Η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, φέρνοντας τον πόλεμο ξανά μέσα στην Ευρώπη, και αυτή τη φορά πιο κοντά στην κεντρική Ευρώπη, προκάλεσε μια πολύ ισχυρή ανατάραξη στους κόλπους της. Η ρωσική κίνηση έφερε μια τέτοια πίεση που οδήγησε απότομα σε μια μεγάλη στροφή στην πολιτική της Γερμανίας, η οποία συμπαρέσυρε όλη την ΕΕ σε μια σοβαρή ρήξη των σχέσεών της με τη Ρωσία, ενίσχυσε τη σύμπτυξη των κρατών-μελών της και τόνωσε τη συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, φαίνεται να δρομολογεί μια αναδιαμόρφωση του προσανατολισμού της ΕΕ στον τομέα της κοινής πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας με στόχο αυτή να αποκτήσει αυτοτελή υπόσταση μέσα στη διεθνή αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος αυτής της στροφής θα πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το ότι οι σχέσεις αυτών των δυνάμεων, τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζονταν:
1)Από το άνοιγμα των αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ που είχε πυροδοτήσει, πρώτα και κύρια, η μεγάλη οικονομική κρίση άλλα και οι διαφωνίες στα ζητήματα σχέσεων με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, μια έντονη έκφραση των οποίων ήταν η τοποθέτηση της Γαλλίας για το «εγκεφαλικά νεκρό ΝΑΤΟ» και η παράλληλη πρότασή της για ενίσχυση της «κοινής πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ευρώπης» αλλά και η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ.

2)Από μια σχετικά ομαλή οικονομική συνεργασία ΕΕ – Ρωσίας και ειδικά από μια ανεπτυγμένη οικονομική σχέση μεταξύ Γερμανίας – Ρωσίας, που οδήγησε και στην κατασκευή δεύτερου αγωγού για το φυσικό αέριο. Αλλά, επίσης, και από μια διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας και ΕΕ – Ρωσίας που απλωνόταν από τη Λιβύη και τη Συρία ως τα Βαλκάνια και ακόμα περισσότερο στην Ουκρανία η οποία, μετά την επέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΕ το 2014 και την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησής της για να προωθηθούν στην εξουσία φιλοδυτικές – φιλοφασιστικές και νεοναζιστικές δυνάμεις, έγινε μια μόνιμη εστία σοβαρής έντασης, καθώς μπλοκαρίστηκε και η συμβιβαστική συμφωνία Μινσκ που συνάφθηκε υπό το σχήμα Γερμανία-Γαλλία-Ρωσία-Ουκρανία.

3)Από τις τριβές που δημιούργησε ιδιαίτερα η πολιτική του Τραμπ για τις εμπορικές συμφωνίες ΗΠΑ-ΕΕ και η πίεση για να επωμισθούν τα ευρωπαϊκά κράτη μεγαλύτερο οικονομικό βάρος για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ. Από την πρόσφατη ψυχρότητα που προκάλεσαν, ειδικά στη Γαλλία, η συμφωνία ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας για τον Ειρηνικό (AUKUS), την οποία έκαναν οι ΗΠΑ παρακάμπτοντας την ΕΕ, αλλά και η αγνόηση και μη συμμετοχή της ΕΕ στις συζητήσεις Ρωσίας και ΗΠΑ-ΝΑΤΟ για τις προτάσεις νέας «αρχιτεκτονικής ασφάλειας» για την Ευρώπη που κατέθεσε η Ρωσία.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε ανατροπή αυτών των σχέσεων. Έφερε τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ σε μια στενή συμπαράταξη. Και την ΕΕ να προχωρεί στη λήψη μιας σειράς αποφάσεων, που ο ίδιος ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικών και Ασφάλειας Ζ. Μπορέλ τις χαρακτήρισε «δίχως προηγούμενο», σημειώνοντας πως η στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ύψους 450 εκατομμυρίων ευρώ είναι «σημείο καμπής στην ιστορία της ΕΕ» και προσθέτοντας πως «μέχρι τώρα λέγανε ότι η ΕΕ είναι μια ειρηνική δύναμη, που δεν μπορεί να παράσχει όπλα σε άλλες χώρες. Αυτό είναι άλλο ένα ταμπού που πλέον πέφτει»! Μαζί με τη μεγάλη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, που συμπληρώθηκε και από την πρόσκληση του Μπορέλ προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αποστείλουν μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία, η ΕΕ ενέκρινε μια εκτεταμένη γκάμα οικονομικών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας συντονιζόμενη με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.

Κομβικό ρόλο σε αυτήν την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης έπαιξε η βαρυσήμαντη απόφαση που χαρακτηρίστηκε ως «αλλαγή της στρατηγικής κατεύθυνσης και του αμυντικού δόγματος»της Γερμανίας και, μάλιστα, λήφθηκε με ομοφωνία από το γερμανικό κοινοβούλιο. Η απόφαση αυτή, που η Ντόιτσε Βέλε την υποδέχθηκε με τον τίτλο «Ιστορική στροφή: Η Γερμανία εξοπλίζεται», συμπεριέλαβε:

Πρώτο, και το πλέον σημαντικό, τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (2% του ΑΕΠ της Γερμανίας) για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Με το κολοσσιαίο αυτό ποσό τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έγραψαν ότι δρομολογείται ένας «πρωτοφανής επανεξοπλισμός του γερμανικού ομοσπονδιακού στρατού».

Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το μαμούθ στρατιωτικό γερμανικό πρόγραμμα εξοπλισμού ανακοινώθηκε ότι θα αποτελέσει μέρος ενός κοινού αμυντικού προγράμματος με τη Γαλλία, έτσι ώστε η επόμενη γενιά μαχητικών αεροσκαφών και τανκς να φτιαχτεί στην Ευρώπη από κοινού με τη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, με αυτόν τον τρόπο, προαναγγέλθηκε ότι θα προχωρήσει μια στρατηγική στρατιωτικής αυτονομίας της ΕΕ, με το γαλλογερμανικό άξονα να ηγείται της άμυνας και της ασφάλειας της ΕΕ.

Δεύτερο, την αναστολή της διαδικασίας έκδοσης αδειών για τη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, η οποία χαρακτηρίστηκε σα «νέο ενεργειακό δόγμα». Σηματοδοτεί ένα βαθύ ρήγμα στις οικονομικές γερμανορωσικές σχέσεις και κατ’ επέκταση στις οικονομικές σχέσεις ΕΕ – Ρωσίας. Διακόπτει την «ειδική σχέση» που είχε το Βερολίνο με την Μόσχα στο ενεργειακό πεδίο (ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στην ΕΕ) και αποτυπώθηκε και στο σχεδιασμό και στη κατασκευή του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Παρουσιάστηκε ως κίνηση ενεργειακής απεξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία, η οποία συνοδεύτηκε και από δήλωση του Γερμανού καγκελάριου Σολτς ότι η Γερμανία θα κατασκευάσει 2 τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου και ότι θα ανακατευθύνει την ενεργειακή αγορά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Τρίτο, την αποστολή όπλων στην Ουκρανία με καταπάτηση των περιοριστικών διατάξεων της γερμανικής νομοθεσίας σχετικά με τις εξαγωγές πολεμικού υλικού και την αποστολή του σε εστίες πολέμου (περιορισμοί που, βέβαια, έχουν παρακαμφθεί ξανά, όταν πχ η Γερμανία είχε παραχωρήσει όπλα στους Κούρδους στο Ιράκ,για να πολεμήσουν το αποκαλούμενο «Ισλαμικό Κράτος»). Αυτό σημαίνει και ντε φάκτο ανάπτυξη μιας στρατιωτικής δράσης που ανοίγει το δρόμο για ευρύτερες επεμβάσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο.

Γίνεται φανερό ότι η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας έστησε ένα μέτωπο της ιμπεριαλιστικής Δύσης απέναντί της και, παράλληλα, ενεργοποίησε την «ιστορική στροφή στην γερμανική πολιτική ασφάλειας και άμυνας» και τη γερμανογαλλική συνεργασία για μια πορεία στρατιωτικοποίησης της ΕΕ και ξέφρενων εξοπλισμών στην Ευρώπη, με στόχο η ΕΕ υπό τον γερμανογαλλικό άξονα να δυναμώσει ως πόλος στη διεθνή «αρχιτεκτονική ασφάλειας». Όχι μόνο για να σταθεί αυτοτελώς με μεγαλύτερες αξιώσεις και σαν στρατιωτική δύναμη απέναντι στη Ρωσία και στις άλλες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την Κίνα αλλά και τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα, όσο και αν σήμερα, κοινά δυτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα τις φέρνουν να είναι δίπλα-δίπλα με την τελευταία και μέσα στην ίδια στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ.

Οι συνέπειες από αυτή τη νέα πορεία που ανοίγει ο γερμανογαλλικός άξονας στην ΕΕ δεν θα σημάνει μόνο μια στυγνότερη οικονομική αφαίμαξη των ευρωπαϊκών λαών για να χρηματοδοτηθούν οι γιγαντιαίοι εξοπλισμοί και, μάλιστα, με ταχείς ρυθμούς, για να καλυφθεί η απόσταση στρατιωτικής δύναμης από τους άλλους ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές. Θα σημάνει και παραπέρα ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων και των πολεμικών κινδύνων που εγκυμονούν. Και αναμφίβολα ενίσχυση των πολεμοκάπηλων χαρακτηριστικών της ΕΕ, όπως, ήδη, κυνικά το διακήρυξε ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικών και Ασφάλειας Ζ. Μπορελ, λέγοντας, πως δεν υπάρχει πλέον το ταμπού η ΕΕ να είναι η μια δύναμη του πολέμου!