Ήταν το 2019 όταν ο Τζο Μπάιντεν απευθυνόμενος από το βήμα της «Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια», ως προσκεκλημένος δήλωνε ότι: «Θα επιστρέψουμε, μην έχετε καμία αμφιβολία γι’ αυτό». Μια δήλωση που στόχευε ευθέως την πολιτική του «πρώτα η Αμερική» Τραμπ η οποία τέντωνε το σχοινί στις διατλαντικές σχέσεις και οδηγούσε στα όρια της διάρρηξης τις συμμαχικές σχέσεις στο ΝΑΤΟ.

Δύο χρόνια μετά, στο πλαίσιο της ίδιας συνόδου, που διεξήχθη, ελέω πανδημίας, διαδικτυακά, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος διαβεβαίωνε τους συνομιλητές του πως: «Η Αμερική επέστρεψε. Η Ατλαντική Συμμαχία επέστρεψε. Και δεν κοιτάζουμε πίσω. Κοιτάζουμε μαζί μπροστά».
Παρά τον πανηγυρικό τόνο που δόθηκε στη συμμετοχή του Μπάιντεν στην τηλεσύνοδο για την ασφάλεια αλλά και στην τηλεδιάσκεψη των ηγετών των G7, που είχε προηγηθεί λίγες ώρες νωρίτερα, κανείς δεν μπορεί να κρύψει τα διιστάμενα συμφέροντα και τις διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις των διατλαντικών συμμάχων ως προς την Κίνα και τη Ρωσία.

Αν και η παρουσία του Αμερικανού προέδρου παρουσιάστηκε ότι σηματοδοτεί την επάνοδο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην «πολυμέρεια» και τη «συνεργασία», μετά την «τραυματική» εμπειρία Τραμπ, εντούτοις παραμένει το ερώτημα αν και πώς θα σφυρηλατηθεί μια κοινή Αμερικανο-ευρωπαϊκή στρατηγική.

Ο Τζο Μπάιντεν απευθυνόμενος στους ευρωπαίους συμμάχους του τόνισε πως: «Τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας είναι τεταμένες και δοκιμάζονται, αλλά οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να επαναδεσμευτούν με την Ευρώπη», δηλώνοντας πίστη στο ΝΑΤΟ και τις αξίες που στηρίζει. Αναγνώρισε ότι «η παγκόσμια δυναμική έχει αλλάξει», παρ’ όλα ταύτα εκτίμησε ότι η διατλαντική συμμαχία θα παραμείνει ο «ακρογωνιαίος λίθος» του 21ου αιώνα.

Κάλεσε δε την Ευρώπη να «προετοιμαστούμε μαζί για έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα», προκειμένου να «υπερασπιστούμε τις κοινές μας αξίες και να προωθήσουμε την ευημερία μας σε ολόκληρο τον Ειρηνικό». Προειδοποίησε πως «ο ανταγωνισμός με την Κίνα θα είναι σκληρός», ξεκαθαρίζοντας πως έχει πίστη στην τάξη πραγμάτων που συγκροτήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια κάτω από την ηγεμονία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Όπως τόνισε «πιστεύω στο παγκόσμιο σύστημα, το οποίο η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, μαζί με τους συμμάχους στον Ινδο-Ειρηνικό, εργάστηκαν σκληρά για να χτίσουν τα τελευταία 70 χρόνια».

Ως ένδειξη καλής θέλησης ο Μπάιντεν ανακάλεσε την απόφαση του προκατόχου του για αποχώρηση μεγάλου μέρους αμερικανικών στρατευμάτων, που σήμερα σταθμεύουν στη Γερμανία, ενώ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ θα επανέλθουν στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Σηματοδοτώντας την πιο επιθετική στάση, σε σχέση με τον Τραμπ, ως προς τη Ρωσία κατηγόρησε το Κρεμλίνο πως «επιτίθεται στις δημοκρατίες μας και οπλίζει τη διαφθορά για να προσπαθήσει να υπονομεύσει το σύστημα διακυβέρνησής μας». Επέκρινε ειδικότερα τον Ρώσο πρόεδρο ότι επιδιώκει να αποδυναμώσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να υποσκάψει τη διατλαντική συνεργασία.

★★★

Από τη μεριά της η Άνγκελα Μέρκελ, σαφώς ανακουφισμένη μετά την αποχώρηση Τραμπ, στην παρέμβασή της εξέφρασε την ικανοποίησή της για την «επιστροφή» των ΗΠΑ, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην επιστροφή στο Σύμφωνο του Παρισιού για το Κλίμα και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, καθώς και στην ετοιμότητα για συνομιλίες με το Ιράν, τονίζοντας ότι «στις δημοκρατικές χώρες το θέμα δεν είναι μόνο η ελευθερία ή οι αξίες, αλλά και τα αποτελέσματα».
Παρόλο που η Γερμανίδα καγκελάριος επεσήμανε τη σημασία της διατλαντικής συνεργασίας, σε ό,τι αφορά τη σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα φρόντισε, εντούτοις, να ξεκαθαρίσει ότι τα γερμανικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται πλήρως με εκείνα των ΗΠΑ, όσον αφορά το Πεκίνο και τη Μόσχα.

«Μπορώ μόνο να συμφωνήσω με τον Αμερικανό πρόεδρο σε ό,τι αφορά την κριτική ότι η Ρωσία εργάζεται για την αποσταθεροποίηση της ΕΕ», σημείωσε η Μέρκελ, ενώ σε ότι αφορά τη σχέση με την Κίνα, υποστήριξε ότι είναι πιο περίπλοκη, καθώς «από την μία πλευρά έχουμε να κάνουμε με έναν ανταγωνιστή, αλλά από την άλλη με μια χώρα, που είναι απαραίτητη προκειμένου να λύσουμε προβλήματα όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής».
Η καγκελάριος αναφέρθηκε ακόμη στην ανάγκη μεγαλύτερης εμπλοκής στην Αφρική και την πρόθεση της Γερμανίας να παρατείνει την παρουσία της στο Αφγανιστάν, αν απαιτηθεί. Επεσήμανε την πρόθεση της Γερμανίας να αυξήσει τα επόμενα χρόνια τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, όπως έχουν δεσμευτεί τα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ έως το 2024.

Η Γερμανίδα υπουργός Αμυνας, Ανεγκρέτ Κραμπ – Καρενμπάουερ, χαιρέτισε την απόφαση των ΗΠΑ να παραμείνουν στη Γερμανία οι Αμερικανοί στρατιώτες που σταθμεύουν εκεί, ως «δέσμευση της Αμερικής προς την ασφάλεια της Ευρώπης, ένα ισχυρό ΝΑΤΟ και μια στρατηγικά ενωμένη Δύση». Τονίζοντας παράλληλα τη δέσμευση της Γερμανίας στο να ανταποκριθεί «σε αυτόν τον σκοπό, στις αμυντικές δαπάνες μας, στις κοινές στρατιωτικές αποστολές μας στο εξωτερικό, στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ και στις ικανότητες των Ενόπλων Δυνάμεών μας».

Σε άλλο μήκος κύματος από τη Μέρκελ, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ανέπτυξε την πρότασή του για «στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης στον τομέα της Ασφάλειας». Θέλοντας να διασκεδάσει τις ανησυχίες των Αμερικανών, ότι στρέφεται κατά του ΝΑΤΟ, το οποίο έχει χαρακτηρίσει «εγκεφαλικά νεκρό» τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες για την ασφάλειά της, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και το ΝΑΤΟ. «Εάν η Ευρώπη είναι λιγότερο εξαρτημένη από την Αμερική, θα είναι και αξιόπιστος εταίρος, θα γίνει και το ΝΑΤΟ ισχυρότερο, όταν γίνει ισχυρότερη η Ευρώπη», υπογράμμισε ο Γάλλος πρόεδρος.

Σε σαφώς διαφορετικό τόνο από τον Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, παρά τις πρόσφατες ευρωπαϊκές κυρώσεις για την υπόθεση Ναβάλνι, ο Μακρόν άφησε ανοιχτό παράθυρο συνεργασίας με το Κρεμλίνο για θέματα ασφάλειας. «Η Ευρώπη χρειάζεται μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας και πρέπει να συνομιλήσει με τη Ρωσία σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας της», υποστήριξε ο Γάλλος πρόεδρος.
Με το βλέμμα του γαλλικού ιμπεριαλισμού στραμμένο μόνιμα στην Αφρική τόνισε την ανάγκη η δύση να αποδείξει τη δύναμή της δίνοντας τα απαραίτητα εμβόλια στις αφρικανικές χώρες, ως απόδειξη αποτελεσματικότητας του πολυμερούς συστήματος. Εξέφρασε την ανησυχία πως αν η δύση αποτύχει σε αυτήν την αποστολή, οι χώρες της Αφρικής θα στραφούν προς την Κίνα ή τη Ρωσία.

★★★

Σημαντική ήταν και η παρέμβαση του Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι η Βρετανία θα συνεργαστεί για την καταπολέμηση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
«Η Αμερική επέστρεψε ανεπιφύλακτα ως ηγέτης του ελεύθερου κόσμου και αυτό είναι φανταστικό», είπε ο Μπ. Τζόνσον, λέγοντας πως «οι σύμμαχοί τους σε αυτήν την πλευρά του Ατλαντικού είναι πρόθυμοι και ικανοί να μοιραστούν τους κινδύνους και τα βάρη της αντιμετώπισης των πιο δύσκολων προβλημάτων του κόσμου». «Γι’ αυτό υπάρχει και αυτό προσπαθεί να πετύχει η Παγκόσμια Βρετανία» εκφράζοντας τις επιδιώξεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού να ξανοιχτεί σε «νέες θάλασσες» μετά το Brexit. Ήδη το νέο βρετανικό αεροπλανοφόρο «HMS Queen Elizabeth» ετοιμάζεται να ξεκινήσει φέτος, για πρώτη φορά, την ανάπτυξή του στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.

Σε αυτό το πλαίσιο προανήγγειλε την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων με τη μεγαλύτερη αύξηση προϋπολογισμού από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. «Ο αμυντικός προϋπολογισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξάνεται κατά 24 δισεκατομμύρια λίρες στα επόμενα τέσσερα χρόνια, ξεπερνώντας τη σύσταση του ΝΑΤΟ για το 2%. Θα έχουμε τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην Ευρώπη και τον δεύτερο μεγαλύτερο εντός του ΝΑΤΟ», κατέληξε ο Βρετανός πρωθυπουργός.

★★★

Τέλος ο γγ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, με αφορμή την παρουσία Μπάιντεν αναφέρθηκε στην «ιστορική ευκαιρία να οικοδομήσουμε μια ισχυρότερη Συμμαχία, να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη και να ενισχύσουμε την ενότητά μας – η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική να συνεργάζονται στο ΝΑΤΟ σε στρατηγική αλληλεγγύη».
Ο Γενς Στόλτεμπεργκ, ο οποίος στη συνέχεια συμμετείχε στην τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τόνισε πως απέναντι στις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας, την άνοδο της Κίνας, την τρομοκρατία, τις κυβερνοεπιθέσεις, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ασφά­λεια «καμία χώρα ή ήπειρος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις μόνη της. Όχι μόνο η Ευρώπη, όχι μόνο η Βόρεια Αμερική, αλλά η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική μαζί».