Μάης 1963• το παρακράτος οργιάζει. Το μεσημέρι της Τετάρτης – 22, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη και βουλευτής Πειραιά, εκλεγμένος ως συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να μιλήσει το ίδιο βράδυ σε συγκέντρωση.
Έχουν προηγηθεί διαβήματα στελεχών της ΕΔΑ στον εισαγγελέα Πρωτοδικών και στην Αστυνομία, καθώς υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι απειλείται η ζωή του. Τα διαβήματα αγνοούνται προκλητικά, ο Λαμπράκης προπηλακίζεται έξω απ’ τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος κι εκφωνεί την ομιλία του εν μέσω χυδαίων αντιδράσεων των συγκεντρωμένων ακροδεξιών και παρακρατικών.
Κατά την αποχώρησή του κι ενώ διασχίζει το δρόμο συνοδευόμενος από φίλους και συναγωνιστές, ένα διερχόμενο τρίκυκλο κατευθύνεται καταπάνω του, και άτομο ανεβασμένο στην καρότσα τον χτυπάει βίαια στο κεφάλι μ’ ένα λοστό. Ο Λαμπράκης σωριάζεται αιμόφυρτος στο κράσπεδο.

Επανερχόμαστε στο “Ζ”, την κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού από τον Κώστα Γαβρά, για να θυμηθούμε τη σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιό Ειρήνη Παπά, που έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου.

Γεννημένη το 1926 στο Χιλιομόδι της Κορινθίας από γονείς εκπαιδευτικούς ως Ειρήνη Λελέκου, σπούδασε υποκριτική στην Εθνική Σχολή Κλασσικού Θεάτρου της Αθήνας, κι έκανε τα πρώτα της βήματα στο θέατρο το 1948. Την ίδια χρονιά έκανε και το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο με το “Οι χαμένοι άγγελοι” του Νίκου Τσιφόρου, ενώ έγινε γνωστή στο διεθνές κινηματογραφικό κοινό με την ταινία του Φρίξου Ηλιάδη “Νεκρή Πολιτεία” (1951). Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ενδεικτικά ο Μάρτιν Ριτ, ο Φραντσέσκο Ρόσι, ο Ρόμπερτ Γουάιζ, ο Μάριο Μονιτσέλι, και με τους ‘δικούς μας’ Μιχάλη Κακογιάννη και Κώστα Γαβρά. Το 1967 πρωταγωνίστησε στο νεοϋορκέζικο Μπρόντγουεϊ στο πλευρό του Γιον Βόιτ, και συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη (“11 τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη” – 1968), και τον Γιάννη Μαρκόπουλο (“Ελεύθεροι πολιορκημένοι” – 1977).

Ήταν γνωστή για τις αριστερές της πεποιθήσεις, και σε συνέντευξή της του 1969, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας “Άννα των χιλίων ημερών” (συμπρωταγωνιστεί ο Ρίτσαρντ Μπάρτον), καταθέτει: «Δεν είμαστε παρά μια αμερικανική αποικία. […] Εισάγουμε τσίχλες και αυτοκίνητα, βιβλία, δίσκους και πολιτισμό. […] Αλλά ποιά είμαι εγώ για να μιλήσω; Κάνω ταινίες αλλά από πού προέρχονται τα χρήματα γι’ αυτές; Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι πρέπει απλά να σταματήσω την υποκριτική. […] Επαναλαμβάνω συνέχεια τις ίδιες δεξιότητές μου από ταινία σε ταινία. […] Ζούμε περικυκλωμένοι από καταναλωτικά αγαθά, από τεχνουργήματα. Στις πόλεις είμαστε θύματα της ποσότητας των εμπορευμάτων. […] Σκέφτομαι όμως ότι από τη στιγμή που ανακάλυψαν το πλυντήριο, θα έπρεπε να είχε δοθεί σε όλους. Διαφορετικά, ποιό είναι το όφελος της προόδου; Να βγάζεις λεφτά; […]».

Για να επιστρέψουμε όμως στο “Ζ”, είναι γνωστό ότι ο Γαβράς δεν επιδίωξε την ακριβή ανασύσταση των γεγονότων, όσο, κυρίως, την αποτύπωση του κλίματος βίας κι ασυδοσίας που επικρατούσε με ακέραιη ευθύνη της κυβέρνησης Καραμανλή υπό την καθοδήγηση της CIA και της σχέσης του μετεμφυλιακού παρακράτους με την επίσημη εξουσία. Ακριβής παρ’ όλα αυτά είναι η αναμετάδοση των ομιλιών του τότε Υφυπουργού Γεωργίας και του Γενικού Επιθεωρητή Χωροφυλακής Β. Ελλάδας, πραγματικό περιστατικό που διαδραματίστηκε στις 22 Μαΐου. Στους τίτλους αρχής, διαβάζουμε το αιρετικό για την εποχή: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη». Η Ελλάδα δεν αναφέρεται ρητά, υπονοείται ωστόσο εύληπτα, ξενίζει παρόλα αυτά η χρήση της γαλλικής γλώσσας.

Το “Z” είναι πρωτοποριακό από πολλές απόψεις: Όχι μόνο γιατί εγκαινιάζει “επιθετικά” το πολιτικό θρίλερ που θα λάμψει στη διάρκεια της 10ετίας του ’70, αλλά κυρίως γιατί ο Γαβράς κάνει χρήση ασυνήθιστων για την εποχή αφηγηματικών και τεχνικών μέσων: Καταιγιστικό μοντάζ, άρτια δομημένη στη λεπτομέρειά της πλοκή, πολυδιάστατοι χαρακτήρες, διαλεκτική σύνθεση αντιθετικών στοιχείων [ο βουβός πόνος της συζύγου του βουλευτή (συγκλονίζει η Ειρήνη Παππά με την αυστηρότητα της μορφής και την εκφραστικότητά της) αντιπαραβάλλεται διαρκώς στη φλυαρία των φασιστο-στραταίων, αλλά και στις εκρηκτικές διαφωνίες των στελεχών της ΕΔΑ]. Ακόμα πιο καθηλωτικές οι σκηνές πλήθους (η παρακρατική βία αποτυπώνεται με ανατριχιαστική ζωντάνια), όπως άλλωστε εσκεμμένη είναι η αντιστοίχιση των πρωτοστατούντων στρατιωτικών με τους συνταγματάρχες του πραξικοπήματος του ’67 (η ταινία γυρίζεται ενώ έχει ήδη εδραιωθεί στην Ελλάδα η χούντα), αλλά και η σύνδεση με τους πρωταγωνιστές των αισχών του Εμφυλίου. Άκρως αποτελεσματική είναι κι η σκιαγράφηση των πιονιών της ιστορίας: του “Βάγγου” (Κοτζαμάνη) και του “Γιάγκου” (Εμμανουηλίδη), οι οποίοι παρουσιάζονται ως τα θλιβερά ενεργούμενα που είναι, χωρίς να δαιμονοποιούνται.

Το ρέον, λειτουργικό σενάριο συνυπογράφει (από κοινού με τον Γαβρά) ο Ισπανός συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν, και τη μουσική υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, εξόριστος τότε στη Ζάτουνα.
Γενναιόδωρες ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς που συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην ταινία. Ερμηνευτής ιδιαίτερου εκτοπίσματος, ο Υβ Μοντάν αποδίνει πειστικότατα τη σύνθετη προσωπικότητα του Λαμπράκη, όπως αξιομνημόνευτη είναι και η ερμηνεία του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν ως Σαρτζετάκη. Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και μοντάζ, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες όπως και ανδρικού ρόλου για τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, και BAFTA μουσικής για τον Μίκη Θεοδωράκη..
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι το “Ζ” παραπέμπει ευθέως στο “Ζει”, που φώ­ναζαν επαναλαμβανόμενα οι φοιτητές τις μέρες ύστερα από την επίθεση αλλά και για καιρό μετά, πρόθεση άλλωστε του Γαβρά ήταν να διαβάζεται σαν “ΖΕΙ” και όχι “ΖΗΤΑ”.