Στο πρόσφατο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που εξέδωσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, αποτυπώνεται και σε αριθμούς η δραματική κατάσταση που βιώνουν στην Ελλάδα τα λαϊκά στρώματα.

Στα στοιχεία που καταγράφονται και καταμετρούν πώς εξελίσσεται η ακρίβεια, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και άλλα οικονομικά θέματα, στις χώρες της ΕΕ, διακρίνεται η ιδιαίτερα δεινή θέση στην οποία περιήλθε η ελληνική οικονομία, όχι γενικά, αλλά ειδικά στα οικονομικά των νοικοκυριών. Έτσι, όπως καταγράφεται και στις μετρήσεις, από το 2019 και μετά παρατηρείται η πτωτική τάση του «μεριδίου των μισθών» στο εθνικό εισόδημα, ενώ ταυτόχρονα η πορεία του «μεριδίου του κέρδους» έχει σταθερά αυξητική πορεία. Με συνέπεια να μεγαλώνει ακόμη περισσότερο η «ψαλίδα» στη διανομή του εθνικού εισοδήματος – οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί ακόμη φτωχότεροι.

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, για τον μήνα Σεπτέμβριο, στην ΕΕ ανήλθε στο 10,9%, ενώ στην Ελλάδα έφτασε στο 12,1%. Ενώ και οι συνέπειες της ενεργειακής κρίσης είναι στη χώρα μας πολύ χειρότερες από άλλες χώρες της ΕΕ. Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ ως προς τη μηνιαία επιβάρυνση των νοικοκυριών από τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, το α’ εξάμηνο του 2022 αυτή η επιβάρυνση στα ελληνικά νοικοκυριά ξεπερνάει το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Ως συνέπεια αυτής της δυσβάστακτης επιβάρυνσης – η οποία, ας μην ξεχνάμε, οφείλεται στην κυβερνητική πολιτική ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδας από ξένους προμηθευτές (με την απολιγνιτοποίηση κλπ.)– τα λαϊκά νοικοκυριά της χώρας μας καταλαμβάνουν άλλη μια θλιβερή πρωτιά, καθώς, όπως δείχνουν και τα στοιχεία, αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην ΕΕ με ληξιπρόθεσμες οφειλές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Ενώ το 2021 η Ελλάδα είχε επίσης το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών των οποίων διακόπηκε η παροχή ρεύματος και αερίου λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών.

Τα δεδομένα για την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων είναι επίσης δραματικά. Από τον Απρίλιο του 2022 και ύστερα η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού (750 ευρώ) στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%, όταν τον Αύγουστο του 2021 κυμαίνονταν στο 4,5%. Μάλιστα όταν, ως γνωστόν, το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης για τα δεδομένα της ΕΕ. Και βέβαια σε ακόμη χειρότερη θέση βρίσκονται οι χιλιάδες εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας και άρα ακόμη χαμηλότερους μισθούς, καθώς η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και 40%!

Τα παραπάνω στοιχεία αποκαλύπτουν με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο πως αυτές οι αυξήσεις-ψίχουλα που έδωσε ή υπόσχεται ότι θα δώσει η κυβέρνηση προεκλογικά, κινούνται πολύ πίσω από το να καλύψουν τις τεράστιες απώλειες της αγοραστικής δύναμης των μισθών και πολύ πιο πίσω από το να βελτιώσουν την οικονομική θέση της εργατικής τάξης. Αποτελούν έναν ακόμη εμπαιγμό.

Μήνα με τον μήνα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βυθίζονται σε όλο και πιο ασφυκτική οικονομική κατάσταση και ο μόνος δρόμος για να την ανακόψουν και να ξεφύγουν από αυτήν είναι να κινητοποιηθούν μαζικά ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, διεκδικώντας μέτρα πραγματικής οικονομικής ανακούφισης και στήριξής τους. Για να μπορέσουν να ζήσουν οι εργαζόμενοι, χρειάζονται πραγματικές αυξήσεις, που όχι μόνο να φτάνουν στα ποσοστά του πληθωρισμού αλλά και να τα υπερβαίνουν. Είναι γεγονός ότι διαχρονικά και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, κυβερνήσεις και ολιγαρχία έχουν καταδικάσει τον κόσμο της εργασίας σε μια άνευ προηγουμένου οπισθοδρόμηση, με την επίθεση που έχουν εξαπολύσει ενάντια στα δικαιώματά τους.

Δικαίωμα των εργαζομένων είναι να διεκδικούν τέτοιες αυξήσεις στους μισθούς τους που όχι μόνο θα τους φτάνουν για να καλύψουν τα έξοδά τους αλλά θα τους δίνουν και τη δυνατότητα να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Πρωταρχικός και άμεσος στόχος τους, να δώσουν αγώνες προκειμένου να καταργηθεί ο μνημονιακός νόμος που καθορίζει τον κατώτατο μισθό με κυβερνητική απόφαση, ώστε αυτός να καθορίζεται και πάλι με διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ και να αποτελεί το κατώτατο όριο για κάθε επιμέρους ΣΣΕ που θα υπογράφουν σωματεία εργαζομένων με τους εργοδότες.