Πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια, στις 7 Φεβρουαρίου του 1992, στη μικρή ολλανδική πόλη Μάαστριχτ οι ηγέτες 12 χωρών υπέγραψαν μία Συνθήκη δημιουργίας «μιας διαρκώς στενότερης ένωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης», μια Συνθήκη που θα οδηγούσε την ΕΟΚ στην ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση, διατηρώντας το «ισότιμον» των συμμετεχόντων κρατών.

Τότε οι εγχώριες κυβερνήσεις έσπευσαν να βομβαρδίσουν τον ελληνικό λαό με μια προπαγάνδα που εξυμνούσε τη Συνθήκη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των άλλων λέγοντας σε αυτόν πως με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και στα όσα πρόβλεπε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι Έλληνες εργαζόμενοι θα απολάμβαναν και “σύγκλιση” των μισθών τους με τους υψηλότερους των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης.

Τριάντα χρόνια μετά, η πραγματικότητα έρχεται να διαψεύσει με τρανταχτό τρόπο αυτές τις απατηλές διακηρύξεις σύγκλισης μισθών και σμίκρυνσης του “χάσματος” των ελληνικών με τους ευρωπαϊκούς μισθούς. Τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν τις μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, αλλά και την θλιβερή θέση της Ελλάδας. Μεταξύ των 21 κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει τον κατώτατο μισθό, ο υψηλότερος είναι σχεδόν 7 φορές πάνω από τον χαμηλότερο. Συγχρόνως, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις 13 χώρες της ΕΕ που έχουν κατώτατο μισθό κάτω από τα 1.000 ευρώ, μαζί με τη Βουλγαρία, τη Λετονία, τη Ρουμανία, την Πολωνία κ.ά. Υπενθυμίζουμε ότι πλέον ο κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 663 ευρώ μικτά (569 ευρώ καθαρά), μετά τη «γενναιόδωρη» αύξηση της τάξης του 2% που εφαρμόστηκε από την 1η Ιανουαρίου. Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι οι «μισθοί Βουλγαρίας» εμφανίζονταν ως το “απευκταίο” στην κυρίαρχη φιλο-ΕΕ πολιτική προπαγάνδα των αστικών κομμάτων που δήθεν θα απέφευγε η Ελλάδα μπαίνοντας μέσα στην ΕΕ … αλλά η πολιτική τους της ένταξης στην ΕΕ οδήγησε ακριβώς στο να ζουν σήμερα οι Έλληνες εργαζόμενοι αυτό το “απευκταίο” και να καταλαβαίνουν το μέγεθος της κοροϊδίας των υποσχέσεων που τους έδωσαν πριν τριάντα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα που ψήφισαν τη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των περισσοτέρων χωρών της ΕΕ μεγάλωσε υπέρμετρα τα τελευταία χρόνια, καθώς παραμένει η μοναδική χώρα όπου ο μέσος μισθός μειώθηκε σε σχέση με το 2010, ενώ ο κατώτατος μισθός παραμένει ουσιαστικά καθηλωμένος από το 2019. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια εφαρμογής ευρωπαϊκών πολιτικών, η Ελλάδα μετράει 1,1 εκατ. άνεργους και 1,2 εκατ. μισθωτούς, που, μετά από 10 χρόνια σκληρών μνημονίων, 2 χρόνια πανδημικής κρίσης και μερικούς μήνες σαρωτικού κύματος ακρίβειας και ανατιμήσεων σε ενέργεια και βασικά είδη διατροφής, έχουν αισίως χάσει το 14% της αγοραστικής τους δύναμης αλλά και την ποιότητα ζωής και εργασίας τους, με αποτέλεσμα πολλά νοικοκυριά να διαβιούν πλέον κάτω από το επίπεδο μιας σειράς χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τη Eurostat, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη σε σχέση με αρκετές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως της Ρουμανίας, της Λιθουανίας, της Κροατίας και της Πολωνίας.

Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε τα ελαστικά οκτάωρα, τις μη αμειβόμενες υπερωρίες, τις ατομικές συμβάσεις και την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης, δηλαδή σύσσωμο τον νόμο Χατζηδάκη, στους κόλπους της ΕΕ οι εργαζόμενοι δεν έχουν γευθεί και δεν γεύονται παρά μια αφόρητη επιδείνωση της οικονομικής θέσης τους. . Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός επιμένει: «Η Ελλάδα είναι μία χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής»(!). Και ακούγεται περισσότερο ως τουρίστας εν μέσω διακοπών, παρά ως κεφαλή του κράτους.