Μεγαλοπρέπεια, αγκαλιές, εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, κομψότητα και λεπτές γεύσεις είχε η τελετή με την οποία υποδέχθηκε ο Αμερικανός πρόεδρος το Γάλλο ομόλογο του. Ωστόσο, η συνάντηση του Ε. Μακρόν με τον Τζ. Μπάιντεν στις 29/11 στην Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά εγκάρδια μπορεί να χαρακτηριστεί.

Παρά το ήδη βαρύ κλίμα στη Γαλλία μετά την επίταξη των εργαζομένων στα διυλιστήρια (μέλη της Ομοσπονδίας Χημικής Βιομηχανίας FNIC-CGT), την πρόσφατη απεργία των Εργαζομένων στο Εμπόριο και τις Υπηρεσίες, τις μαχητικές διαδηλώσεις των εργαζομένων στις Συγκοινωνίες και τις απεργιακές κινητοποιήσεις στη Μασσαλία, η κυβέρνηση Μακρόν σκληραίνει τη στάση της απέναντι στη δυναμική των Γάλλων εργαζομένων. Αρνείται κάθε τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών, μεροκάματων και συντάξεων, καλυπτόμενη πίσω από την Ένωση μεγαλοβιομηχάνων (Medef) και από το πάγιο επιχείρημα του «περνάμε δύσκολη κρίση».

Το βαρύ κλίμα και η αμοιβαία καχυποψία εξακολουθεί να συνυπάρχει και στις σχέσεις του Γαλλογερμανικού άξονα, με το Βερολίνο να ακολουθεί τη δική του αυτόνομη πορεία και το Παρίσι να προσπαθεί να εκφράσει τα κοινοτικά συμφέροντα. Οι αντιθέσεις δημιουργούν ρήγμα στην ίδια την ΕΕ σε ζητήματα καθοριστικά για τη συνέχιση της λειτουργίας της. Η κίνηση Σολτζ να χρηματοδοτήσει τα γερμανικά ενεργειακά μονοπώλια με 200 δισ. € παραμερίζοντας τα σχέδια για «αναβίωση» του αγωγού «MidCat» για τη διοχέτευση LNG στη Γερμανία μέσω Γαλλίας, η δημιουργία «στρατηγικής αυτονομίας» με νέα χρηματοδότηση 100 δισ. € για την ενίσχυση της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας και του στρατού επιλέγοντας τα αμερικανικά F-35 και «Patriot», η επίσκεψη του Σολτζ στην Κίνα και οι διμερείς επαφές για εμπορικές συμφωνίες μετά τη γιγαντιαία γερμανική συμφωνία για το λιμάνι του Αμβούργου με την κινεζική εταιρεία COSCO έχουν ψυχράνει αρκετά το κλίμα μεταξύ των βασικών εταίρων της ΕΕ.

Εξάλλου, και στις ΗΠΑ -μετά τις ενδιάμεσες εκλογές και την ανάληψη της αμερικανικής Βουλής των αντιπροσώπων από τους ρεπουμπλικάνους- η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα της ακρίβειας και του πληθωρισμού, τις απεργιακές κινητοποιήσεις σε «Starbucks» και Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, την απασχόληση, τις κοινωνικές ανισότητες, την κλιματική αλλαγή, καθώς και τις δεκάδες χιλιάδες απολύσεις σε «Amazon», facebook και «Twitter» και τέλος με τη μόνιμη απαίτηση Ζελένσκι για αποστολή όπλων στην Ουκρανία.

Κάτω από αυτές τις συγκυρίες, στη συνάντηση, δεν μπόρεσαν να κρυφτούν οι αντιθέσεις πίσω από το πέπλο της εθιμοτυπίας.
Και πρώτα και κύρια ο πόλεμος στην Ουκρανία, για τον οποίο οι Ευρωπαίοι θα προτιμούσαν μάλλον μία συμβιβαστική λύση με τους Ρώσους (με τη Γαλλία να διατηρεί επαφές με τον Πούτιν) προκειμένου να εξασφαλίσουν την ενεργειακή τους επάρκεια. Αντίθετα οι ΗΠΑ επιθυμούν τη ρωσική εξασθένιση και ταπείνωση. Και οι δύο χώρες -μέλη του ΝΑΤΟ- εξοπλίζουν μεν το Κίεβο, ωστόσο και οι δύο προσβλέπουν στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας μετά τον πόλεμο. Οι σχέσεις Γαλλίας – ΗΠΑ επιδεινώθηκαν επίσης με τη συγκρότηση της συμμαχίας AUKUS (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία), που έδειξε πως οι δυνάμεις της ΕΕ εξαιρούνται από την αμερικανική στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό. Στα σημεία αυτά ο Μακρόν βρέθηκε απέναντι σε μία άκαμπτη αμερικάνικη στάση, η οποία συνεχίζει να προωθεί το νόμο IRA (αύξηση των επιτοκίων με παράλληλες κρατικές επιδοτήσεις για την τιθάσευση του πληθωρισμού), συνεχίζει να πουλά πανάκριβα το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) στην ΕΕ, να προσφέρει τεράστιες επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις που παράγουν σε αμερικανικό έδαφος προϊόντα «πράσινης και ψηφιακής» τεχνολογίας, επιδιώκοντας την προσέλκυση ευρωπαϊκών μονοπωλίων, να προωθεί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων των ΗΠΑ με κρατικές ενισχύσεις ύψους 430 δισ. δολαρίων, να οξύνει την επιθετική πολιτική της απέναντι στην Κίνα οργανώνοντας στρατιωτικά γυμνάσια και ασκήσεις και παράλληλα να παρακάμπτει τους Ευρωπαίους στο σύμφωνο AUKUS, το οποίο στέρησε από τη Γαλλία μια κολοσσιαία σύμβαση πώλησης υποβρυχίων προς την Αυστραλία. Κι όλ’ αυτά σε βαθμό που δεν επιδέχονται παραχωρήσεις προς την ΕΕ.

Μάλιστα, στο πλαίσιο του νόμου IRA για τον πληθωρισμό -με τον οποίο ενισχύονται με 430 δισ. δολάρια επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ σε δημόσιες επενδύσεις- ο Γάλλος πρόεδρος έκανε λόγο για «υπερβολική επενδυτική επιθετικότητα» και ζήτησε να υπάρξουν κάποιες απαλλαγές σε ό,τι αφορά ευρωπαϊκές εταιρείες.

Η δήλωση Μακρόν ότι: «Θέλουμε να οικοδομήσουμε ειρήνη και μια βιώσιμη ειρήνη σημαίνει πλήρη σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, αλλά ταυτόχρονα μια νέα αρχιτεκτονική για να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε μια βιώσιμη ειρήνη μακροπρόθεσμα», υποδηλώνει και τη γεφύρωση του χάσματος με τη Μόσχα, ώστε να υπάρξει μελλοντικά χώρος για Ευρωρωσικές επαφές και διαπραγματεύσεις. Από την πλευρά του ο Μπάιντεν δεν έδειξε καμία τέτοια προθυμία, παρά μόνον αν η Μόσχα τερματίσει τον πόλεμο. Αντίθετα, τόνισε το γεγονός ότι «οι ΗΠΑ και η Γαλλία είναι ενωμένες εν μέσω του βίαιου πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και εργάζονται για να διασφαλίσουν ότι οι δημοκρατίες αποδίδουν…».

Εξάλλου οι προσεκτικές αναφορές Μακρόν στις οικονομικές συνέπειες από την «επιθετική πολιτική» και την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών μονοπωλίων, τις στρατιωτικές ασκήσεις του AUKUS στα Στενά της Ταϊβάν, τις συμφωνίες με την Ιαπωνία και τους όρους στήριξης των εκατέρωθεν μονοπωλίων άφησαν αδιάφορο τον Μπάιντεν, ο οποίος αρκέστηκε σε κάποιες γενικόλογες παρατηρήσεις πως: «σίγουρα θα προκύψει η ανάγκη να γίνουν κάποιες συμβιβαστικές αλλαγές», ή «ποτέ δεν είχαμε στόχο να αποκλείσουμε αυτούς με τους οποίους συνεργαζόμαστε». Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δραστηριοποιείται σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα, αρνούμενος να μοιραστεί την ηγεμονική του θέση με οποιονδήποτε άλλον.

Το κοινό ανακοινωθέν, κομμένο και ραμμένο στη γραμμή Μπάιντεν, εστιάζει «στη σταθερή αποφασιστικότητά τους να καταστήσουν τη Ρωσία υπόλογη για ευρέως τεκμηριωμένες θηριωδίες και εγκλήματα πολέμου».

Ο Γάλλος πρόεδρος επισκέφθηκε στη συνέχεια τη γαλλική κοινότητα των ΗΠΑ και απεύθυνε ομιλία «έξω από τα δόντια», στην οποία προειδοποίησε για τον κίνδυνο συμπίεσης Ευρώπης και Γαλλίας από τον αμερικάνικο και κινέζικο ανταγωνισμό και άρα της υποβάθμισής τους στην παγκόσμια σκηνή.

Προειδοποίησε επίσης για τον κίνδυνο η Ευρώπη και η Γαλλία να μετατραπούν σε «κάποιο είδος μεταβλητής προσαρμογής» της αντιπαλότητας των ΗΠΑ και της Κίνας, των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων στον κόσμο.

Οι αμερικάνικες επιλογές, εκτίμησε ο Μακρόν, μπορούν να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ, αφού πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες καλούνται να επενδύσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με πολύ ευνοϊκότερους όρους απ’ ό,τι στην ευρωπαϊκή βάση τους.

Επισήμανε επίσης πως οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία βαρύνουν δυσανάλογα την Ευρώπη παρά τις ΗΠΑ, οι οποίες με τα φαραωνικά προγράμματα ενισχύσεων δημοσίων επενδύσεων και την υπερβολικά επιθετική τόνωση της αμερικάνικης βιομηχανίας, σε συνδυασμό με την εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας στην Ευρώπη εξαναγκάζει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να επενδύσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σε διαφορετική περίπτωση οι ευρωπαϊκές εταιρείες κινδυνεύουν να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τη βιομηχανία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Με την επιστροφή του Ε. Μακρόν στη Γαλλία, ο πρόεδρος της επιτροπής εμπορίου του Ευρωκοινοβουλίου, Μ. Λάγκε, πρότεινε να εξετάσει η Κομισιόν το ενδεχόμενο προσφυγής προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά του αμερικανικού νόμου IRA (Inflation Reduction Act) κατά του πληθωρισμού, βάσει του οποίου ενισχύονται εταιρείες για δημόσιες επενδύσεις, ιδίως στον τομέα της πράσινης ενέργειας. Σημειώνεται ότι στις 5 Δεκέμβρη συνήλθε στην Ουάσιγκτον το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας (TTC) μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, όπου ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε κάποιες επί μέρους διορθώσεις του νόμου IRA.