλλά θέλει τη συμμετοχή της σε μια κοινή τελωνειακή ένωση και στην ενιαία αγορά, που αποκαλείται και “ήπιο” Brexit – όπως η συμφωνία που προωθεί η Μέι – και ένα τρίτο τμήμα επιδιώκει να γίνει ξανά δημοψήφισμα με στόχο να παραμείνει η Μ. Βρετανία στην ΕΕ. Οι δύο τελευταίες κατευθύνσεις συγκλίνουν και βρίσκονται στην πραγματικότητα σε κοινή πορεία αντιπαράθεσης με την πρώτη, αν και εδώ εμπλέκονται οι κομματικές σκοπιμότητες των Τόρις και του Εργατικού Κόμματος, για την επικράτηση του ενός έναντι του άλλου, στις επόμενες εκλογές.
Η απόφαση του βρετανικού λαού στο δημοψήφισμα, για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που σηματοδοτούσε την αντίθεσή του στις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες και στη σκληρή αντιλαϊκή πολιτική των βρετανικών κυβερνήσεων που τις συνδιαμόρφωναν, νοθεύεται και γίνεται “καύσιμη ύλη” στην ενδοαστική αντιπαράθεση.
Είτε προκύψει ένα “σκληρό” Brexit, είτε ένα “ήπιο” Brexit, ή και αν ακόμη ανατραπεί η απόφαση και παραμείνει τελικά η Μ. Βρετανία στην Ε.Ε., χαμένος θα είναι και πάλι ο βρετανικός λαός, αφού η αστική τάξη της Βρετανίας θα του στείλει το λογαριασμό και θα κληθεί να πληρώσει της επιλογές της.
Αυτό θα συμβεί όσο το θέμα της εξόδου της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε. παραμένει στα χέρια της αστικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της και δεν αναπτύσσεται ένα μαζικό εργατικό λαϊκό κίνημα που να απαιτεί ένα Brexit προς όφελος του βρετανικού λαού, στοχεύοντας τόσο την αντιλαϊκή πολιτική των Βρυξελών, όσο και σε αυτή του Λονδίνου.