Η περίοδος που συντελείται η ελληνική επανάσταση του 1821 είναι η περίοδος της επικράτησης του καπιταλισμού σε βάρος της φεουδαρχίας. Είναι η επικράτηση των εθνών-κρατών και της βιομηχανικής επανάστασης, σε βάρος των αυτοκρατοριών και της οπισθοδρομικής παραγωγικής διαδικασίας των φεουδαρχικών σχέσεων. Όμως κάθε ιστορική μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο δεν έχει ξεκάθαρη οριοθέτηση, δεν τραβιέται μια κάθετη γραμμή, μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Γίνεται μέσα από συμβιβασμούς του παλιού με το νέο, μέχρι να αποκτηθεί η νέα συλλογική κοινωνική συνείδηση και να εδραιωθούν οι νέοι οικονομικοί όροι. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η επανάσταση του 1821 και οι δημιουργοί της. Αν σήμερα μπορούμε να «δούμε» από ιστορική απόσταση και κάτω από το πρίσμα της μαρξιστικής ταξικής ανάλυσης, είναι σίγουρο πως οι πρωταγωνιστές της εποχής δεν είχαν την ίδια «θέαση». Άλλωστε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφηκε το 1848.
Στόχος τού κειμένου αυτού δεν είναι η «ταξική» μελέτη για την περίοδο αυτή. Στόχος του είναι μια καταγραφή των χαρακτηριστικών, των ηθών, των εθίμων του βασικού τμήματος του λαού που σήκωσε στους ώμους του την αντίσταση στο ζυγό της φεουδαρχίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Κλεφτουριάς, μέσα από το Δημοτικό Τραγούδι. Τον Κλέφτη οι λαϊκοί άνθρωποι τον αγάπησαν για τη λεβεντιά του, τραγούδησαν την αντίστασή του στον τουρκικό ζυγό με εκατοντάδες τραγούδια, διέδωσαν στόμα με στόμα τα κατορθώματά του με πεζό και έμμετρο λόγο, βλέποντας σε αυτόν, τον πρόμαχο και τον υπερασπιστή τους. Στο κείμενο χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από τα κλέφτικα τραγούδια και όχι ολόκληρα τα τραγούδια, για τη συντομία του κειμένου.

Α. Μικρή ιστορική αναδρομή
Α1. Κλέφτες και αρματολοί

Περίπου από το 1500 και μετά, το μεγαλύτερο τμήμα των πεδιάδων και των νησιών της γεωγραφικής περιοχής όπου σήμερα είναι Ελλάδα ήταν στα οθωμανικά χέρια. Εξαίρεση ήταν η Πελοπόννησος και τμήματα της Κρήτης -που πέρασαν οριστικά, μετά από εναλλαγές κυριαρχίας με τους Ενετούς, στην κυριαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1718- και τα Επτάνησα. Οι κάμποι και τα «κατωμέρια» μοιράστηκαν σε Οθωμανούς πασάδες, οι οποίοι τα διατηρούσαν ως φέουδα, απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου, χωρίς κληρονομικό δικαίωμα. Οι βουνίσιοι πληθυσμοί αλλά και τα ζωντανότερα και ανυπότακτα στοιχεία τραβήχτηκαν στις πάμπολλες ορεινές, κακοτράχαλες περιοχές, που άλλωστε δεν συγκέντρωναν το οικονομικό «ενδιαφέρον» των πασάδων. Από αυτούς τους πληθυσμούς δημιουργήθηκαν οι πρώτες ομάδες ληστών-κλεφτών. Οι λόγοι τής δημιουργίας αυτών των ομάδων ήταν η φτώχεια και η ανέχεια, η αντίσταση στο καταπιεστικό καθεστώς και το πλήθος αυθαιρεσιών από τη μεριά των Οθωμανών κατακτητών και των προσκυνημένων χριστιανών προκρίτων και κοτζαμπάσηδων. Η σύγκρουση με τους εξουσιαστικούς μηχα­νισμούς της αυτοκρατορίας ήταν ένας ση­μαντικός λόγος καταφυγής στη ληστεία, που δήλωνε την άρνηση της υποταγής και την καταφυγή στα ορεινά ως αντίδραση στο ραγιαδισμό των πεδινών. Εξ ου και ο όρος: «σηκώνομαι κλέφτης».

Όμως από αυτές τις περιοχές, που έδιναν φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο, περνούσαν δρόμοι και στενωποί μεταφοράς εμπορευμάτων. Για την ασφαλή χρήση αυτών των δρόμων οι έμποροι πλήρωναν φόρους – διόδια. Η άρχουσα μουσουλμανική ελίτ ήταν μια κοινωνία πολεμιστών που περιφρονούσε το εμπόριο, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία πλούτιζε από τους κάθε λογής φόρους. Όπως παρατηρεί ο Ένγκελς σε άρθρο του «…οι Έλληνες, οι Αρμένηδες, οι Σλάβοι και οι Φράγκοι, που είναι εγκαταστημένοι στα μεγάλα θαλασσινά λιμάνια, αυτοί κρατούν στα χέρια τους όλο το εμπόριο…». (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, «Άπαντα», τ.9, σελ. 391-392).
Αυτούς τους δρόμους εμπορίου, θέλησαν να ελέγξουν από νωρίς οι Τούρκοι πασάδες.

A2.Αρματολοί
Στα 1537, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, με φιρμάνι του, διαιρεί την ορεινή Ελλάδα σε 15 «χώρες» και σε κάθε μια από αυτές ορίζει σαν επιτόπια αρχή τον οπλαρχηγό (χριστιανό), «ίνα περιφρουρεί και να διατηρεί την ησυχίαν και ασφά­λειαν των εν τη περιοχή του κατοικούντων και των εκείθεν διερχομένων. Υπήγετο δε ο ρηθείς οπλαρχηγός εις την πλησιεστέραν της θέσεώς του διοίκησιν». (Ειρήνη Σπανδωνίδη, «Τραγούδια της Αγόριανης» (Παρνασού), σελ. 172). Οι οπλαρχηγοί ονομάστηκαν «Αρματολοί» και οι περιφέρειες αρμοδιότητάς τους Αρματολίκια, Καπετανάτα, ή Πρωτάτα. Δημιουργήθηκε λοιπόν μια ιδιότυπη αυτονομία σε περιοχές με κυρίαρχο τον ελληνόφωνο πληθυσμό. Ο Αρματολός διοριζόταν τότε από τον κατά τόπο πασά ή τους κατά τόπους προεστούς-κοτζαμπάσηδες ή και από τους δυο μαζί. Οι ίδιοι μπορούσαν να του αφαιρέσουν την ιδιότητα και τη δικαιοδοσία. Τέ­τοιες καταστάσεις δημιουργούσαν προσωπικές έχθρες και οι δυσαρεστημένοι αρματολοί περνάγανε με τη μεριά των κλεφτών με όλα τα παλικάρια τους. Ο αρματολός διοικούσε στρατιωτικό τμήμα που μπορεί να αποτελείτο και από και 500 άτομα. Αρμοδιότητα τού αρματολού ήταν να παρέχει ασφά­λεια από τους ληστές στην περιοχή του για τους κατοίκους και για αυτούς που χρησιμοποιούσαν τα περάσματα-δρόμους και να αποδίδει τους φόρους και τα διόδια στον τοπικό πασά. Το αρματολίκι ήταν κληρονομικό δικαίωμα και γι’ αυτό βλέπουμε μεγάλες οικογένειες να διατηρούν τα αρματολίκια τους πολλές γενιές, πράγμα που τις οδηγούσε να μετατραπούν σε τοπικούς κοτζαμπάσηδες.

Στα 1627, ο σουλτάνος Μουράτ ο Δ’, στα πλαίσια αναδιοργάνωσης του τούρκικου στρατού, αφαιρεί τα αρματολίκια από τους χριστιανούς και αναθέτει την εξουσία σε Οθωμανούς, έμμισθους στρατιώτες, (κυρίως Αλβανούς), τους ντερβεναγάδες και την εποπτεία τους στον «ντερβενήμπαση». Το «ντερβένι» ήταν τούρκικη λέξη για τη στενή διάβαση διαμέσου ορεινών όγκων, ενώ στα ελληνικά, την εποχή εκείνη, ονομαζόταν και «κλεισούρα». Αρκετοί αρματολοί πέρασαν με το μέρος των κλεφτών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις κά­ποιοι κράτησαν τα αρματολίκια τους, αφού οι διορισμένοι ντερβεναγάδες δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Στην Πελοπόννησο, δεν υπήρξε ο θεσμός του αρματολού. Σε αυτό συνέτεινε το γεγονός πως η ενετική κατοχή της, άφησε πίσω της ισχυρούς κοτζαμπάσηδες. Παρ’ όλα αυτά, θα αναπτυχθεί ο θεσμός του Κάπου. Οι Κάποι ήταν ένοπλα σώματα χριστιανών τα οποία, όμως, δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία του τοπικού Πασά, αλλά του εκάστοτε τοπικού κοτζαμπάση.

A3. Κλέφτες

Ο «Κλέφτης», ο απροσκύνητος, ο χαΐνης, ο χαλντούπης, ο ζορμπάς και τόσες άλλες ονομασίες, ανάλογα με τη ντοπιολαλιά του κάθε τόπου, είναι ο ανυπότακτος πολεμιστής, ο αντάρτης, ο επαναστάτης που βγήκε στα βουνά, «στο κλαρί». Στο Θούριο του Ρήγα αναφέρεται: «Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά/ Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;» και πιο κάτω: «Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά/ Να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;».
Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους έβγαινε ο κάθε ένας ξεχωριστά, συνολικά οι Κλέφτες εκφράσανε την αντίσταση στο ζυγό των Τούρκων και των κοτζαμπάσηδων. Στο δημοτικό τραγούδι «Του Βασίλη» (τσάμικο Αηδονοχωρίου Καρδίτσας), ακούμε: «Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης/ να κάμω αμπελοχώραφα/ κοπέλια να δουλεύουν/ και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών/ κοπέλι στους γερόντους».

Οι κλέφτικες ομάδες, αρχικά, επιβίωναν από την αρπαγή τροφίμων, ζώων από τα υποταγμένα χωριά, αλλά και ανθρώπων, συγγενών των προεστών ή των Τούρκων, για λύτρα. Αργότερα και όσο φούντωνε ο αγώνας, βοσκοί τούς τροφοδοτούσαν και συχνά τους έκρυβαν ή παραπλανούσαν τους διώκτες τους. Σε μια αναφορά του, ο Κ. Παπαρηγόπουλος λέει: «Μετά από τους προεστούς οι κλέφτες ευχαριστιόνταν να παίρνουν λύτρα από τους καλόγερους, τους οποίους δε συμπαθούσαν καθόλου, και από τους παπάδες, όσες φορές συνέπιπτε να είναι και προεστοί των χωριών και εξαιτίας αυτού εχθροί των κλεφτών». (Τα μοναστήρια απολάμβαναν προνόμια από τους πασάδες και συχνά κατέδιδαν τα λημέρια των κλεφτών στους Τούρκους, σημ. συν.)

Όσο κι αν προσπάθησε η τούρκικη εξουσία να δυσφημίσει τον Κλέφτη, συγχέοντας επίτηδες τον κοινό κλέφτη με τον ελεύθερο άνθρωπο και τελικά πατριώτη, αποδίδοντας στον τελευταίο τα χαρακτηριστικά του …κλέφτη, οι λαϊκοί άνθρωποι τον αγάπησαν για τη λεβεντιά του, τραγούδησαν την αντίστασή του στον τουρκικό ζυγό με εκατοντάδες τραγούδια, διέδωσαν στόμα με στόμα τα κατορθώματά του με πεζό και έμμετρο λόγο, βλέποντας σε αυτόν, τον πρόμαχο και τον υπερασπιστή τους.
Οι Κλέφτες -που οργανώθηκαν σε ομάδες, μικρές ή μεγαλύτερες- θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του στρατού των επαναστατημένων Ελλήνων το 1821, όταν αυτοί ξεσηκωθούν ενάντια στον τούρκικο ζυγό.
Ο κλέφτης μπορούσε να γίνει αρματολός. Εκτός από τα χρήματα, τις πιέσεις προς τις τοπικές αρχές για να παραμεριστεί ο υπάρχων αρματολός, έπρεπε να «προσκυνήσει» τον πασά. Κίνηση που θεωρούνταν εξαιρετικά ταπεινωτική στις τάξεις των κλεφτών.

Όσο πλησιάζει η ελληνική επανάσταση του 1821, τα όρια ανάμεσα στον κλέφτη και τον αρματολό θαμπώνουν. Στο δημοτικό τραγούδι «του Καπετάν Αλέξη», που αναφέρεται στον πρωτοκλέφτη Αλέξιο Ρουμένη που ήταν παλιά καλόγερος στο μοναστήρι του Προ­φήτη Ηλία στα Σάλωνα, υπάρχει η επισήμανση: «Στη Φήβα καν’ αρματολός, στη Φήβα κάνει κλέφτης». Σε αυτό το «θάμπωμα» συμβάλλει και η επικράτηση του Αλή Πασά, ως ανώτατου Οθωμανού διοικητή του Ηπειρωτικο-Θεσαλικού χώρου. Το 1785 αγόρασε από την Πύλη το δικαίωμα του επόπτη των οδικών αρτηριών της Ρούμελης «ντερβενήμπασης». Το 1787, όταν και διορίστηκε πασάς των Τρικάλων, καταδίωξε και εξόντωσε πολλές κλέφτικες και αρματολίτικες ομάδες.
Πέρα και πάνω απ’ όλα, τα σαλπίσματα της λευτεριάς από τον Τουρκικό ζυγό είχαν ήδη ξεσηκώσει τη συλλογική συνείδηση στον ελλαδικό χώρο. Μέσα στην κατεχόμενη και τουρκοκρατούμενη Ελλάδα σχηματίστηκε μια ετοιμοπόλεμη πατρίδα στα βουνά.

Β. Τρόπος ζωής, ήθη και έθιμα
Β1. Η στρατιωτική ζωή

Στην κορυφή της κλέφτικης ομάδας βρισκόταν ο Καπετάνιος. Σε αντίθεση με τους αρματολούς όπου η ηγεσία ήταν οικογενειοκρατική. Βασικά χαρακτηριστικά του έπρεπε να είναι η ανδρεία και η στρατιωτική ευφυΐα, ενώ από το όνομα του Καπετάνιου ονοματιζόταν ολόκληρη η ομάδα, π.χ. οι Κολοκοτρωναίοι ή Κατσαντωναίοι κλπ. Αμέσως μετά στην ιεραρχία βρίσκονταν τα πρωτοπαλίκαρα, οι πιο έμπιστοι συμπολεμιστές του Καπετάνιου, ακολουθούσαν τα παλικάρια και τέλος ακολουθούσαν οι δόκιμοι, κατά κύριο λόγο έφηβοι, που καλούνταν ψυχογιοί. Η λειτουργία της κλέφτικης ομάδας ακολουθούσε τα πρότυπα της στρατιωτικής δημοκρατίας. Πριν από οποιαδήποτε επιχείρηση, τα μέλη της ομάδας μαζεύονταν σε συνέλευση και έλεγε καθένας την γνώμη του. Η άποψη της συνέλευσης των παλικαριών γινόταν σεβαστή από τον Καπετάνιο, ο οποίος, μάλλον, ασκούσε μια πατριαρχική εξουσία προς τους άνδρες του.

Οι κλέφτες στρατοπέδευαν και φυλάγονταν στα «λημέρια» τους όλη τη μέρα, χειμώνα καλοκαίρι. Πολλοί από αυτούς το χειμώνα κατέβαιναν σε χαμηλότερα σημεία. Για τη στρατιωτική τους εκπαίδευση και μάχη, ο Κλοντ Φοριέλ, Γάλλος ακαδημαϊκός φιλόλογος και ιστορικός, στη σημαντική συλλογή ελληνικών δημο­τικών τραγουδιών που συγκέντρωσε και δημοσίευσε, το 1824, με ιδιαίτερη αναφορά στα «κλέφτικα» τραγούδια, αναφέρει πως δεν πολεμούσαν σε σχήμα τακτικού στρατού, σε γραμμές, αλλά σκόρπια, φυλαγμένοι πίσω από δέντρα, βράχους, πεζούλια, τα ονομαζόμενα «μετερίζια». Για την εκπαίδευσή τους διαπιστώνει πως ένα μεγάλο μέρος από τις ώρες της σχόλης που είχαν στα λημέρια τους αφιερωνόταν σε διάφορες ασκήσεις, που αφορούσαν όλες λίγο ή πολύ στον πόλεμο. Ασκούνταν στο σημάδι με όπλο, ώστε να πετυχαίνουν να χτυπήσουν από απόσταση 200 βημάτων ένα αυγό κρεμασμένο από σπάγκο ή περνούσαν τη σφαίρα από δαχτυλίδι, από την ίδια απόσταση. Μεγάλη σημασία έδιναν στη σκόπευση τη νύχτα, αφού οι επιχειρήσεις τους γίνονταν συχνά, αιφνιδιαστικά μέσα στο σκοτάδι. Έτσι σημάδευαν τόσο σωστά τη φωτιά που άφηνε η τουφεκιά του εχθρού, που σπάνια λάθευαν. «Τραβάω φωτιά στη φωτιά» έλεγαν χαρακτηριστικά.

Το ρίξιμο της πέτρας μακριά, το πήδημα εμποδίων και η ταχύτητα στο τρέξιμο, με όλη την πολεμική εξάρτυση, προξενούσαν το θαυμασμό και τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα στα κλέφτικα τραγούδια του λαού. Ο ίδιος ο Κλοντ Φοριέλ, αναφέρει: «Αναφέρω στο ιστορικό σημείωμα για τον Νικοτσάρα πως περνούσε με ένα του πήδημα επτά άλογα, το ένα πλάι στο άλλο. Έχω ακούσει να μνημονεύουν άλλους πιο εκπληκτικούς ακόμα, που πηδούσαν τρία κάρα γεμάτα αγκάθια, εφτά έως οχτώ πόδια ψηλά». Και πιο κάτω: «Μιλούν για καπετάνιους, που με την πολεμική σκευή και με όλο το βάρος της στολής και των όπλων τους, έφταναν ή ξεπερνούσαν τη συνηθισμένη ταχύτητα ενός αλόγου που καλπάζει. Ο μοραΐτης καπετάν Ζαχαριάς αναφέρεται ως ένας από κείνους που ήταν προικισμένοι με απίστευτη ελαφράδα στα πόδια όταν έτρεχε. Οι παραδόσεις μάς λένε σαφώς και χωρίς διάθεση υπερβολής, πως όταν έτρεχε οι φτέρνες του έφταναν μέχρι τα αυτιά του». (Κλοντ Φοριέλ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, τόμος Α’, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, σελ. 42).

Αυτού του είδους η εκπαίδευση, καθώς και η παροιμιώδης αντοχή τους στην πείνα, τη δίψα και την αγρύπνια, τούς έδινε τη δυνατότητα να κάνουν ασυνήθιστες νυχτερινές πορείες, ταχύτατες επιθέσεις ενάντια στον εχθρό, που νόμιζε πως ήταν εκτός βολής, ή να διασπούν πολιορκίες των ομάδων τους.
Στο δημοτικό τραγούδι, μάλλον από τη Μακεδονία, «Το μάθημα του Νάνου», (το όνομα Νάνος είναι χαϊδευτικό του Ιάννης κατά τον Φοριέλ), υμνείται ο λόγος της στρατολόγησης κλεφτών από τον καπετάνιο Νάνο: «…Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα ’καμε τρεις χιλιάδες/ κι ολημερίς τους δίδαχνε, ολονυκτίς τους λέγει./ Βρ’ ακούστε, παλληκάρια μου κι εσείς παιδιά δικά μου,/ δε θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια,/ μον’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το ντουφέκι./ Τριών μερών περπατησιά να πάμε σε μια νύχτα…».

Β1. Ο θάνατος

Τιμή κορυφαία για τον κλέφτη ήταν ο θάνατος την ώρα της μάχης. Αντίθετα θεωρούσαν ατιμωτικό το θάνατο στο κρεβάτι, από αρρώστια. Ονόμαζαν το κουφάρι ενός γενναίου που πέθανε στη μάχη «σφαγάρι» και ενός που πέθανε στο κρεβάτι «ψοφίμι». Αν ο κλέφτης συλλαμβανόταν ζωντανός κατά τη μάχη, έδειχνε μια απίστευτη γενναιότητα στη διάρκεια των βασανιστηρίων του από τους Τούρκους που κατέληγαν στον αργό θάνατό του, χωρίς να βγάλει άχνα. Γι’ αυτό και η πρόποση στα γλέντια ήταν: «Καλόν μολύβι».

Ατιμωτικό ήταν για τον κλέφτη να του πάρουν το κεφάλι οι Τούρκοι και να το περιφέρουν για παραδειγματισμό, κρεμώντας το στις πλατείες και στα σταυροδρόμια. Στο τραγούδι «Του Βλαχοθανάση», κλέφτη της Φωκίδας, περιγράφεται ο θάνατος του κλέφτη κατά τη διάρκεια της μάχης και η προσταγή του: « …Κόψτε μου το κεφάλι μου νά ’χετε την ευχή μου./ Κι ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή φαρμακωμένη:/ Παιδιά τραβάτε τα σπαθιά κι αφήτε το ντουφέκι,/ να μη μας πάρει η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,/ που γέρασεν αρματολός, στους κλέφτες καπετάνιος…». (Εδώ το όνομα Ανδρούτσος, αναφέρεται στον πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που ήταν πρωτοπαλίκαρο του Βλαχοθανάση).

Β2. Η ζωή

Με τον ίδιο τρόπο που τιμούσαν το θάνατο, οι κλέφτες τιμούσαν και τη ζωή. Στις γιορτές, στους πανηγυρισμούς για τις νίκες τους και στις ανάπαυλες των πολέμων τους, στήνανε γλέντια στα λημέρια τους. Για τις γιορτές τους μας έρχεται η πληροφορία από το τραγούδι «Του Καλιακούδα». Η γυναίκα του Καλιακούδα -ο οποίος ήταν κλέφτης που ήταν πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου- ρωτάει για την τύχη του άνδρα της: «Βαρκούλες, καραβάκια μου, χρυσά μου περγαντίνια,/ αυτού που πάτε κι έρχεσθε στον έρημον τον Βάλτον, μην είδατε τον άνδρα μου, τον Λούκα Καλιακούδαν;/ – Ημείς ψες τον αφήσαμε πέρα στο Γαβρολίμι./ Είχαν αρνιά και έψεναν, κριάρια σουβλισμένα./ Κι είχαν και πέντε μπέηδες τες σούβλες να γυρίζουν».

Ιδιαίτερη σημασία αποκτάει για τους κλέφτες, αλλά και το λαό ολόκληρο, η γιορτή της Ανάστασης, το Πάσχα. Η μυριόστομη ευχή «Καλή Ανάσταση», εκφράζει τις ελπίδες και την προσμονή για τη λευτεριά και το τέλος του ζυγού της σκλαβιάς. Στο δημοτικό τραγούδι «Τι έχεις καημένε πλάτανε», που χορεύεται στα βήματα του “Συρτού”, διατυπώνεται αυτή η προσμονή: «Τ’ έχεις καημέ- καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος/ με τις ριζού- ριζούλες στο νερό, αμάν, με τις ριζού- ριζούλες στο νερό,/ με τις ριζούλες στο νερό και πάλι μαραμένος;/ Παιδιά μ’ σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω./ Αλή πασάς επέρασε με δεκοχτώ χιλιάδες./ Κι όλοι στον ίσκιο μ’ έκατσαν,/ εκάτσαν στη δροσιά μου/ κι όλοι σημάδι μ’ έβαλαν, κι όλοι με τουφεκίσαν./ Μου κόψαν τα κλωνάρια μου, μαράθηκ’ η καρδιά μου/ κι αυτός ο γερ’-Αλή πασάς μου ρίχνει στην καρδιά μου./ Ταχιά σαν έρθ’ η άνοιξη, σαν έρθ’ το καλοκαίρι,/ σαν έρθ’ η άγια Πασχαλιά με το Χριστός Ανέστη θα βγάλω φύλλα και κλωνιά».

Β3. Οι Γυναίκες στην κλεφτουριά

Αν και η κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη, οι γυναίκες βοηθούσαν στον αγώνα. Εκεί που χρει­άστηκε πήραν τα όπλα στα χέρια τους.
Τα τρία δημοτικά τραγούδια παρακάτω διηγούνται τα κατορθώματά τους:
Η Αρκαδιανή
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη, ποιος είδε κόρη λυγερή στα κλέφτικα ντυμένη;Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ’ αρματωλούς και κλέφτεςκανείς και δεν τη γνώρισε από τη συντροφιά της.Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια ’πίσημον ημέραβγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.
Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το παν σαράντα χνάρια.
Το ρίχνει κι η Αρκαδιανή το πάει σαρανταπέντε.Εκόπη τ’ ασημόκουμπο κι εφάνη το βυζί της.Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια, μα ’να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.
Λαλούδι της Μονομπασιάς
Λαλού- βάι, λαλούδι της Μονομπασιάς,λαλούδι της Μονομπασιάς και κάστρο της Αθήνας, και κάστρο της Αθήνας.
Και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού άνοιξε να ’μπω μέσα.Να δω τις Αναπλιώτισες, τις Αναπλιωτοπούλες,πώς πλένουν, πώς λευκαίνουνε, πώς μοσχοσαπουνάνε.Με το ’να χέρι πλένουνε, με τ’ άλλο σαπουνάνε,και με τα δυο τα χέρια τους στο κάστρο πολεμάνε.
Της Τζαβέλαινας
Ένα πουλάκι κάθονταν απάν’ σ’ ένα γεφύρι,
μοιρολογούσε κι έλεγε, τ’ Αλή πασιά του λέγει.
«Δεν είν’ εδώ τα Ιάννινα, να φκιάσεις σιαρδιβάνια,
δεν είν’ εδώ η Πρέβεζα να φκιάσεις παλιομέρι,
μον’ είν’ το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια,
που πολεμά Τζιαβέλαινα, με το σπαθί στο χέρι,
με το παιδί στην αγκαλιά, με το ντουφέκι στ’ άλλο,
με τα φυσέκια στην ποδιά…»

Γ. Το κλέφτικο τραγούδι

Το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι πάει πολύ πίσω στο χρόνο, συνεχίζοντας την παράδοση των «Ακριτικών» τραγουδιών. Στο ριζίτικο «Σε ψηλό βουνό», διατυπωμένο από το 1600, ο λαός είναι ο περήφανος αητός, που πετάει ψηλά, ελεύθερος. Η προσωρινή του σκλαβιά (έχει τα πόδια και τα φτερά του μέσα στα κρύσταλλα του πάγου του χειμώνα), θα λήξει με την επικράτηση του ήλιου. «Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε». Στην παραλλαγή αυτού του τραγουδιού που συναντάται στην περιοχή του Ολύμπου, ο σκλαβωμένος από τον πάγο αητός, προσμένει την Άνοιξη με τον ήλιο, να φουντώσει ο αγώνας: «να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,/να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια». Τα τραγούδια αυτά δεν διηγούνται μόνο την αγριότητα της σκλαβιάς και τη γενναιότητα του λεβέντη που βγήκε στο κλαρί. Προετοιμάζουν το λαό για την εξέγερση.

Ο ανώνυμος στιχουργός τους, με εξαιρετική τρυφερότητα, προσωποποιεί τα πουλιά, τα νερά, τα πλοία, τα βουνά, τα βράχια, τα πλατάνια και τα ελάτια και τα καλεί να διηγηθούν τα ανδραγαθήματα. Και το λυρικό είναι πως και αυτά αποκρίνονται. Τα λόγια θα πετάξουν, θα πάνε στα πανηγύρια, θα τραγουδηθούν από στόμα σε στόμα -με παραλλαγές- και θα γίνουν καταφυγή των λαϊκών ανθρώπων.
Ο ανώνυμος συνθέτης της μελωδίας του δημοτικού και κλέφτικου τραγουδιού δίνει το χρόνο, το τέμπο, στους στίχους και το κάνει χορό. Έτσι τα βήματα ενός ηρωικού-πολεμικού τραγουδιού έχουν κάτι το απότομο, το ορμητικό, το βιαστικό, κάτι που θα μπορέσει να εκφράσει την τόλμη και τη δύναμη. Από την άλλη ένα τραγούδι για την «εύμορφη, τη μαυρομαλλούσα, τη …», έχει μέτρο πιο αργό και κινήσεις με περισσότερη χάρη παρά δύναμη.

Ο Φοριέλ θα παρατηρήσει για τους σκοπούς των κλέφτικων τραγουδιών: «…Θα έλεγες, σαν τους ακούς, πως έγιναν επίτηδες για να τραγουδηθούν στα βουνά και να τους ξαναλέν, ή να τους μακραίνουν οι πιο άγριοι και βροντεροί αντίλαλοι». (Κλοντ Φοριέλ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, τόμος Α’, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ, σελ. 70).

Για να συμπληρώσει μερικά χρόνια αργότερα ο Γερμανός ιστορικός, Καρλ Μέντελσον: «Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητος παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια, οπού η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους. Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι, εκ­ρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου». (Ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι (1838-1897) ήταν Γερμανός ιστορικός. Διατέλεσε καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1863 επισκέφτηκε την Ελλάδα και το 1780, εξέδωσε το δίτομο έργο: «Ελληνική ιστορία από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους ως την εποχή μας»).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το κεφάλι του Βλαχοθανάση δεν διασώθηκε από τα παλικάρια του. Οι Τούρκοι το περιέφεραν στην περιοχή της Ναυπάκτου και το παρέδωσαν στον μπέη της Άμφισσας, το 1771 (από τότε και το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται πιο πάνω). Από τα Σάλωνα, 174 χρόνια μετά, θα χαιρέτησε περήφανα το κεφάλι του Άρη Βελουχιώτη, στη Λαμία, το Ζητούνι, το 1945, κομμένο από τους αγαρηνούς δωσίλογους.

Το ίδιο ανυπότακτο πνεύμα των κλεφτών, τη γενναιότητα στην αντι­μετώπιση των βασανιστηρίων, θα δείξει ο λαός μας μέσα από τις γραμμές τού ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, στις φυλακές και στις εξορίες στον αγώνα του ενάντια στον φασιστικό ζυγό και την ξένη εξάρτηση.

Το ΕΑΜ θα αναδείξει αυτή τη σχέση και θα την τραγουδήσει: «Ξαναζωντάνεψε τ’ αρματολίκι,/ τα μπράτσα σίδερο, φλόγα η ψυχή,/ λουφάζουν έντρομοι οι ξένοι οι λύκοι,/ στην εκδικήτρα μας αντρίκια ορμή./ Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα/ στέλνει περήφανο χαιρετισμό,/ μιας ανάστασης νέας χτυπά καμπάνα,/ μηνάν τα όπλα μας το λυτρωμό».
Και ο ΕΛΑΣ θα τραγουδάει στον ύμνο του: «Με χίλια ονόματα μία χάρη/ ακρίτας είτ’ αρματολός/ αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι/ πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός».