Χώνεψε ο ήλιος την αυγή
ώσπου τα μάτια μου χόρτασαν περιφρόνηση
και χύθηκε τριγύρω μου το θάρρος σαν μυαλά σκοτωμένου.
Οι ποιητές έγραψαν για κάτι ουρανόπληκτα σύννεφα·
σιγά τα λάχανα.
Η αλήθεια είναι πως ακούστηκε το κροτάλισμα
ενός πολυβόλου που ξεσπίτωνε ρουφιάνους
και η ελευθερία -που θέλει οξυγόνο-
πατούσε μιαν οχιά στο κεφάλι
και πάσχιζε να βρει μια τανάλια για να βγάλει
τα καρφιά των σταυρωμένων παιδιών της.
Η βία, βία οσμίζεται
γιατί έτσι θα χει γεμάτα δίχτυα ο ψαράς
κι εμείς διπλό καρβέλι το ζυμωτό ψωμί
κι ένα χοντρό βιβλίο για προσκεφάλι.
Ακόμα κι η άβυσσος άρχισε να ψάλλει
βυζαντινά απολυτίκια
κι η κόλαση έγινε θρήσκα μ’ όσα έβλεπε.
Μπροστά μου εμπρησμοί και ακίνητα τραίνα
και μια φωτιά ξερίζωνε με πείσμα
τη γλύκα του μεσημεριού.
Πώς να στο πω ότι έρχεται θύελλα, συντρόφισσα.
Και πώς να περιγράψω πως οι δρόμοι
περίμεναν στη στάση
τα δάχτυλα ομόρφαιναν τα νύχια
εμείς παίρναμε ξωπίσω έναν χαφιέ
ο Ρήγας ο Βελενστινλής βρέθηκε στο Καράκας
και ο Παλαμάς, ο Σολωμός, ο Κάλβος
μάθαιναν να δουλεύουν τον ασύρματο.
-Άκου που σου λέω. Έρχεται θύελλα.