Βαθιά πολιτική κρίση αντιμετωπίζει η Γερμανία, καθώς ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες επιλογές. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και την κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσά τους. Η όξυνση αυτής της κρίσης αποτυπώνεται σαν κρίση ηγεσίας στα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας και τις πρόσφατες αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις στις αποφάσεις του συντηρητικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), που σε συνεργασία με το ομογάλακτό του Χριστιανοκοινωνικό (CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό (SPD), συγκροτούν τη λεγόμενη «μεγάλη συμμαχία», που στηρίζουν τις κυβερνήσεις Μέρκελ από το 2005.
Οι στρατηγικές κατευθύνσεις, μπροστά στις οποίες βρίσκεται το γερμανικό κεφάλαιο, είναι αντιμέτωπες με τις διακηρυγμένες επιδιώξεις του Τραμπ, να διατηρήσει την οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αλλάζοντας το οικονομικό τους δόγμα και στέλνοντας στα αζήτητα την περιβόητη παγκοσμιοποίηση, κηρύσσοντας φανερά και απροσχημάτιστα τον οικονομικό πόλεμο στην Κίνα, βάζοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια δασμούς στα εισαγόμενα από αυτήν προϊόντα. Ταυτόχρονα, προκαλεί ρήγμα στο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, επιτίθεται στη Γερμανία και καλεί σε διάλυση της ΕΕ, αφού θεωρεί ότι «μετατράπηκε σε όχημα» του Βερολίνου. Παροτρύνει και εξυμνεί τη Μ. Βρετανία για την έξοδό της από την ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, Γερμανοί και Γάλλοι, δεν μπορούν να δράσουν σαν παγκόσμιες δυνάμεις, έξω και ανεξάρτητα από τα πλαίσια μιας ενοποιημένης ΕΕ. Παραμένουν σε αδυναμία να καλύψουν τα κενά που αφήνει η υποχώρηση των ΗΠΑ, που τη διαδέχονται άλλες δυνάμεις. Επιπλέον, μετά την αποχώρηση της Βρετανίας, το οικοδόμημα της ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπο με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, απειλείται με διάσπαση και εξασθενεί σημαντικά η ιμπεριαλιστική του δύναμη.
Είχε προηγηθεί, κατά τη διετία 2018-2019, η κρίση στην κορυφή του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με τις διαδοχικές παραιτήσεις του Σουλτς και της Νάλες το 2018 μέχρι την «απροσδόκητη» επικράτηση, τον περασμένο Νοέμβρη, της δίδυμης ηγεσίας των Μπόργιανς και Έσκεν. Ωστόσο κανένα φτιασίδωμα δεν στάθηκε ικανό να ανατρέψει τη φθίνουσα πορεία της πολιτικής επιρροής του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών, που προσπαθεί ο ένας να ρίξει τις ευθύνες στον άλλο κυβερνητικό εταίρο, καθώς και οι δυο διολισθαίνουν προς ολοένα και πιο αντιλαϊκές, εθνικιστικές και ξενοφοβικές θέσεις, υπό την «πίεση» των αντιδραστικών συνθημάτων της ανερχόμενης ακροδεξιάς «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).
Η ξεδιάντροπη αντιλαϊκή πολιτική τους αποκαλύπτεται από τον υποκριτικό σκυλοκαυγά των «συγκατοίκων» της κυβέρνησης για αύξηση 12 ευρώ στο κατώτατο μεροκάματο και την επαναφορά του φόρου 1% σε όσους η περιουσία τους υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ. Ουρανομήκεις ταξικές αντιθέσεις στον θεωρούμενο παράδεισο της ΕΕ.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στο συντηρητικό κόμμα είναι χαρακτηριστικές της ρευστότητας που επικρατεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η Κάρενμπαουερ, ένα μόνο χρόνο μετά τις εσωκομματικές εκλογές της CDU, που διεξάχθηκαν τον Δεκέμβρη του 2018, οπότε εκλέχθηκε πρόεδρος, ανακοινώνει την επικείμενη παραίτησή της από την ηγεσία του κόμματος. Η εκλεκτή της Μέρκελ, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, με φόντο και τη δημοσκοπική καθίζηση του CDU, ανακοίνωσε το Φλεβάρη ότι δεν πρόκειται να είναι υποψήφια για την καγκελαρία. Ήδη λειτουργεί και σαν υπηρεσιακή αρχηγός, αφού δεσμεύτηκε ότι θα εγκαταλείψει το πόστο της μόλις ολοκληρωθεί το χρονοδιάγραμμα των διαδικασιών για το νέο καγκελάριο. Η Μέρκελ έκφρασε «λύπη αλλά και σεβασμό» για την απόφαση της Καρενμπάουερ, η οποία θα συνεχίσει να είναι υπουργός Άμυνας της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Προφητική ίσως είναι και η δήλωση του προέδρου της γερμανικής Βουλής, Σόιμπλε, ότι «αν συνεχίσουμε έτσι, ο επόμενος υποψήφιος καγκελάριος δεν θα γίνει καγκελάριος». Στην εσωκομματική διαδικασία το 2018, ο Σόιμπλε δεν είχε υποστηρίξει την Καρενμπάουερ, αλλά τον αντίπαλό της Μερτς.
Καταλυτικό ρόλο στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις έπαιξε η κρίση στη Θουριγγία, που ξέσπασε μετά την ανάδειξη του Κέμεριχ στον πρωθυπουργικό θώκο του κρατιδίου, με τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και της ακροδεξιάς AfD. Μετά από γενική κατακραυγή και την ηχηρή παρέμβαση της Μέρκελ ο Κέμεριχ παραιτήθηκε, την επόμενη μέρα, και στη συνέχεια η «Αριστερά» (Die Linke), οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι, αλλά -για πρώτη φορά- ακόμη και οι Χριστιανοδημοκράτες συνεργάστηκαν για την επανεκλογή του πρωθυπουργού Ράμελο, επικεφαλής του Κόμματος της «Αριστεράς» στο κρατίδιο. Μόνη προϋπόθεση να παραμείνει μέχρι τον Απρίλη του 2021 και στη συνέχεια να γίνουν νέες εκλογές. Η συμφωνία προκάλεσε αντιδράσεις στο Βερολίνο, με τον γενικό γραμματέα των Χριστιανοδημοκρατών να προειδοποιεί ότι «παραβιάζονται αποφάσεις των κομματικών συνεδρίων». «Είμαι αντίθετος στην εκλογή Ράμελο με δικές μας ψήφους» δηλώνει και ο υπουργός Υγείας, Σπαν, ο οποίος διεκδικεί την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών. Αντίθετα, ο Σόιμπλε χαρακτήρισε «μεγάλο λάθος» την αρχική σύμπραξη CDU – AfD και δήλωσε πως «δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στην παρεμπόδιση (σχηματισμού κυβέρνησης), αλλά να επιτρέψουμε τον σχηματισμό, έστω και μειοψηφικής» κυβέρνησης στη Θουριγγία, δηλαδή Αριστεράς – Πρασίνων – SPD.
Στην πολιτική συγκυρία σπεύδει να προσαρμοστεί το κόμμα της λεγόμενης Αριστεράς του Die Linke προβάλλοντας το συνασπισμό των προοδευτικών δυνάμεων σαν εναλλακτικό αντιστάθμισμα στον συνασπισμό της Δεξιάς. Σε άρθρο της η πρόεδρος, Κίπινγκ, επισημαίνει πως «πρέπει τώρα να ξεκινήσουμε τον αγώνα για νέες αριστερές πλειοψηφίες, για κοινωνικοοικονομική στροφή. Η ευκαιρία είναι καλή, αλλά ο χρόνος πιέζει». Αναφέρεται σε μια «προοδευτική» ομοσπονδιακή κυβέρνηση κομμάτων που βρίσκονται «αριστερά» της CDU, δηλαδή με το SPD και τους Πράσινους, που υποτίθεται πως θα αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, τη στρατιωτική κλιμάκωση, τις κοινωνικές ανισότητες και την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά πρώτιστα στην υπηρεσία του γερμανικού κεφαλαίου. Όλα δείχνουν ότι το αδιέξοδο παραμένει.
Στο μεταξύ πραγματοποιήθηκαν και οι τοπικές εκλογές στο κρατίδιο του Αμβούργου, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) καταβαραθρώθηκαν με μόλις 11,1% (από 15,9% το 2015), σημειώνοντας το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Οι φιλελεύθεροι του FDP μένουν εκτός Βουλής με 4,9%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 39,4% (από 45,6%) αν και παραμένουν πρώτη δύναμη μείωσαν την επιρροή τους. Σημαντική άνοδο είχαν οι Πράσινοι με 23,9% (από 12,3%). Ακολουθούν η «Αριστερά» με 9% (από 8,5%) και η εθνικιστική AfD με 5,4% (από 6,1%). Το εκλογικό αποτέλεσμα στο Αμβούργο «πρέπει να σημάνει συναγερμό για όλους μας» καθώς «δείχνει έλλειψη ηγεσίας στο κόμμα» διαπίστωναν στελέχη του κόμματος της Μέρκελ, της οποίας η θητεία λήγει τον επόμενο χρόνο.
Στις συνθήκες αυτές επισπεύδεται η πραγματοποίηση έκτακτου συνεδρίου της CDU, στις 25 Απρίλη, αντί του προγραμματισμένου για το Δεκέμβρη, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες θα εκλέξουν τη νέα ηγεσία τους. Η εκλογή του προέδρου θα θεωρηθεί και «προκριματική» για την υποψηφιότητα του καγκελάριου, η οποία θα συναποφασιστεί με το «αδελφό» κόμμα των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών της CSU. Η επίσπευση του συνεδρίου συνδέεται με την ανάληψη από τη Γερμανία της προεδρίας στην ΕΕ από 1η Ιούλη, περίοδος που συμπίπτει με τις τελικές διαπραγματεύσεις για το Brexit.