Για να γίνει πιο κατανοητή η γιγαντιαία αύξηση των τιμών του ρεύματος πρέπει να γίνει η σύγκριση με την περίοδο προ υγειονομικής αλλά και ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα, όπου σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το β΄ εξαμήνου 2019 για ένα άτομο με μέσο ετήσιο μισθό 8.195 ευρώ, ο μέσος λογαριασμός ρεύματος ανέρχονταν στα 690 ευρώ το έτος, δηλαδή σχεδόν το 10% του μισθού εξανεμιζόταν μόνο για τη δαπάνη του λογαριασμού ρεύματος.

Σήμερα για τον ίδιο εργαζόμενο υπάρχει μια επιπλέον επιβάρυνση της τάξης των 40 ευρώ τον μήνα για ρεύμα (ή 160 ευρώ στο τετράμηνο). Που σημαίνει ότι επιβαρύνεται το εισόδημά του άλλο ένα 7%. και συνολικά το 17% του μισθού(!) απορροφάται από την πληρωμή του λογαριασμού του ρεύματος.

Ακόμα πιο δραματική είναι η επίπτωση για τα νοικοκυριά, όπου σύμφωνα με παραδείγματα υπολογισμών που δημοσιεύτηκαν, στο Νομό Αττικής ένα νοικοκυριό με δύο άτομα (ζευγάρι, με ένα μέλος μισθωτό και ένα μέλος με περιοδική ημιαπασχόληση), χωρίς κεντρική ή αυτόνομη θέρμανση, με κατανάλωση 2.450 κιλοβατωρών το τετράμηνο (612 κιλοβατώρες/μήνα), το ενδεικτικό κόστος μόνο του ρεύματος (με βασικό τιμολόγιο ΔΕΗ Γ1), χωρίς τις άλλες χρεώσεις (ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΩ, δίκτυα, δημοτικά τέλη, ΕΡΤ κλπ.), την περίοδο Οκτώβριος 2020-Ιανουάριος 2021 ήταν 270,922 ευρώ. Ενώ ίδιο νοικοκυριό με την ίδια κατανάλωση για την περίοδο Οκτώβριος 2021 – Ιανουάριος 2022, καλείται να πληρώσει, μαζί με επιδοτήσεις και εκπτώσεις του προμηθευτή, 469,763 ευρώ.

Δηλαδή φέτος πληρώνει παραπάνω 198,841 ευρώ στο τετράμηνο, σχεδόν τα διπλάσια σε σχέση με πέρσι. Με αναγωγή στο έτος, η συνολική επιβάρυνση του νοικοκυριού είναι 1.400,289 ευρώ φέτος, έναντι 812,763 ευρώ πέρσι, που σημαίνει ότι πληρώνει επιπλέον 587,526 ευρώ το χρόνο (+72,3%), δηλαδή σχεδόν όσο είναι ένας κατώτατος μισθός.

Και ενώ οι λογαριασμοί αυξάνονται ραγδαία το ποσοστό του Ελληνικού λαού που αδυνατεί να τους πληρώσει καθημερινά αυξάνεται. Οι πάροχοι δικαιούνται, σύμφωνα με τον νόμο, να κόψουν το ρεύμα των νοικοκυριών που δεν είναι σε θέση, είτε λόγω οικονομικής ανέχειας είτε κυρίως λόγω της τεράστιας αύξησης των τιμών του να αποπληρώσουν τα χρέη τους.

Από την άλλη, οι πάροχοι έχουν χρέη που ανέρχονται σωρευτικά σε 330 εκατ. ευρώ έως τα τέλη του 2021.

Τα χρέη των παρόχων ενέργειας οφείλονται στην παρακράτηση των ποσών που ο πολίτης πληρώνει τόσο για τα τέλη χρήσης των δικτύων μεταφοράς και διανομής, καθώς και για τα ΥΚΩ και το ΕΤΜΕΑΡ, τα οποία οφείλουν να επιστρέψουν αντίστοιχα στον ΑΔΜΗΕ, τον ΔΕΔΔΗΕ και τον ΔΑΠΕΕΠ. Όσο και για δημοτικά τέλη τα οποία οι εταιρείες ενέργειας εισπράττουν και τα οποία επίσης οφείλουν να επιστρέψουν στους κατά τόπους Δήμους. Μάλιστα ο Δήμος Κηφισιάς πρόσφατα έκανε λόγο για ανείσπρακτο ποσό, μέσω τιμολογίων ρεύματος, που ανέρχεται στα 1.800.000 ευρώ. Ενώ καταγγελίες στον τύπο κάνουν λόγο, σε ορισμένες περιπτώσεις, και για παρακράτηση των επιδοτήσεων της πολιτείας από τα τιμολόγια των πελατών τους. Η παρακράτηση αυτή των χρημάτων από τους παρόχους προς το κράτος και τους ΟΤΑ δείχνει στον κύκλο της ενέργειας να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος χρεών, να διατυπώνονται ανησυχίες πως από αυτόν ενέχεται «συστημικός κίνδυνος», η εκδήλωση, δηλαδή, μιας ενεργειακής κρίσης που στο τέλος θα κληθεί ο ελληνικός λαός να αποπληρώσει για ακόμα μία φορά.

Και όλα αυτά γίνονται με την ανοχή και τη στήριξη της κυβέρνησης της ΝΔ προς τους ιδιώτες παρόχους, αλλά και τη συντονισμένη συγκάλυψη για το τι συμβαίνει, ώστε η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στον ενεργειακό τομέα να αποδίδεται στην εισαγόμενη ενεργειακή κρίση που οδήγησε στην εκτόξευση των χονδρεμπορικών τιμών του ρεύματος, και στην αύξηση των απλήρωτων λογαριασμών και όχι στην πολιτική της ιδιωτικοποίησης της παραγωγής και διανομής της ενέργειας και της όλο και μεγαλύτερης εξάρτησης της χώρας από ενεργειακές εισαγωγές, ειδικά μετά την προώθηση των σχεδίων απολιγνιτοποίησης και μετά την ιδιωτικοποίηση και της ΔΕΗ, που έχουν τεθεί σε εφαρμογή σε συνδυασμό με την προσπάθεια των ιδιωτικών εταιρειών ρεύματος να αυξήσουν τα κέρδη τους.