Τα απανωτά νομοθετήματα της κυβέρνησης της ΝΔ που ισοπεδώνουν εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα ανακυκλώνουν διαρκώς και με όλο και μεγαλύτερη ένταση μέσα στους εργαζόμενους και στα σωματεία το ερώτημα αν και πώς είναι δυνατόν να ανακοπεί η φρενήρης αντεργατική επίθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά και οι προγενέστερες κυβερνήσεις έχουν συστηματοποιήσει εδώ και πολλά χρόνια μια προπαγάνδα η οποία με κάθε τρόπο προσπαθεί να πείσει τους εργαζόμενους πως η απάντηση στο ερώτημά τους βρίσκεται στο να δώσουν τη συναίνεσή τους στην -εύσχημα αποκαλούμενη- πολιτική για την «ανάπτυξη της οικονομίας» η οποία, δήθεν, θα προσπορίσει μελλοντικά και ένα «μέρισμα» για τους εργαζόμενους και την βελτίωση της οικονομικής θέσης τους. Αυτή η προπαγανδιστική απάτη επιδιώκει να αποτρέψει τους εργαζόμενους να αναζητήσουν την απάντηση στο καίριο ερώτημά τους στα διδάγματα που δίνει όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος. Στα διδάγματα που επιβεβαιώνουν πως η επίλυση εργατικών προβλημάτων και αιτημάτων, η απόκρουση και ανατροπή αντεργατικών μέτρων των κυβερνήσεων και της κεφαλαιοκρατικής εργοδοσίας περνάει μόνο μέσα από το δρόμο της μαζικής συνδικαλιστικής οργάνωσης και κινητοποίησης της εργατικής τάξης.

Αυτή η αλήθεια -επί χρόνια- έχει καταβληθεί προσπάθεια να φθαρεί και να συκοφαντηθεί, είτε ως «βλαπτική» για την οικονομία και την κοινωνία, είτε -πιο ύπουλα- ως «αναποτελεσματική» και «αναχρονιστική», που τάχα δεν αντιστοιχεί στις νέες συνθήκες κοινωνικής, οικονομικής και τεχνολογικής εξέλιξης.

Σε αυτή την προσπάθεια μεγάλη ήταν και είναι η καταστροφική συμβολή και ο ρόλος των παρατάξεων που κυριαρχούν σήμερα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, οι οποίες εδώ και δεκαετίες τη δική τους συνδικαλιστική γραμμή τής υποταγής και του συμβιβασμού την επένδυσαν με ψευτοθεωρίες για τον «εκσυγχρονισμό του συνδικαλιστικού κινήματος», για τις «ξεπερασμένες μορφές πάλης», για «τον κόσμο που δεν τραβάει» κι άλλα παρόμοια. Με αυτά δικαιολογούν και καμουφλάρουν την παράλυση και την γραφειοκρατικοποίηση που έχουν επιβάλει στο εργατικό κίνημα, δρώντας ως το μακρύ χέρι των κυβερνήσεων και της εργοδοσίας μέσα στο εργατικό κίνημα. Μέσα στην τελευταία διετία οι ίδιες συνδικαλιστικές παρατάξεις μετέτρεψαν την πανδημία σε άλλοθι για να κάνουν τη συνδικαλιστική αδράνεια -τόσο σε επίπεδο κινητοποίησης εργαζόμενων όσο και λειτουργίας σωματείων, Ομοσπονδιών, Εργατικών Κέντρων και Συνομοσπονδιών- ακόμα μεγαλύτερη, αφήνοντας την κυβέρνηση ελεύθερη και ανεμπόδιστη να παίρνει σκληρά αντεργατικά μέτρα το ένα μετά το άλλο.

Οι συνέπειες αυτής της κακής συνδικαλιστικής κατάστασης έχει σοβαρές επιδράσεις στη συνείδηση και στην ενεργοποίηση των εργαζομένων. Ιδιαίτερα των νέων, που δεν έχουν ζήσει παλιότερες περιόδους μαζικής αγωνιστικής λειτουργίας και δράσης του συνδικαλιστικού κινήματος και διαμορφώνουν εικόνα και αντίληψη από τη σημερινή άσχημη συνδικαλιστική πραγματικότητα, που τροφοδοτεί ηττοπαθείς απόψεις τού τύπου «δεν γίνεται» ή και «δεν μπορεί να γίνει τίποτα», όπως και απόψεις που απαξιώνουν την έννοια του σωματείου και την αναγκαιότητα της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Κύριο και καθοριστικό ζήτημα εδώ είναι ότι επικρατεί μια μεγάλη σύγχυση για το τι είναι το συνδικαλιστικό κίνημα. Η σύγχυση αυτή έχει να κάνει με το ότι η σημερινή νέκρωση -σε μεγάλο βαθμό- των συλλογικών και δημοκρατικών λειτουργιών των συνδικάτων, η μη ενασχόληση των συνδικαλιστικών ηγεσιών τους με τα εργατικά προβλήματα και αιτήματα, η υπονόμευση των εργατικών αγώνων ερμηνεύεται στα μυαλά πολλών εντελώς εσφαλμένα σαν «έμφυτο στοιχείο» των συνδικάτων και όχι σαν αποτέλεσμα της γραμμής των παρατάξεων που τα ελέγχουν. Συνέπεια αυτής της σύγχυσης είναι η λαθεμένη αποστασιοποίησή τους από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και κινητοποιήσεις, ενώ αντίθετα εκείνο που χρειάζεται να γίνει είναι να μαζικοποιηθούν τα συνδικάτα και οι εργατικές κινητοποιήσεις και μέσα σε αυτή τη διαδικασία, ταυτόχρονα, να καταπολεμηθούν οι δυνάμεις και απόψεις που αποδυναμώνουν την οργάνωση, τη λειτουργία και την πάλη των συνδικάτων για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων.

***

Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, η συνδικαλιστική δραστηριοποίηση των εργαζομένων και η κινητοποίησή τους με απεργίες και διαδηλώσεις εξακολουθούν να αναδείχνονται σε αναντικατάστατα μέσα για την αντιμετώπιση των εργατικών προβλημάτων και για την απόκρουση των αντεργατικών μέτρων. Υπάρχουν δύο επίκαιρες ισχυρές αποδείξεις γι’ αυτό:
Πρώτο, το γεγονός ότι και η κυβέρνηση Μητσοτάκη στο επίκεντρο των αντεργατικών «μεταρρυθμίσεών» της έχει θέσει τον παραπέρα περιορισμό, την απαγόρευση και τον κρατικό έλεγχο αυτών των μέσων πάλης της εργατικής τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον πυρήνα του κύριου αντεργατικού νομοθετήματος που έχει ψηφίσει η κυβέρνηση της ΝΔ, στον πυρήνα του νόμου Χατζηδάκη, βρίσκεται η ενίσχυση του κρατικού ελέγχου των συνδικάτων μέσα από τη θέσπιση του Γενικού Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ), η μεγαλύτερη παρεμπόδιση της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, η αποδυνάμωση της λειτουργίας των συνδικάτων και της συμμετοχής των εργαζομένων σε αυτά, η διευκόλυνση του κράτους και των εργοδοτών να επηρεάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων στα συνδικάτα, με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής δυνατότητας της εξ αποστάσεως (ηλεκτρονικής) συμμετοχής των εργαζόμενων στις συνελεύσεις των συνδικάτων και της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για αρχαιρεσίες και αποφάσεις συνελεύσεων.

Παρά τους περιορισμούς που περιείχε για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τους αγώνες των εργαζόμενων ο προηγούμενος συνδικαλιστικός νόμος (ν.1264/1982), παρά την ύφεση την οποία έχουν οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες και οι εργατικοί αγώνες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεώρησε αναγκαίο -40 χρόνια μετά- να προχωρήσει σε ένα νέο νομοθέτημα για να πλήξει βαθύτερα τον εργατικό συνδικαλισμό και το δικαίωμα της απεργίας. Η πράξη της επιβεβαιώνει με τον πιο αποστομωτικό τρόπο πως οι αντίπαλοι της εργατικής τάξης πάντα θεωρούν τα δικαιώματά της για συνδικαλιστική οργάνωση και απεργιακό αγώνα ως όπλα που πρέπει να αφαιρεθούν από τα χέρια της. Και δείχνει τη μεγάλη σημασία που έχει να υπερασπίσουν οι εργαζόμενοι και να δυναμώσουν αυτά τα δικαιώματά τους, αγνοώντας τα φληναφήματα εκείνων που επιμένουν να διαδίδουν πως «δεν φέρνουν αποτελέσματα» και τα θεωρούν «παρωχημένα».

Δεύτερο, ότι τους τελευταίους μήνες -με την οξυμένη έκφραση που εκδηλώθηκαν προβλήματα σε συγκεκριμένους κλάδους- πραγματοποιήθηκαν μαζικοί αγώνες που έδωσαν καρπούς. Είχαμε τις μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις των εργαζόμενων με δίκυκλα όταν η επιχείρηση e-food επιχείρησε να κάνει μαζικές απολύσεις, οι οποίες είχαν νικηφόρα κατάληξη και μαζί με την ανάκληση των απολύσεων κατάφεραν και τη μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου.

Είχαμε την κήρυξη απεργιών και τις μαζικές συγκεντρώσεις των εργατών στην COSCO, μετά το θάνατο εργάτη, που οδήγησαν στο να αποδεχθεί η κινέζικη εταιρεία ένα σημαντικό μέρος των αιτημάτων που διεκδικούσε το σωματείο των εργατών για τις συνθήκες και τους όρους εργασίας.
Είχαμε την πολύ μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην απεργία-αποχή από την αξιολόγηση που κήρυξαν οι Ομοσπονδίες τους, την οποία -με απανωτές προσφυγές στα δικαστήρια- η κυβέρνηση απαγόρευσε. Ωστόσο οι αντιστάσεις μέσα στους εκπαιδευτικούς συνεχίζονται και ήδη έχουν επιφέρει ενώ πρώτο πλήγμα στον αντιεκπαιδευτικό νόμο της Κεραμέως.

Οι παραπάνω επιτυχημένες κινητοποιήσεις εργαζομένων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα ήλθαν να διαψεύσουν ξανά ως φληναφήματα τα ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα», ότι «δεν ανταποκρίνονται οι εργαζόμενοι» κ.ά. Αυτές οι κινητοποιήσεις είχαν επιτυχία αλλά και ευρύτερο θετικό αντίκτυπο, γιατί έγιναν γύρω από ένα οξυμένο ζήτημα και με σωστά αιτήματα που αγκάλιαζαν την πλατιά μάζα των εργαζόμενων των κλάδου. Γιατί υπήρξε μαζική συνδικαλιστική συσπείρωση των εργαζόμενων στο κάλεσμα του συνδικάτου τους. Γιατί υπήρξε μαζική συμμετοχή στις απεργίες που κηρύχθηκαν. Γιατί αναπτύχθηκε ένα αγωνιστικό πνεύμα το οποίο η κυβέρνηση και η εργοδοσία -αξιοποιώντας και το αντεργατικό έκτρωμα Χατζηδάκη- όρμησαν να το καταπνίξουν με απανωτές δικαστικές απαγορεύσεις των απεργιών. Γιατί εκδηλώθηκε ευρύτερη εργατική και κοινωνική αλληλεγγύη σε αυτούς τους αγώνες και η κυβερνητική συκοφάντησή τους δεν έπιασε τόπο.

Δεν έλειψαν, βέβαια, και οι κινήσεις υπονόμευσης αυτών των αγώνων από τις δυνάμεις του φιλοκυβερνητικού-φιλεργοδοτικού και συμβιβασμένου συνδικαλισμού, όπως αυτές της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ στους εκπαιδευτικούς, του εργοδοτικού σωματείου στην COSCO και ακόμη μιας σειράς ηγεσιών συνδικαλιστικών οργανώσεων -πρώτα απ’ όλα της ηγεσίας της ΓΣΕΕ- που αρνήθηκαν να δώσουν στήριξη σε αυτούς τους μαζικούς αγώνες.

Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε πως η συνδικαλιστική οργάνωση και ο μαζικός αγώνας ήταν αυτοί που έφεραν τα παραπάνω θετικά αποτελέσματα. Να διακρίνουμε ακόμα τους όρους που διευκόλυναν και επέτρεψαν να υπάρξουν αυτά αλλά και τους παράγοντες που στάθηκαν τροχοπέδη, γιατί ενάντια σε αυτούς πρέπει να ενταθεί η πάλη μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα για την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της ταξικής αγωνιστικής κατεύθυνσης. Που θα δώσει τη δυνατότητα να αναζωογονηθούν οι αγώνες της εργατικής τάξης, να ζωντανέψουν και να μαζικοποιηθούν τα συνδικάτα, να οικοδομηθεί η αναγκαία πανεργατική αντίσταση για την ανάσχεση και ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής.