Η παραχώρηση του ναυπηγείου στο Νεώριο της Σύρου στην, αμερικανικών συμφερόντων, εταιρεία ONEX παρουσιάστηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως μια εμβληματικού χαρακτήρα επένδυση. Από τη μια εμφανίστηκε ότι διατηρεί στη ζωή το ιστορικό ναυπηγείο και τις θέσεις εργασίας στο νησί και από την άλλη ότι πιστοποιεί την εμπιστοσύνη του αμερικανικού παράγοντα στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης των δύο χωρών.

Η μετάβαση αυτή έγινε το 2018 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με τις «ευλογίες» του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζ. Πάιατ, ενώ αυτή την περίοδο τρέχουν οι διαδικασίες για τη μεταβίβαση στην ONEX και των ναυπηγείων της Ελευσίνας, με τον Αμερικανό πρέσβη να εκφράζει την ελπίδα ότι «η επιτυχία της ONEX στη Σύρο να επαναληφθεί με τα ναυπηγεία της Ελευσίνας, με την υποστήριξη της Εταιρίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Χρηματοδότησης (DFC) της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών».

Το καλοκαίρι που μας πέρασε ο Τζ. Πάιατ επισκέφθηκε, για ακόμη μία φορά, το Νεώριο συνοδευόμενος από υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη της ΝΔ, όπου αποκάλυψε ότι το ναυπηγείο «πιστοποιήθηκε» από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό για την επισκευή αμερικανικών πολεμικών πλοίων.
Επίσης τον περασμένο Δεκέμβρη έκανε λόγο για την μετατροπή του Νεώριου σε «φάρο για τη ναυτιλία του 21ου αιώνα» με αφορμή τη συνεργασία της ONEX με την επίσης αμερικανική εταιρία υψηλής τεχνολογίας Cisco για τη λειτουργία του Κέντρου Θαλάσσιας Τεχνολογίας και Καινοτομίας στη Σύρο. Γεγονός που πιστοποιεί το υψηλό ενδιαφέρον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για το νησί, το οποίο εμπεδώθηκε με την ανακοίνωση για την συμπαραγωγή κορβέτας, μεταξύ της ONEX και των Ισραηλινών Ναυπηγείων.

Ο εμπορικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, σε κοινή εκδήλωση που διοργανώθηκε στη Σύρο, από την ONEX και τα Ισραηλινά Ναυπηγεία, έδωσε τον τόνο της «δέσμευσης» των ΗΠΑ στο Νεώριο. Τόνισε ότι «η κυβέρνηση των ΗΠΑ βλέπει την επένδυση στο Νεώριο ως μείζονα επένδυση των ΗΠΑ, σε στρατηγικό, εμπορικό και συμβολικό επίπεδο».

Επιδιώκοντας ο Τζ. Πάιατ να καλλιεργήσει το προφίλ των αμερικανικών εταιρειών ότι ενδιαφέρονται για τις τοπικές κοινωνίες και το περιβάλλον τόνισε ότι η ONEX και η Cisco «δεσμεύονται με ειλικρινείς, αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες με τις τοπικές κοινότητες, παρέχοντας παράλληλα ό,τι καλύτερο στις ΗΠΑ στους τομείς της περιβαλλοντικής διαχείρισης και των καινοτόμων τεχνολογιών».
Οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες της ONEX πήγαν όμως περίπατο όταν εγέρθηκαν ερωτήματα για το ενδεχόμενο οι δραστηριότητές της να επιβαρύνουν το θαλάσσιο περιβάλλον της περιοχής. Ειδικότερα για την αναγκαιότητα να μελετηθεί η παρουσία βαρέων μετάλλων στον πυθμένα του λιμανιού της Ερμούπολης.

Συγκεκριμένα, η περιβαλλοντική οργάνωση Παρατηρητήριο Ποιότητας Περιβάλλοντος Σύρου απέστειλε επιστολή στις 21/12/2020 προς το υπουργείο Περιβάλλοντος, ζητώντας ενημέρωση για τη διαδικασία διερεύνησης του θέματος που προέκυψε, με δεδομένο ότι η ανάθεση της συγκεκριμένης μελέτης καθυστερεί εδώ και ένα και πλέον χρόνο.
Η απάντηση της ONEX σε αυτή την κίνηση του Παρατηρητηρίου ήταν εξώδικα και αγωγές, παρά το γεγονός ότι το θέμα είχε ήδη αναδειχθεί και στο ελληνικό κοινοβούλιο, με σειρά επίκαιρων ερωτήσεων. Έτσι στις 14 Ιανουαρίου απέστειλε εξώδικο προς την περιβαλλοντική οργάνωση ζητώντας την άμεση ανάκληση της επιστολής προς το υπουργείο, προειδοποιώντας πως επιφυλάσσεται να ζητήσει την «παραδειγματική τιμωρία» των εμπλεκόμενων πολιτών.

Πράγματι, στις 24 Φλεβάρη υλοποίησε την απειλή της καταθέτοντας αγωγή κατά του Παρατηρητηρίου, για ηθική βλάβη, δυσφήμιση και διαφυγόντα κέρδη που κατά τη γνώμη της προκάλεσε η κοινοποίηση της επιστολής στο υπουργείο, ζητώντας 1.000.000 ευρώ συν τόκους (!) με προφανή σκοπό τον οικονομικό εκβιασμό των 284 μελών του συλλόγου.
Επίσης, με αφορμή συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΑ στις 2 Μάρτη μέλος του Παρατηρητηρίου, η εταιρεία επίδωσε στις 10/3 εξώδικο, ζητώντας του προσωπικά να ανακαλέσει και από το Παρατηρητήριο να διαχωρίσει τη θέση του, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση με νέα αγωγή.

Την ίδια ώρα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι γύρω από το Νεώριο εξελίσσεται σκληρή επιχειρηματική σύγκρουση, με ευρύτερη διάσταση, μεταξύ της νυν διοίκησης Ξενόκωστα και του πρώην ιδιοκτήτη Ταβουλάρη, με φόντο και την μεταβίβαση των ναυπηγείων Ελευσίνας στην ONEX, καθώς ο Ταβουλάρης είναι ιδιοκτήτης των ναυπηγείων της Ελευσίνας. Η ONEX αφήνει υπόνοιες ότι σε αυτήν την σύγκρουση εντάσσεται και η ενέργεια του Παρατηρητηρίου, γεγονός που αρνήθηκε κατηγορηματικά ο πρόεδρός του σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε.

Είναι φανερό ότι παρά τους κυβερνητικούς κομπασμούς, η επένδυση αυτή σε καμία περίπτωση δεν έγινε με γνώμονα τα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας. Αυτή εξυπηρετεί μόνο τα αμερικανικά συμφέροντα, πιστοποιεί για ακόμη μία φορά τη βαθύτερη εξάρτηση της χώρας μας από τις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη πρόσδεσή της στο φιλοπόλεμο άρμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την εμπλοκή της στους οξυμένους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της περιοχής, που εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους (και περιβαλλοντικούς) για το λαό μας.